Η πεντηκοστή επέτειος της Μεταπολίτευσης ως μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία και τα πενήντα χρόνια της περιόδου από το 1974 έως σήμερα, μας επιβάλλουν να ξανασκεφτούμε τη σχέση μας με τον ιστορικό χρόνο. Για την ακρίβεια, θα έλεγα, ότι η ίδια η αμφίσημη Μεταπολίτευση ως γεγονός και ως κατάσταση, ως μετάβαση και ως περίοδος είναι υπό κάθε εκδοχή της μια πρόκληση υπολογισμού του ιστορικού χρόνου. Είναι κατ’ αρχάς ο ελληνικός τρόπος εισόδου στο δεύτερο μισό του «σύντομου» 20ού αιώνα, που για εμάς συντελέστηκε με μεγάλη καθυστέρηση, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Π.Π. και δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την έναρξη του καταιγισμού των προκλήσεων της μετανεωτερικής εποχής. Είναι επίσης μια κοινή αφετηρία που μας επιτρέπει να βαδίζουμε παράλληλα και να συγκρινόμαστε ως χώρα με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (και όχι των Βαλκανίων), την Ισπανία και την Πορτογαλία, που εξήλθαν σχεδόν ταυτοχρόνως από δικτατορίες, άλλης υφής και πολύ μεγαλύτερης διαρκείας, αλλά πάντως δικτατορίες και άρα το στοίχημα ήταν κοινό: η εγκαθίδρυση δημοκρατικών συνταγμάτων, η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η ενσωμάτωση στη Δύση, η οικονομική ανάπτυξη, ο θεσμικός, κοινωνικός και οικονομικός εκσυγχρονισμός. Δεν είναι από την άποψη αυτή τυχαίο ότι μοιραστήκαμε με τις χώρες αυτές, αν και με κρίσιμες διαφορές, την εμπειρία της οικονομικής κρίσης στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.
Η Μεταπολίτευση ήταν συνεπώς εξαρχής ως στιγμή και παρέμεινε ως περίοδος ένας άξονας που είχε την ικανότητα να επεκτείνεται, καθώς το ζητούμενο ήταν διπλό: πρώτον, να μην αμφισβητηθεί το ιστορικό και θεσμικό της θεμέλιο και δεύτερον, να παρατείνεται όσο γίνεται περισσότερο η ισχύς του κεκτημένου που διαμόρφωνε σταδιακά. Αυτό που περιγράφω μπορεί να σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία τα τελευταία πενήντα χρόνια και μετά την εμπειρία αφενός της δικτατορίας και αφετέρου της οικονομικής κρίσης δείχνει να έχει αποκτήσει υψηλή αίσθηση ιστορικότητας και άρα ακόμη και όταν παρασύρεται από τη συγκυρία ξέρει εντέλει πώς εξελίσσονται τα κύματα του μακρού ιστορικού χρόνου. Αυτή είναι όμως μια θετική και αισιόδοξη προσέγγιση που εξωραΐζει την ελληνική κοινωνία και ανυψώνει τη σχέση της με την Ιστορία. Η ρεαλιστική ανάγνωση είναι ότι η ελληνική κοινωνία έχει καθηλωθεί από την αίσθηση ότι η Μεταπολίτευση ταυτίζεται με κεκτημένα, η αμφισβήτηση των οποίων τη φέρνει σε βαθιά αμηχανία, καθώς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτά. Αμηχανία τέτοια, που δεν της επιτρέπει καν να μεταβάλλει την περιοδολόγηση της Ιστορίας που γράφει, εκούσα άκουσα, η ίδια. Παραμένει κατά συνέπεια εντός του πλαισίου της Μεταπολίτευσης που λειτουργεί επί πενήντα χρόνια ως μια παράδοξη θερμοκοιτίδα που υποκαθιστά γενετικές ελλείψεις και της κοινωνίας και του κράτους. Τα πενήντα χρόνια που εξετάζουμε είναι το ένα τέταρτο των διακοσίων ετών βίου του ελληνικού κράτους. Στο γονιδίωμα της Μεταπολίτευσης έχουν ενσωματωθεί δεδομένα, μνήμες, στερεότυπα, σύνδρομα που προέρχονται από όλη αυτή την ιστορική διαδρομή (που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον εθνικό διχασμό και τον εμφύλιο πόλεμο) και δημιουργούν συχνά την αίσθηση ενός αταβισμού συγκρουσιακού, συχνά διχαστικού, γεωπολιτικά απλοϊκού, πίσω από τον οποίο διαμορφώνονται συναινέσεις που δεν δηλώνονται πανηγυρικά αλλά υπάρχουν και σταθερές στρατηγικές επιλογές που αφορούν την ένταξη στη Δύση. Αυτές επιτρέπουν να σώζεται μεγάλο μέρος του εκάστοτε κεκτημένου έστω την τελευταία στιγμή.
