Αρθρο του Κέβιν Φέδερστοουν στην «Κ»: Συστημική αστοχία και απογοήτευση

Αρθρο του Κέβιν Φέδερστοουν στην «Κ»: Συστημική αστοχία και απογοήτευση

Η «αστοχία» αποτελεί αναπόφευκτο ενδεχόμενο για κάθε σύστημα, σε κάποια δεδομένη στιγμή. Στην πολιτική έχει σημασία πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες «αστοχίες»

4' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η «αστοχία» αποτελεί αναπόφευκτο ενδεχόμενο για κάθε σύστημα, σε κάποια δεδομένη στιγμή. Στην πολιτική έχει σημασία πώς αντιμετωπίζονται τέτοιες «αστοχίες». Η μη αντιμετώπισή τους γεννάει ένα αίσθημα γενικότερης αποτυχίας, έναν κυνισμό και, για κάποιους, την αναζήτηση πιο ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων. Τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να κοστίσουν ακριβά στη δημοκρατία. Μετά από μια κρίση, οι πολιτικοί ηγέτες λένε συχνά ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για να μην ξανασυμβεί μια συγκεκριμένη αστοχία. Ωστόσο, αύριο θα προκύψουν νέες, διαφορετικές αστοχίες. Αυτό γεννάει ένα συνεχές αίτημα αξιολόγησης των συστημάτων μας.

Αναμφίβολα, κάποια συστήματα τα πηγαίνουν καλύτερα από άλλα. Πολλοί Ελληνες οικτίρουν κάποιες αποτυχίες στο εσωτερικό της χώρας, ισχυριζόμενοι ότι δεν θα συνέβαιναν ποτέ στο εξωτερικό: στη Βρετανία, για παράδειγμα. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, το οποίο προέκυψε από την αποτυχία αναβάθμισης του συστήματος και τη διαχείρισή του. Ή στην αποτυχία να αποδοθούν ευθύνες για την τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών στο ναυάγιο του «Adriana», που ήταν γεμάτο πρόσφυγες. Ή στο σκάνδαλο με τις υποκλοπές και στην παρακολούθηση τηλεφώνων σημαντικών προσωπικοτήτων της πολιτικής και της κοινωνικής σκηνής της χώρας. Η έρευνα που ακολούθησε ήταν, κατά την άποψη πολλών στην αντιπολίτευση, θεμελιωδώς ελλειμματική. Το κοινό μοτίβο είναι το καθεστώς ατιμωρησίας – οι υπεύθυνοι τη γλιτώνουν.

Ωστόσο πρέπει να πούμε ότι παρόμοιες αποτυχίες υπάρχουν και αλλού, μεταξύ άλλων και στη Βρετανία. Για παράδειγμα, αυτή την εβδομάδα τα γεγονότα στη χώρα μου με ώθησαν να επανεξετάσω την αξιοπιστία του «συστήματος». Σύμφωνα με το επίσημο πόρισμα, περίπου 30.000 άνθρωποι, μεταξύ των δεκαετιών 1970 και 1990, έλαβαν μολυσμένο αίμα σε δημόσια νοσοκομεία, με αποτέλεσμα, κατά τις τελευταίες εκτιμήσεις, να έχουν χάσει τη ζωή τους σχεδόν 3.000 ασθενείς. Το πόρισμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι θάνατοι μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Δεν ήταν «ατύχημα», αλλά αποτέλεσμα μιας ευρείας συγκάλυψης: υπουργοί και ιατρικό προσωπικό ενημερώθηκαν για τους κινδύνους για τους ασθενείς, τους αγνόησαν και στη συνέχεια είπαν ψέματα και φρόντισαν να αποποιηθούν τις ευθύνες τους. Ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ έκανε λόγο για «ημέρα ντροπής» για το βρετανικό κράτος και προσέφερε αποζημίωση στα θύματα, η οποία ενδεχομένως να ανέλθει σε 12 δισ. ευρώ.

Από το περιστατικό αυτό θα μπορούσε κάποιος να θαυμάσει τον τρόπο με τον οποίο το βρετανικό σύστημα διορθώνει τις αποτυχίες του. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Διαδοχικές κυβερνήσεις –διαφορετικών πολιτικών κομμάτων– είχαν αρνηθεί να προχωρήσουν σε δημόσια δικαστική έρευνα μέχρι το 2018, παρά το γεγονός ότι οι βασικές πτυχές του σκανδάλου ήταν προφανείς για πάνω από μία δεκαετία. Πριν από ένα χρόνο, η ίδια δημόσια δικαστική έρευνα ζητούσε την καταβολή αποζημίωσης στα θύματα, αλλά η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα.

Αλλα σκάνδαλα λειτουργούν προειδοποιητικά. Το 1989, σχεδόν 100 οπαδοί της Λίβερπουλ έχασαν τη ζωή τους σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο Σέφιλντ, όταν η αστυνομία έδωσε άδεια να ανοίξει μια πύλη εισόδου, με αποτέλεσμα οι οπαδοί να συνθλιβούν στα κιγκλιδώματα. Η αστυνομία εξέδωσε αργότερα εν γνώσει της ψευδείς αναφορές για το τι είχε συμβεί. Ξεκίνησαν δικαστικοί αγώνες. Διενεργήθηκαν πολλαπλές έρευνες. Οι οπαδοί της Λίβερπουλ τελικά δικαιώθηκαν, αλλά με 30 χρόνια καθυστέρηση. Ωστόσο, κανείς δεν κρίθηκε ένοχος για την πρόκληση της τραγωδίας.

Οι λαϊκιστές επιτίθενται στα συστήματά μας, κατηγορώντας τα ότι αγνοούν τον «απλό πολίτη». Πρέπει να επανεξετάσουμε τις ασφαλιστικές μας δικλίδες.

Το 2017, περισσότεροι από 70 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους όταν ξέσπασε πυρκαγιά σε μια εργατική πολυκατοικία –στον Πύργο Γκρένφελ– στο Λονδίνο. Ακολούθησε δημόσια δικαστική έρευνα. Ωστόσο μέχρι σήμερα πολλοί παραμένουν χωρίς κατάλληλη στέγη και οι ποινικές διώξεις δεν θα εξεταστούν πριν από το 2027, το νωρίτερο.

Πιο πρόσφατα, μια τηλεοπτική σειρά ανέδειξε ένα σκάνδαλο που αφορούσε τα βρετανικά ταχυδρομεία. Τα τοπικά ταχυδρομικά υποκαταστήματα είχαν κληθεί να χρησιμοποιήσουν ένα καινούργιο ηλεκτρονικό σύστημα. Υπήρξε ο ψευδής ισχυρισμός ότι το σύστημα ήταν αλάνθαστο και έτσι όταν φάνηκε να λείπουν χρήματα από τα υποκαταστήματα, οι τοπικοί διευθυντές κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για υπεξαίρεση. Μια εν εξελίξει δημόσια έρευνα διαπίστωσε ότι η διεύθυνση του Βασιλικού Ταχυδρομείου είπε ψέματα και απέκρυψε στοιχεία: γνώριζαν ότι το ηλεκτρονικό σύστημα δεν ήταν ασφαλές και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία των δικαστικών αποφάσεων ήταν αναξιόπιστα. Ωστόσο συνέχισαν να φυλακίζονται αθώοι εργαζόμενοι, προκαλώντας μεγάλο πόνο και οδηγώντας κάποιους στην αυτοκτονία από ντροπή.

Ποια είναι τα διδάγματα εδώ; Η εικόνα είναι πολύ περίπλοκη. Ναι, ανθρώπινες παραλείψεις συνέβαλαν στις τραγωδίες: υπήρξε εξαπάτηση, υπήρξαν και λάθη. Εγιναν κακές επιλογές: ο Μητσοτάκης, για παράδειγμα, έβαλε τον λάθος άνθρωπο επικεφαλής των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών και το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε το λάθος αφεντικό για τα Βασιλικά Ταχυδρομεία.

Ωστόσο, σε όλες αυτές τις ιστορίες, τα αίτια είναι βαθύτερα. Κανένα από αυτά τα σκάνδαλα δεν προέκυψε αποκλειστικά από τις ενέργειες ενός ή έστω περισσότερων ατόμων. Υπήρξε ανοχή σε πρότυπα συμπεριφοράς και σε προβληματικές διαδικασίες. Και, ακόμη χειρότερα, κάθε σύστημα λογοδοσίας απέτυχε. Τι είναι χειρότερο: μια κοινοβουλευτική έρευνα που θεωρείται μεροληπτική (Ελλάδα) ή μια δημόσια δικαστική έρευνα (Ηνωμένο Βασίλειο) η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη; Τίποτε από τα δύο δεν αποδίδει δικαιοσύνη.

Οι λαϊκιστές επιτίθενται στα πολιτικά μας συστήματα, κατηγορώντας ότι αγνοούν τον «λαό». Ισως τα συστήματά μας τους δίνουν τροφή γι’ αυτό. Πρέπει να επανεξετάσουμε τις ασφαλιστικές τους δικλίδες. Και πρέπει να αναζητήσουμε εκ νέου τις βασικές αρχές του δημόσιου αξιώματος: καθήκον, εμπιστοσύνη και ανεξαρτησία. Μια τέτοια αυτοκριτική θα είναι επώδυνη, αλλά έπρεπε να έχει ήδη γίνει.

Ο κ. Κέβιν Φέδερστοουν είναι διευθυντής του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του London School of Economics.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT