Δύο συν μία εναλλακτικές προσεγγίσεις με στόχο την «επανεκκίνηση» της κυβέρνησης και την ανάκτηση των απωλειών της Ν.Δ. στις πρόσφατες ευρωεκλογές –που σε σημαντικό βαθμό «επιμένουν», σύμφωνα με τον τελευταίο κύκλο δημοσκοπήσεων πριν από τη θερινή ανάπαυλα– βρίσκονται υπό εξέταση από το Μέγαρο Μαξίμου με ορόσημο την παρουσία του Κυρ. Μητσοτάκη, τον Σεπτέμβριο, στη ΔΕΘ. Σύμφωνα με την πρώτη, η κυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στην καθημερινότητα προωθώντας βελτιωτικές παρεμβάσεις σε τομείς όπως τα νοσοκομεία, οι συγκοινωνίες και τα σχολεία και επιδεικνύοντας άμεσα αντανακλαστικά όταν καταγράφονται οξυμένα προβλήματα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επικείμενη επιδότηση στα τιμολόγια ρεύματος. Στον αντίποδα υπάρχουν υποστηρικτές της άποψης ότι καμία κυβέρνηση δεν έχει επιτύχει «να κερδίσει τη μάχη της καθημερινότητας», καθώς οι πολίτες θεωρούν τις όποιες βελτιώσεις αυτονόητες και συνεχίζουν να εστιάζουν σε όσα προβλήματα επιμένουν. Ως εκ τούτου αντιτείνεται ότι η Ν.Δ. πρέπει να κινηθεί στη λογική των «κεντρικών στόχων»: δηλαδή, στη διακηρυγμένη επιδίωξη για καλύτερους μισθούς στο τέλος της τετραετίας να προστεθούν μερικά ακόμη «ορόσημα», με βάση την υλοποίηση των οποίων ο Κυρ. Μητσοτάκης θα ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής. Οσο για την τρίτη προσέγγιση, προβλέπει η κυβέρνηση να αναδείξει ως μεγάλο ζητούμενο την ενίσχυση του «πορτοφολιού των Ελλήνων» μέσω της καταπολέμησης της ακρίβειας όχι μόνο στα σούπερ μάρκετ, αλλά σε όλες τις πτυχές της –ρεύμα, θέρμανση, ακτοπλοϊκά εισιτήρια κ.λπ.–, όπως το 2020 είχε στρέψει όλη της την ενέργεια στη διαχείριση της πανδημίας, ενισχύοντας την Επιτροπή Ανταγωνισμού ή δημιουργώντας νέα εργαλεία. Το «μείγμα» των κυβερνητικών στοχεύσεων, με βάση τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι του Μεγάρου Μαξίμου, θα το αποφασίσει ο πρωθυπουργός, καθώς η Ν.Δ. θα επιδιώξει το φθινόπωρο να απεγκλωβιστεί από τη δημοσκοπική πίεση που ακολούθησε την ευρωκάλπη: Η Ν.Δ. διατηρεί το πλεονέκτημα ότι η πολιτική της ηγεμονία δεν αμφισβητείται από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Στον αντίποδα έχει να αντιμετωπίσει την υποχώρηση των δικών της δυνάμεων. Στις εξαμηνιαίες τάσεις της MRB με αναγωγή των αναποφάσιστων η Ν.Δ. κινείται στο 29,7% –κατά 1,4% υψηλότερα σε σχέση με τις ευρωεκλογές– έναντι 38,8% τον περασμένο Δεκέμβριο, ενώ στο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου καταγράφει ποσοστό 24,9%. Είναι προφανές, δηλαδή, ότι ένα τμήμα των ψηφοφόρων της δεν «αγνόησε» την κάλπη της 9ης Ιουνίου επειδή η αναμέτρηση είχε ασθενές διακύβευμα ή για «να πάει στις παραλίες», αλλά έχει λάβει αποστάσεις από τη Ν.Δ. και πρέπει «να ξανακερδηθεί». Σύμφωνα με έρευνες του Μαξίμου, πάντως, ένα τμήμα από όσους επέλεξαν να στείλουν μήνυμα στην κυβέρνηση στις ευρωεκλογές εμφανίζεται να κάνει δεύτερες σκέψεις δηλώνοντας πως εάν γνώριζε πως η Ν.Δ. θα περιοριζόταν στο 28,3%, θα επέλεγε να την ψηφίσει.
Προσωρινή η ανακωχή με Τσίπρα
Στους δέκα μήνες που βρίσκεται στο τιμόνι του ΣΥΡΙΖΑ, η μόνη βεβαιότητα που έχει διαμορφωθεί για τον Στέφανο Κασσελάκη είναι πως πρόκειται για έναν «απρόβλεπτο» πολιτικό που σε καμία περίπτωση δεν κινείται ευθύγραμμα στην εσωκομματική σκακιέρα. Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή του να ρίξει, την περασμένη εβδομάδα, τους τόνους έναντι του Αλ. Τσίπρα –για τα οικονομικά της Κουμουνδούρου– και των «87» μένει να αποδειχθεί κατά πόσον είναι συγκυριακή ή αποτελεί αναπροσαρμογή της στρατηγικής του με χρονικό βάθος. Στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης θεωρούν την πρώτη εκδοχή ως την επικρατέστερη. Οπως εκτιμούν, ο Στ. Κασσελάκης πιθανότατα θα επιδιώξει να «εκκαθαρίσει» πλήρως το τοπίο και να διασφαλίσει την κυριαρχία του στον ΣΥΡΙΖΑ στο προγραμματισμένο για τις αρχές Οκτωβρίου συνέδριο ή, προκαλώντας ο ίδιος μια εσωτερική κρίση, ακόμη νωρίτερα. Ο λόγος; Κατά τις ανωτέρω πηγές, εάν δεν το πράξει, ο χρόνος από το φθινόπωρο και μετά, με βάση το πολιτικό τοπίο που θα διαμορφωθεί, θα λειτουργεί εις βάρος του: Το ΠΑΣΟΚ στις 13 Οκτωβρίου, ημέρα διεξαγωγής του β΄ γύρου των εκλογών του, θα έχει επιλύσει το πρόβλημα ηγεσίας που αντιμετωπίζει είτε με την επανεκλογή Ανδρουλάκη ή με την ανάδειξη νέου προέδρου. Εχει, δε, αποδειχθεί πως διαδικασίες εκλογής αρχηγού από τη βάση πάντα προσδίδουν στο κόμμα που τις έχει υιοθετήσει πολιτική δυναμική. Επίσης, αναμένεται να επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση περί Κεντροαριστεράς. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που είναι «ελκυστικό» για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ –θετικά φαίνεται να το προσεγγίζει άνω του 60%–, αλλά στο οποίο, παρά την εκ μέρους του «εκδήλωση ενδιαφέροντος», ο Στ. Κασσελάκης δύσκολα μπορεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η στρατηγική Ανδρουλάκη
Σαφή πολιτική στόχευση και όχι μόνο προσπάθεια να υπερασπιστεί τα πεπραγμένα του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ συνιστά η επιλογή του Νίκου Ανδρουλάκη να χαρακτηρίζει ικανοποιητικό το αποτέλεσμα της αναμέτρησης της 9ης Ιουνίου, παρά το γεγονός ότι πέρασε κάτω από τον πήχυ της δεύτερης θέσης που είχε θέσει ως στόχο ενόψει ευρωεκλογών. Μάλιστα, η θετική αποτίμηση της επίδοσης του ΠΑΣΟΚ θα αποτελέσει κομβικό σημείο αναφοράς στη μάχη που θα δώσει για την επανεκλογή του – παράλληλα με τη θέση ότι «παρέλαβε από τη Φώφη Γεννηματά κόμμα» και δεν πρόκειται να παραδώσει «συνιστώσα». Η επιλογή του Ν. Ανδρουλάκη να επενδύσει πολιτικά στους δύο προαναφερθέντες «πυλώνες» βασίζεται και σε δημοσκοπικά ευρήματα: Περίπου οι μισοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ στις ευρωεκλογές πιστεύουν ότι το αποτέλεσμα συνιστά επιτυχία για τη Χαριλάου Τρικούπη. Επίσης, η πλειονότητα των ψηφοφόρων του –το 48% σύμφωνα με την MRB– επιθυμεί την αυτόνομη κάθοδο του κόμματος στις επόμενες εθνικές εκλογές, έναντι του 44% που προκρίνει τις συνεργασίες. Είναι προφανές πως τα ανωτέρω αριθμητικά δεδομένα προσφέρουν στον Ν. Ανδρουλάκη μια καλή εσωκομματική «βάση» εκκίνησης ενόψει της μάχης της 6ης Οκτωβρίου. Συνιστά, όμως, ερώτημα εάν θα αποδειχθούν επαρκή στην περίπτωση κατά την οποία στην εσωκομματική αναμέτρηση δεν προσέλθουν μόνο οι σταθεροί υποστηρικτές του ΠΑΣΟΚ, αλλά ένα ευρύτερο ακροατήριο που εκτιμάται πως μπορεί να ρυμουλκήσουν στις κάλπες υποψηφιότητες όπως του Χάρη Δούκα και της Αννας Διαμαντοπούλου. Πάντως, από την καμπάνια Ανδρουλάκη δεν θα απουσιάζει και η έμμεση αυτοκριτική, καθώς αναμένεται να δεσμευθεί για την εφεξής συχνή και ουσιαστική λειτουργία των κομματικών οργάνων.