Ο Χαρίλαος Φλωράκης συνήθιζε, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο που δημιουργούσε το έδαφος ώστε να τον ακούν και ακροατήρια πέραν του ΚΚΕ, να λέει πως οι εκλογές κρύβουν εκπλήξεις χρησιμοποιώντας την αποστροφή «οι κάλπες είναι γκαστρωμένες». Τούτο προφανώς ισχύει και για την αναμέτρηση της επόμενης Κυριακής. Ανεξαρτήτως των τελικών συσχετισμών μεταξύ των κομμάτων και πρωτίστως μεταξύ Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, συγκεκριμένες εξελίξεις δύσκολα δεν θα δρομολογηθούν: στο κυβερνητικό στρατόπεδο αποτελεί κυρίαρχη εκτίμηση πως ο ανασχηματισμός δεν θα αργήσει. Ενώ διεργασίες αναμένονται και στον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που πλησιάζει τη συμπλήρωση πέντε χρόνων στην πρωθυπουργία, δεν ανοίγει ακόμη και στους πιο στενούς του συνεργάτες ποτέ τα χαρτιά του για την πιθανότητα και το εύρος ενός ενδεχόμενου ανασχηματισμού. Το ίδιο ισχύει και τώρα. Oμως, στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου είναι διάχυτη η αίσθηση πως είτε αμέσως μετά τις ευρωεκλογές είτε –το πιθανότερο– περί τα τέλη Αυγούστου, δηλαδή πριν από τη μετάβαση του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, οι αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα θα συντελεστούν. Μάλιστα, κατά τις ανωτέρω εκτιμήσεις, τούτο θα γίνει ανεξαρτήτως από το εάν το αποτέλεσμα της επόμενης Κυριακής είναι θετικό για τη Ν.Δ. Από το εάν δηλαδή το κυβερνών κόμμα πιάσει ή υπερβεί τον εκλογικό πήχυ του 33% που έχει θέσει ο Κυρ. Μητσοτάκης. Οπως λέγεται, ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα κρίνει πως η κυβέρνηση θα χρειαστεί «επανεκκίνηση», υπό την έννοια ότι οι τελευταίες εκλογές πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο Ιούνιο, αλλά επί της ουσίας η Ν.Δ. συμπληρώνει πλέον μια πενταετία στη διακυβέρνηση της χώρας. Αναφορικά με τον χρόνο ενδεχόμενου ανασχηματισμού: εάν αυτός πραγματοποιηθεί άμεσα προκύπτει το πλεονέκτημα πως θα αντιμετωπιστούν δυσλειτουργίες, ενώ οι νέοι υπουργοί θα έχουν τον χρόνο να ενημερωθούν για τα χαρτοφυλάκιά τους μέχρι την έναρξη της νέας πολιτικής περιόδου. Στον αντίποδα, με δεδομένο ότι η θερινή περίοδος τα τελευταία χρόνια, λόγω της κλιματικής κρίσης, συνοδεύεται από φυσικές καταστροφές, ο Σεπτέμβριος ίσως είναι πολιτικά προσφορότερος, προκειμένου μέσω των αλλαγών στο υπουργικό συμβούλιο να «απορροφηθεί» τυχόν αρνητικό κλίμα που ενδεχομένως θα έχει διαμορφωθεί μέχρι τότε. Τέλος, κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν πως στην περίπτωση που ο Κυρ. Μητσοτάκης επιλέξει την οδό των αλλαγών, προτεραιότητα θα δώσει στην κυβέρνηση και όχι στο Μέγαρο Μαξίμου. Ανατροπή μπορεί να σημειωθεί μόνο εάν ο πρωθυπουργός, μετά την επιτυχημένη του θητεία στο Μέγαρο Μαξίμου, αναθέσει κάποια «ειδική» υπουργική αποστολή στον Μ. Βορίδη, καθώς η παραμονή του Α. Σκέρτσου στο στενό επιτελείο του Κυρ. Μητσοτάκη θεωρείται δεδομένη. Προφανώς, πάντως, επί του παρόντος ο πρωθυπουργός εστιάζει στην τελευταία προεκλογική εβδομάδα, που από πλευράς Ν.Δ. θα έχει «πολλή Ευρώπη», «καθόλου παροχές» και πίεση στον Στ. Κασσελάκη προκειμένου να δημοσιοποιήσει το «πόθεν έσχες» του.
Ετοιμοι για τηλεδιακηρύξεις
Οι κάλπες της Κυριακής θα δρομολογήσουν εξελίξεις και στον χώρο της αντιπολίτευσης, με μεγάλο ερωτηματικό να αποτελεί εάν θα αφορούν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, μόνο το ΠΑΣΟΚ ή συνολικά τον χώρο της Κεντροαριστεράς.
Σύμφωνα με πληροφορίες, μια ομάδα «επωνύμων» στελεχών από τα δύο κόμματα, αλλά και από τη Νέα Αριστερά, προσανατολίζονται –ακόμη και από τα τηλεπαράθυρα της βραδιάς των εκλογών– να θέσουν στον δημόσιο διάλογο την ανάγκη ανασύνθεσης του χώρου, ώστε να καταστεί εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος έναντι της Ν.Δ. και του Κυρ. Μητσοτάκη. Είναι προφανές πως το κατά πόσο η πρωτοβουλία θα εκδηλωθεί και η δυναμική που θα αποκτήσει αποτελεί άμεση συνάρτηση του εκλογικού αποτελέσματος. Η σχετική συζήτηση, δηλαδή, θα γίνει με άλλους όρους εάν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ κινηθούν σε ποσοστά περί το 15% και 13% –με όποια σειρά– και διαφορετικά εάν καταγραφούν το ένα εκ των δύο στο 17% και το άλλο στο 12%. Στη δεύτερη περίπτωση θα αναδειχθεί πιθανότατα ως ζητούμενο η προγραμματική τους σύγκλιση, αλλά στην πρώτη θα μπει στην ατζέντα η ανάγκη για πολιτική ενότητα των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς. Παράλληλα, δεδομένες πρέπει να θεωρούνται οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ με βάση το ποσοστό που θα αντλήσουν από τις κάλπες. Στην Κουμουνδούρου οι «αντιφρονούντες» επέλεξαν να κρατήσουν χαμηλούς τόνους κατά την προεκλογική περίοδο προκειμένου να μην κατηγορηθούν ότι υπονόμευσαν την εκλογική προσπάθεια του Στ. Κασσελάκη. Είναι προφανές, όμως, πως από τις 10 του μήνα θα αναζητηθούν νέες –με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα μάλλον δύσκολες και εύθραυστες– «ισορροπίες» εντός ΣΥΡΙΖΑ. Ομως και στο ΠΑΣΟΚ πολλά θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα. Εάν είναι θετικό, ο Ν. Ανδρουλάκης θα αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση της Κεντροαριστεράς. Σε διαφορετική περίπτωση, όμως, θα έχει αντίπαλο ή αντιπάλους στην προγραμματισμένη για το 2025 ψηφοφορία για την εκλογή προέδρου του ΠΑΣΟΚ ή και νωρίτερα.
Αρκεί το 3% στη Νέα Αριστερά;
Μισογεμάτο, αλλά και μισοάδειο μπορεί να θεωρηθεί το δημοσκοπικό ποτήρι για τη Νέα Αριστερά, μια εβδομάδα πριν ανοίξουν οι ευρωκάλπες. Το σχήμα που προέκυψε από τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ τον περασμένο Νοέμβριο εμφανίζεται να διασφαλίζει έδρα στο Ευρωκοινοβούλιο –και αυτό αναμφίβολα συνιστά επιτυχία–, αλλά χωρίς τα ποσοστά που ενδεχομένως ανέμεναν οι ιδρυτές του. Μία από τις ερμηνείες για το γεγονός ότι η Νέα Αριστερά καταγράφεται σταθερά περί το 3% συνδέεται με την ακραία πόλωση που επικράτησε στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ κατά την αναμέτρηση Κασσελάκη – Εφης Αχτσιόγλου για την ηγεσία, αλλά και στη συνέχεια. Οπως αναφέρεται, ένα κομμάτι αριστερόστροφων ψηφοφόρων δυσφορώντας με την ακραία εσωκομματική πόλωση δεν εντάχθηκε στη Νέα Αριστερά, αλλά μετακινήθηκε προς το ΚΚΕ, την Πλεύση Ελευθερίας, το ΜέΡΑ25 και πρωτίστως την αποχή. Αντίστοιχες απώλειες έχει και ο ΣΥΡΙΖΑ του Στ. Κασσελάκη, ο οποίος όμως τις αντισταθμίζει με εισροές από άλλα κοινά. Πάντως, η εκλογή ευρωβουλευτή αποτελεί κρίσιμο στοίχημα για τη Νέα Αριστερά, καθώς εάν επιτευχθεί το νέο σχήμα θα λάβει μέρος με σαφώς ευνοϊκότερους όρους στις διεργασίες στην κεντροαριστερή πολυκατοικία, που αναμένεται να δρομολογηθούν μετά τις 10 Ιουνίου.