Αρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην «Κ»: Ο κίνδυνος πολιτικής ακινητοποίησης

Αρθρο του Ευάγγελου Βενιζέλου στην «Κ»: Ο κίνδυνος πολιτικής ακινητοποίησης

Σε αντίθεση με τη γενική εντύπωση ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις και πρωτοβουλίες, τολμώ την εκτίμηση ότι είναι πιθανότερο να προκαλέσει ουσιαστική πολιτική ακινητοποίηση

6' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε αντίθεση με τη γενική εντύπωση ότι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις και πρωτοβουλίες, τολμώ την εκτίμηση ότι είναι πιθανότερο να προκαλέσει ουσιαστική πολιτική ακινητοποίηση. Αυτό οφείλεται σε μια αλληλουχία στοιχείων που καθιστούν εύθραυστες τις ισορροπίες και δύσκολες τις επιλογές όσων κομμάτων κατέχουν ή επιδιώκουν να κατακτήσουν ένα εκλογικό ποσοστό κόμματος εξουσίας με πολυσυλλεκτική δυναμική. Η πρόκληση είναι μεγάλη και «οριζόντια», άρα είναι αναγκαίο να την περιγράψουμε όσο γίνεται ακριβέστερα.

Το πρώτο, κατά τη γνώμη μου, κρίσιμο στοιχείο είναι ότι στις ευρωεκλογές καταγράφηκε συσχετισμός περίπου 60/40% μεταξύ εν ευρεία εννοία συστημικών και εν ευρεία εννοία αντισυστημικών δυνάμεων. Στην πρώτη κατηγορία είναι, νομίζω, εύλογο να καταταγούν τα κόμματα που ασκούν ή άσκησαν κυβερνητική εξουσία με εξαίρεση την «αντισυμβατική» (για να το πω πολύ ευγενικά) περίοδο του πρώτου εξαμήνου του 2015. Με το κριτήριο αυτό μπορούν να αθροιστούν, για αναλυτικούς λόγους, τα ποσοστά που κατέγραψαν η Ν.Δ., ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ (εδώ πρέπει να προστεθούν, κατά τη γνώμη μου, η Νέα Αριστερά και οι Δημοκράτες). Τα ίδια άλλωστε κόμματα διατυπώνουν έναν πολιτικό λόγο που, παρά τις διαβαθμίσεις σοβαρότητας και αξιοπιστίας, κινείται εντός του φάσματος του λόγου των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που συνθέτουν το κεντρικό ρεύμα στην Ε.Ε. Στη δεύτερη κατηγορία μπορούμε, για τις ανάγκες της ανάλυσης, να τοποθετήσουμε όλα τα άλλα κόμματα παρότι η απόσταση από τον «ελαφρώς» έως τον «βαρέως» αντισυστημικό λόγο είναι μεγάλη.

Η ασυμμετρία του κομματικού συστήματος εντοπιζόταν έως τώρα στην υπερβολικά μεγάλη απόσταση που χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα, η οποία μειώθηκε σχεδόν στο μισό, ενώ ταυτοχρόνως μειώθηκε σημαντικά η απόσταση μεταξύ δεύτερου και τρίτου κόμματος, το δε άθροισμα της εκλογικής δύναμης του δεύτερου και του τρίτου κόμματος σχεδόν ισούται με τη δύναμη του πρώτου κόμματος. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η ασυμμετρία του κομματικού συστήματος, που επέτρεπε πάντως μεγάλη άνεση χειρισμών στο κόμμα της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, τίθεται σε αμφισβήτηση.

Η μέχρι τώρα απλή «ποσοτική» ασυμμετρία φαίνεται να δίνει τη θέση της σε μια πιο πολύπλοκη «ποιοτική» ασυμμετρία. Πρώτο στοιχείο της «ποιοτικής» αυτής ασυμμετρίας είναι, όπως είδαμε, η «συνύπαρξη» της Ν.Δ., του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ στη συστημική πτέρυγα παρότι η αίσθηση και των τριών κομμάτων είναι ότι εκπροσωπούν ριζικά διαφορετικές και ασύμβατες μεταξύ τους αντιλήψεις, η δε αντιπαράθεσή τους δίνει τον εκλογικό και κοινοβουλευτικό τόνο. Δεύτερο στοιχείο είναι το εντυπωσιακό ποσοστό που αθροίζουν οι οντότητες της αντισυστημικής πτέρυγας. Τρίτο στοιχείο, συνακόλουθο των δύο πρώτων, είναι το ανοικτό ερώτημα αν θα ήταν στο μέλλον πιθανή (όχι θεμιτή με κριτήρια μαχόμενης δημοκρατίας και ευρωπαϊκών αξιών) η συνεργασία συστημικών δυνάμεων με κάποιες από τις σήμερα εμφανιζόμενες ως αντισυστημικές.