Σύνοψη, τομή και συνέχεια
Από την άποψη αυτή η μακρά υποπερίοδος της έκρηξης και των εμφανών συνεπειών της οικονομικής κρίσης, που καλύπτει μια σχεδόν δεκαετία (2009-2019), δηλαδή το ένα πέμπτο της συνολικής περιόδου, συνιστά ταυτοχρόνως σύνοψη, τομή και συνέχεια της Μεταπολίτευσης. Μπορούμε να δούμε τα χρόνια 2009-2019 ως σύγκρουση ανάμεσα αφενός μεν στη ρητορικά προοδευτική αλλά βαθιά και μυωπικά συντηρητική εμμονή στην ιδρυτική εκδοχή του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης, αφετέρου δε στην εναγώνια προσπάθεια να προστατευθεί το ουσιαστικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης: η δημοκρατία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, η συμμετοχή στον «πρώτο» κόσμο. Η Μεταπολίτευση διαχωρίστηκε τα χρόνια της κρίσης εις τα εξ ων συνετέθη και τα συστατικά της επιτέθηκαν το ένα στο άλλο. Η κοινωνία κλήθηκε να σταθμίσει πτυχές του κεκτημένου της Μεταπολίτευσης, δηλαδή να προβεί σε εξαιρετικά δύσκολες και αλλεπάλληλες σταθμίσεις συμφερόντων: ατομικών έναντι κοινωνικών, ειδικών και συντεχνιακών έναντι γενικών και καθολικών, οικονομικών έναντι πολιτικών, κομματικών έναντι εθνικών, συγκυριακών έναντι ιστορικών. Ολα πήγαν και ήλθαν πολλές φορές και η διαπίστωση ότι παρά τις απώλειες η χώρα στάθηκε όρθια είναι εντυπωσιακή και συνιστά τη σημαντικότερη απόδειξη πως η Μεταπολίτευση ως συνολικό κεκτημένο της χώρας αποφασίστηκε από τον ελληνικό λαό (με ό,τι σημαίνει ως αφαίρεση και ως συνεκδοχή «ελληνικός λαός») να διασωθεί και να συνεχιστεί έστω «εν ετέρα μορφή», όπως εμφανίστηκε ο Ιησούς στους μαθητές μετά την τριήμερη ταφή και την Ανάσταση.
Η οικονομική κρίση λειτούργησε συνεπώς ως μια σκληρή και απαιτητική αξιολόγηση της Μεταπολίτευσης βασισμένη σε έναν δύσκολο διαχωρισμό ανάμεσα στο πολύτιμο, παρά τα κενά, δημοκρατικό, αναπτυξιακό και κοινωνικό κεκτημένο της, που την καθιστά την επιτυχέστερη και ευτυχέστερη περίοδο της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας και τα διαρθρωτικά προβλήματα που επέβαλαν (χωρίς όμως αυτό να ήταν αναπόφευκτο και μοιραίο) την επώδυνη διόρθωση και ανακατανομή της περιόδου των μνημονίων. Μια ανακατανομή που, όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες κρίσεις, γέννησε νέες ανισότητες προσπαθώντας να διορθώσει παλιές, καθώς το θεμελιώδες ζητούμενο ήταν να αποφευχθεί η ασύντακτη χρεοκοπία, η έξοδος από την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. και η κατάρρευση του θεσμικού οικοδομήματος της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και ενός έστω προβληματικού αλλά πολύτιμου κοινωνικού κράτους.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν στα πενήντα χρόνια της περιόδου της Μεταπολίτευσης, από τα οποία τα τελευταία δεκαπέντε (2009- 2024) συνιστούν μια αλληλουχία κρίσεων και διακινδυνεύσεων, που δεν επιτρέπει σε κανέναν (άτομο ή συλλογικό υποκείμενο) να είναι αμέριμνος, απληροφόρητος, αφελής και κυρίως ανεπίγνωστος, η ελληνική κοινωνία είναι έτοιμη και ώριμη για μια απαιτητική άσκηση αυτογνωσίας. Για μια επανεξέταση του κεκτημένου της Μεταπολίτευσης που εξελίσσεται προφανώς με διαφορετικές ταχύτητες στα επιμέρους πεδία της: θεσμικό, κοινωνικό, δημοσιονομικό και αναπτυξιακό, πολιτικό.
Κατ’ αρχάς το καταγωγικό ιστορικό τραύμα της Μεταπολίτευσης εξακολουθεί να είναι απολύτως ανοικτό και να επικαθορίζει στο σύνολό της την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας και άμυνας. Υπάρχει αυτή η ανυπέρβλητη αντίφαση επάνω στην οποία θεμελιώθηκε η πορεία του έθνους τα τελευταία 50 χρόνια. Είναι 50 χρόνια αποκατεστημένης δημοκρατίας στην Ελλάδα, αλλά και 50 χρόνια συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής στο βόρειο τμήμα της Κύπρου. Η ανάπτυξη και η ευελιξία της κυπριακής οικονομίας, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε. και τη Ζώνη του Ευρώ, η αποφυγή νέας στρατιωτικής κρίσης στη Μεγαλόνησο δεν κρύβουν το τραύμα. Αλλωστε αυτό είχε επωαστεί πολύ πριν από το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας κατά του προέδρου Μακαρίου και την τουρκική εισβολή του 1974 και πάντως εξακολουθεί να επηρεάζει όλο το φάσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων στο οποίο περιλαμβάνονται, κυρίως λόγω των τουρκικών ισχυρισμών, ζητήματα που ανάγονται στο 1830, στο 1914, στο 1923, στο 1947, χωρίς να γίνεται επαρκής μνεία του γεγονότος ότι οι δύο χώρες εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ το 1952. Το διεθνοπολιτικό, για να μην πω γεωπολιτικό, θεμέλιο της Μεταπολίτευσης ήταν η επιστροφή στην αφετηρία της ίδιας της ύπαρξης του ελληνικού κράτους ως προϊόντος του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και των διεθνών συσχετισμών της εποχής και αυτό ισχύει εις πείσμα της ταυτοτικής αμφιταλάντευσης του ελληνικού έθνους και της κοινωνίας του μεταξύ μιας Δύσης που καλύπτει το κεκτημένο του και μιας Ανατολής που παραπέμπει σε μνήμες και ενοχές.
Το θεσμικό θεμέλιο της Μεταπολίτευσης, πρωτίστως το Σύνταγμα του 1975 με τις αναθεωρήσεις του (1986, 2001, 2008, 2019), που παρά το διαφορετικό κανονιστικό βάρος της καθεμιάς συντελέστηκαν όλες όπως ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, εξακολουθεί να ισχύει έχοντας ενσωματώσει τη δημοψηφισματική επιλογή της αβασίλευτης μορφής του πολιτεύματος και την ένταξη στο θεσμικό περιβάλλον του ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού πολιτισμού με την επάνοδο στο Συμβούλιο της Ευρώπης, την εκ νέου κύρωση της ΕΣΔΑ, την ένταξη στη σημερινή Ε.Ε. και την έννομη τάξη της με αίτηση, που όχι τυχαία υποβλήθηκε την επόμενη της θέσης σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Το θεσμικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης είναι προφανώς πολύ ευρύτερο του θεσμικού της θεμελίου, πολύτιμο αλλά και διάστικτο από προβλήματα, κενά, αντιφάσεις, παραβιάσεις που δοκιμάζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας, τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου και το επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εντός όμως του πλαισίου της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης δημοκρατίας και υπό διεθνή δικαστικό και πολιτικό έλεγχο. Στοιχείο συνεπώς του θεσμικού κεκτημένου της Μεταπολίτευσης που αξιολογείται με βάση τις αυστηρές προδιαγραφές του ευρωπαϊκού συνταγματικού κεκτημένου είναι και ένα διαρκές θεσμικό ζητούμενο υπέρ της ακεραιότητας της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της ικανότητάς της να αντιμετωπίζει νέες μεγάλες μετανεωτερικές προκλήσεις, αλλά και οπισθοχωρήσεις αρχαϊκού χαρακτήρα.
Η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης
Το κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης, που παρότι τροποποιήθηκε πολλές φορές τα πενήντα αυτά χρόνια, φέρει ακόμη τα χρώματα της περιόδου 1981-1989, τέθηκε, όπως σημειώθηκε, υπό ριζική αμφισβήτηση κατά την περίοδο των μνημονίων και ακόμη δεν έχει συναφθεί ένα νέο ολοκληρωμένο, ισορροπημένο και συμπεριληπτικό κοινωνικό συμβόλαιο. Με αποτέλεσμα να διατηρείται και να οξύνεται κατά διαστήματα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, όψη της οποίας είναι η ασυμμετρία του κομματικού συστήματος, που με παραλλαγές συνιστά από το 2012 το πιο σημαντικό πολιτικό, θεσμικό αλλά και αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας. Η κρίση αντιπροσώπευσης οδηγεί στην κρίση νομιμοποίησης και διασταυρώνεται με τα γενετικά προβλήματα του κράτους και ιδίως των βασικών θεσμικών του συστημάτων, της διοίκησης και της δικαιοσύνης, αλλά ας μείνουμε στη μεγάλη εικόνα. Η απουσία ανανεωμένου και ισχύοντος κοινωνικού συμβολαίου είναι, εκτιμώ, το βασικό ζήτημα της περιόδου αυτής, που εμφανίζεται ως επάνοδος στην κανονικότητα και προφανώς είναι άλλης τάξης από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πρέπει όμως να έχει πρώτο στόχο της την ανάπτυξη όλων των αντισωμάτων που θα τη θωρακίσουν έναντι των εντεινόμενων κινδύνων μιας μόνιμης πολυ-κρίσης (perma and multi crisis), μέσα σε ένα αβέβαιο και ρευστό κόσμο της διακινδύνευσης.
ΤΙ ΚΡΑΤΑΩ: Την υψηλή αίσθηση ιστορικότητας που μετά την εμπειρία αφενός της δικτατορίας και αφετέρου της οικονομικής κρίσης δείχνει να έχει αποκτήσει η ελληνική κοινωνία.
ΤΙ ΑΦΗΝΩ: Τη συντηρητική εμμονή στην ιδρυτική εκδοχή του κοινωνικού και πολιτικού συμβολαίου της Μεταπολίτευσης.
Από την άποψη αυτή, δυστυχώς οι ταυτοτικές και στρατηγικές επιλογές της Μεταπολίτευσης που δοκιμάστηκαν αλλά επιβεβαιώθηκαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, δηλαδή η δυτική και ευρωπαϊκή επιλογή, όπως και η σημασία της εταιρικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, έχουν προφανώς πάντα τη μεγάλη αξία τους, αλλά δεν επαρκούν, καθώς η ίδια η Δύση, η ίδια η Ευρώπη εκπέμπει διαρκώς το μήνυμα της στρατηγικής αβεβαιότητας. Μέσα συνεπώς από μια ενδιαφέρουσα ιστορική αντινομία, η εποχή της μειωμένης εθνικής κυριαρχίας και του «κράτους-μέλους», επιβάλλει να ενισχύονται όλες οι παράμετροι της εθνικής ισχύος, όχι μόνο οι στενά αμυντικές, αρχής γενομένης από τη θωράκιση των θεσμών, της κοινωνικής συνοχής, της δημοσιονομικής ευστάθειας. Προφανώς αυτό δεν αναιρεί τη σημασία της δυτικής ταυτότητας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, τα εντάσσει όμως όλα αυτά στο πλαίσιο της ιστορικής επίγνωσης και της αίσθησης της πραγματικότητας.
*Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Εθνικής Αμυνας, Οικονομικών. Πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ.