Είναι σύνηθες στις ευρωεκλογές η εκλογική συμπεριφορά των ψηφοφόρων να διαφοροποιείται σε σχέση με τις αναμετρήσεις υψηλού διακυβεύματος, όπως οι εθνικές εκλογές. Οι εκλογές αυτές επιλέγονται από τους πολίτες για να σταλούν μηνύματα. Κυρίως κατά των κυβερνήσεων, αλλά όχι μόνο. Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού.
Οι χθεσινές εκλογές είχαν αρκετές ιδιαιτερότητες, εξ ου και οι αναλύσεις που εδράζονται σε συγκρίσεις σε σχέση με το παρελθόν πάσχουν. Πέραν του ότι δεν μπορούν να συγκρίνονται ευθέως ευρωεκλογές με βουλευτικές εκλογές, ακόμα και μεταξύ των ευρωεκλογών οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Οι χθεσινές δεν ήταν εκλογές-πρόκριμα όπως του 2009, του 2014 ή του 2019. Δεν συνέπεσαν με τις αυτοδιοικητικές, ώστε να διασφαλίζεται η αυξημένη συμμετοχή. Εξ ου και είναι προτιμότερο να εστιάσει κανείς στο αποτέλεσμα καθαυτό.
Η Ν.Δ. απέτυχε να προσεγγίσει τον στόχο που η ίδια έθεσε, να επαναλάβει μια επίδοση κοντά στο ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών. Η στρατηγική της είχε εξαρχής μια αδυναμία. Ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης που επέσεισε ουδέποτε έγινε πιστευτός από τον κόσμο. Η πλειοψηφία ήξερε ότι την επόμενη μέρα πάλι η Ν.Δ. θα κυβερνά και χωρίς απειλητικό αντίπαλο. Η σταθερότητα επίσης σπανίως είναι αυτοσκοπός. Κατά κανόνα είναι μέσο για να πετύχεις κάτι άλλο. Η Ν.Δ. δεν εξήγησε επαρκώς τι είναι αυτό που θέλει να πετύχει μέσω της πολιτικής σταθερότητας και πώς μπορεί να υπονομευτεί με ένα κακό εκλογικό αποτέλεσμα. Οσο αυτό έμενε ασαφές, η σταθερότητα έπαψε να είναι θελκτική υπόσχεση. Η απουσία μιας απειλητικής αντιπολίτευσης διευκόλυνε τους πολίτες να στείλουν ένα ανέξοδο μήνυμα διαμαρτυρίας.
Ποιο μήνυμα; Ουδείς μπορεί να εστιάσει σε ένα. Αλλος ήθελε να διαμαρτυρηθεί για την ακρίβεια, άλλος για τον νόμο για την «ισότητα στον γάμο», άλλος για ζητήματα αστυνόμευσης, άλλος ήθελε απλώς να «κοντύνει» την κυβέρνηση. Είναι προφανές ότι η Ν.Δ. θα πρέπει να συμπεριλάβει στα συμπεράσματά της όλες τις παραπάνω αιτίες και κυρίως τη διαπίστωση ότι το κεντρικό αφήγημά της χρειάζεται επικαιροποίηση.
Η εξ αριστερών αντιπολίτευση επίσης δεν έχει κανένα λόγο να χαίρεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αναδείχθηκε φορέας έκφρασης αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας –όπως κατά κανόνα συμβαίνει με ένα κόμμα που έχει δυναμική–, αλλά έχασε περαιτέρω δυνάμεις. Εγκλωβισμένος στην άκρως αυτοαναφορική παρουσία του επικεφαλής του, απέτυχε να ταυτιστεί με ευρύτερα ακροατήρια. Ενώ λόγω της πόλωσης που ο αρχηγός του προκαλεί, είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να αναδειχθεί σε πόλο ευρύτερων συσπειρώσεων.
Το ΠΑΣΟΚ απέτυχε στον στόχο της κατάκτησης της δεύτερης θέσης, μπορεί ωστόσο να έχει την ικανοποίηση ότι κατέγραψε μια μικρή άνοδο. Είναι απολύτως δεδομένο πάντως ότι το ΠΑΣΟΚ θα αντιμετωπίσει μελλοντικά τα υπαρξιακά και στρατηγικά διλήμματα που αντιμετώπισε και στο παρελθόν, καθώς μια στροφή του ακόμα πιο αριστερά και η υιοθέτηση μιας λογικής συμμετοχής σε ευρύτερα μέτωπα θα αναδείξουν υπαρκτές εσωτερικές του αντιφάσεις, όχι τόσο σε επίπεδο στελεχών όσο εκλογικής βάσης.
Τα δε κόμματα της ευρύτερης Αριστεράς είναι τα πλέον ηττημένα, καθώς λόγω των επιδόσεών τους μοιάζει δύσκολο να πρωταγωνιστήσουν με αξιώσεις σε όποιες μελλοντικές διεργασίες του χώρου. Ο χώρος της δεξιάς αντιπολίτευσης μπορεί να πανηγυρίζει όχι μόνο λόγω των χθεσινών αποτελεσμάτων, αλλά και λόγω του συνολικού πανευρωπαϊκού ρεύματος που διαμορφώνεται. Η ενίσχυση αυτή όμως έχει προδήλως συγκυριακό χαρακτήρα. Τα δύσκολα για αυτά τα κόμματα έρχονται όταν πλησιάζοντας προς εκλογές τίθενται τα ζητήματα κυβερνησιμότητας.
Την επόμενη μέρα των ευρωεκλογών ανοίγεται μπροστά ένας καθαρός πολιτικός ορίζοντας τριετίας. Με μια κυβέρνηση που δεν αμφισβητείται ουσιαστικά αλλά έχει ρωγμές στην εικόνα της, μια αξιωματική αντιπολίτευση εξαιρετικά αδύναμη και εγκλωβισμένη και με αρκετά συντηρητικά προτάγματα σαφώς ενισχυμένα.
* Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.