Σημαντική παράμετρος αυτής της νέας «ποιοτικής» ασυμμετρίας του κομματικού συστήματος είναι βεβαίως και η εντυπωσιακή μείωση της συμμετοχής του εκλογικού σώματος, σε εκλογές θεσμικά «δεύτερης τάξης» που είχαν όμως αναχθεί από όλα τα κόμματα σε εκλογές «πρώτης τάξης» και το αποτέλεσμά τους εισπράττεται από όλους ως σημαντικό για τη σχέση πολιτικής αντιπροσώπευσης μεταξύ κοινωνίας και κομμάτων και για την πολιτική νομιμοποίηση αφενός μεν της κυβέρνησης και των επιλογών της, αφετέρου δε των κομμάτων της αντιπολίτευσης, της ηγεσίας τους και της στρατηγικής τους. Η μη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία διεκδικεί, σε ένα βαθμό που πρέπει να προσδιοριστεί με τη βοήθεια της επιστημονικής έρευνας, επιρροή εφάμιλλη της συμμετοχής. Πρόκειται για το μέρος της μη συμμετοχής που μπορούμε να ονομάσουμε «ενεργό αποχή».

Η ασυμμετρία του κομματικού συστήματος εντοπιζόταν έως τώρα στην υπερβολικά μεγάλη απόσταση που χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα στις εκλογές, η οποία μειώθηκε σχεδόν στο μισό. Η μέχρι τώρα απλή «ποσοτική» ασυμμετρία φαίνεται να δίνει τη θέση της σε μια πιο πολύπλοκη «ποιοτική» ασυμμετρία.

Μπορούμε τώρα να κάνουμε ένα ακόμη συλλογιστικό βήμα. Η ασυμμετρία του κομματικού συστήματος όπως αποτυπώθηκε στους συσχετισμούς των δεύτερων βουλευτικών εκλογών του 2023 είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα την ανάδειξη μονοκομματικής / αυτοδύναμης κυβέρνησης που πριμοδοτείται άλλωστε από το εκλογικό σύστημα της «ενισχυμένης αναλογικής». Είναι συνεπώς εύλογο να τίθεται το περαιτέρω ερώτημα αν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών εμπεριέχουν μια δυναμική αμφισβήτησης του σχήματος της αυτοδύναμης / μονοκομματικής κυβέρνησης και του αρχηγού της απόλυτης πλειοψηφίας / παντοδύναμου πρωθυπουργού ως του μόνου εφικτού και λειτουργικού σχήματος εντός του πλαισίου του ισχύοντος εκλογικού συστήματος για το οποίο πάντως δεν υπάρχει ένδειξη αλλαγής.

Εως τώρα απέφυγα να χρησιμοποιήσω όρους που παραπέμπουν στον άξονα αριστερά / δεξιά για να αναδείξω τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται το δίπολο συστημικών / αντισυστημικών δυνάμεων. Ομως οι ευρωεκλογές είναι ο θρίαμβος της αναλυτικής αξίας που εξακολουθεί να έχει ο παραδοσιακός άξονας αριστερά / δεξιά έστω και αν το μόνο προφανές από τον άξονα αυτό είναι το ποιος πολιτικός λόγος και κυρίως ποιες πρακτικές τοποθετούνται στην ακροδεξιά ή ακριβέστερα στην «άπω δεξιά», παρότι ο όρος στεγάζει πολλές και διάφορες εκδοχές που οι ίδιες δεν αποδέχονται τη συναρίθμησή τους. Αν το προφανέστερο είναι αυτό, το πιο ασαφές αλλά δημοκρατικά κρίσιμο και άρα πολύτιμο είναι το τι ορίζεται ως κέντρο. Ας το ορίσουμε, για τις ανάγκες της συζήτησης, ως απαιτητικό, απροκατάληπτο, πραγματιστικό αλλά και αξιακά ευαίσθητο όταν τίθενται ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου.

Εχω την εντύπωση ότι το κέντρο και η ακροδεξιά / άπω δεξιά προσδιορίζονται παραδόξως και τα δύο από τη στάση τους απέναντι στο φαινόμενο της συγκρουσιακής πολιτικής που δεν θέλει να αφήσει περιθώριο συναίνεσης ακόμη και εκεί όπου αυτή εύκολα προκύπτει. Η συγκρουσιακή πολιτική κυριάρχησε τη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης, κορυφώθηκε μέχρι αηδίας την περίοδο της οικονομικής κρίσης και περιέργως πώς συνεχίστηκε την περίοδο μετά την οικονομική κρίση παρά την εξαγγελία της επανόδου στην «κανονικότητα». Οι ακροδεξιές, εθνικιστικές, ταυτοτικές εκδοχές του λαϊκισμού, κάποιες από τις οποίες αυτοτοποθετούνται στην αριστερά, τρέφονται από τη συγκρουσιακή πολιτική. Οι δυνάμεις του κέντρου την απεχθάνονται με εξαίρεση την προστασία της φιλελεύθερης δημοκρατίας.

Η συγκρουσιακή αντίληψη και κυρίως το συγκρουσιακό ύφος στην άσκηση πολιτικής συγκαλύπτει άλλωστε το μεγάλο πρόβλημα της φιλελεύθερης / δυτικής / ευρωπαϊκής δημοκρατίας που θα ονόμαζα «πολιτική μικρού περιθωρίου». Προφανώς μπορεί να ακολουθείται ο ένας ή ο άλλος δρόμος ως προς τον γάμο των ομοφύλων, τα μη κρατικά ΑΕΙ, τη φορολογία της εργασίας και του κεφαλαίου και ειδικότερα των ελευθέρων επαγγελματιών, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τη συμφωνία των Πρεσπών, την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών κ.ο.κ. Αν ταξινομήσουμε όλες τις πολιτικές που εφαρμόζονται από τις τρέχουσες κυβερνήσεις σε όλες τις χώρες-μέλη της Ε.Ε. που σε γενικές γραμμές ανήκουν στο κεντρικό ρεύμα της ευρωπαϊκής πολιτικής, θα δούμε πολλές ενδιαφέρουσες ιδέες και πολλές παραλλαγές. Ομως ως προς τα βασικά οι επιλογές δεν είναι πολλές ούτε, συνολικά και τελικά κρινόμενες, ριζικά διαφορετικές καθώς οριοθετούνται εντός του ευρωπαϊκού και ευρύτερα του δυτικού πλαισίου αναφοράς.

Οταν συνεπώς σε εθνικό επίπεδο οι συσχετισμοί γίνονται πιο «στενοί» και η πολιτική ζήτηση δείχνει να διχάζεται όχι μεταξύ αριστεράς και δεξιάς αλλά μεταξύ κέντρου και ακροδεξιάς / άπω δεξιάς και κυρίως μεταξύ συστημικών και αντισυστημικών δυνάμεων, οι επιλογές γίνονται ακόμη πιο δύσκολες και πρέπει να έχουν πρακτικό περιεχόμενο από το οποίο, και όχι από τη ρητορική, απορρέει το αξιακό περιεχόμενό τους. Δεν υπάρχουν όμως επιλογές χωρίς κόστος και χωρίς διακινδύνευση. Αυτό αφορά πρωτίστως όλα τα κόμματα που διεκδικούν κυβερνητικό ρόλο. Το στοίχημα θα κερδηθεί, εκτιμώ, από αυτούς που θα διαβάσουν σε βάθος το μήνυμα της κάλπης των ευρωεκλογών και θα τολμήσουν να κάνουν δύσκολες, ουσιαστικές και όχι στερεότυπες επιλογές. Ο «οριζόντιος» μετριασμός των ποσοστών ανεβάζει τον πήχυ. Η ανακύκλωση ρητορικών σχημάτων και προσώπων προφανώς δεν αρκεί.

Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Οικονομικών και Εθνικής Αμυνας. Πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT