«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»

Συνέντευξη του πρώην υπουργού και προέδρου του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής στον Αλέξη Παπαχελά

απέξω-ο-κόσμος-να-γιορτάζει-για-την-έλ-563148730

Πώς μεγαλώσατε, πόσο βιώσατε τους πολέμους που ζούσε η Ελλάδα τότε;

Γεννηθήκαμε σε ένα χωριό που επί οθωμανικής κυριαρχίας ονομαζόταν Κιούπκιοϊ κι αργότερα μετονομάστηκε σε Πρώτη. Ήμασταν μια δεκαμελής οικογένεια – οι γονείς μας και οκτώ παιδιά. Ο Πρόεδρος ήταν ο πρώτος, γεννήθηκε το 1907, κι εγώ ο τελευταίος, γεννήθηκα το ’29.

Ο πατέρας μας ήταν δάσκαλος. Ήταν από εκείνους που είχαν οργανωθεί στον Μακεδονικό Αγώνα. Συμμετείχε πολύ ενεργά. Μέσα στο σπίτι μας είχαμε το πλεονέκτημα να έχουμε ένα πηγάδι κάτω από τη σκάλα. Εκεί έκρυβε τα όπλα ο πατέρας. Οι Τούρκοι, και ιδίως οι Βούλγαροι, επανειλημμένως είχαν αναζητήσει τα όπλα του πατέρα. Έψαξαν πολλές φορές να τα βρουν. Γιατί είχαν πληροφορίες. Όμως ποτέ δεν τα βρήκαν. Και το πηγάδι υπάρχει ακόμα. Και τα τουφέκια.

Την περίοδο εκείνη η οικογένεια Καραμανλή πλήρωσε ακριβά τη συμμετοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα… Οι Βούλγαροι, όταν καταλάμβαναν τη Μακεδονία, συνήθως παίρνανε ομήρους για να δουλεύουνε στα διάφορα έργα στη Βουλγαρία. Από την οικογένειά μας πήγανε τρεις. Ο πατέρας [σ.σ.: το 1917], ένας αδελφός του κι ένας ξάδελφός του. Τρεις Καραμανλήδες πήγαν και μόνο ένας επέστρεψε, ο πατέρας… Έχω μάλιστα και μία φωτογραφία: τον πατέρα που είναι όμηρος∙ κρατάει ένα φτυάρι και δίπλα του είναι ο Βούλγαρος, ο οποίος έκανε κουμάντο. Όταν, μάλιστα, ο Πρόεδρος επισκέφθηκε τον Ζίφκοφ [σ.σ.: επίσκεψη Κων. Καραμανλή στη Βουλγαρία, Ιούλιος 1975], του είπε αυτή την ιστορία, ότι δηλαδή ο αιχμάλωτος πατέρας μας έσκαβε στα έργα τους.

Ο πατέρας μου, όπως σας είπα, ήταν δάσκαλος στα Λακοβίκια-Μεσολακιά. Αλλά, λόγω της δράσης του, απολύθηκε από τους Τούρκους. Έπειτα όλοι μας δουλεύαμε στα καπνά.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-1
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αναχωρεί για τη Ζυρίχη στις 18 Ιουνίου 1963, μία εβδομάδα μετά την παραίτησή του από τη θέση του πρωθυπουργού. Φωτ. Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»

Πώς σφράγισε τον Πρόεδρο η κατάρα του διχασμού;

Το χωριό μας ήταν χωρισμένο σε Βενιζελικούς και Λαϊκούς [σ.σ.: υποστηρικτές του Λαϊκού Κόμματος]. Ο πατέρας μου ήταν αρχηγός των Λαϊκών όλης της περιοχής. Υπήρχε, λοιπόν, μια διαρκής αντιπαλότητα μεταξύ Βασιλικών και Βενιζελικών. Όλη αυτή την περιπέτεια ο Πρόεδρος την έζησε τόσο έντονα, που ορκίστηκε την κατάρα του διχασμού να τη σταματήσει. Αυτός ήταν ο στόχος του από νέος, όταν σπούδαζε. Γι’ αυτό και σ’ όλη την πολιτική του διαδρομή ουδέποτε έβρισε πολιτικό του αντίπαλο. Πολιτικά μπορεί να έκανε αντίλογο, κι αν θέλεις κάποιες φορές αυστηρό, πάντοτε όμως πολιτισμένο. Αλλά να βρίσει πολιτικό…, δεν το έκανε ποτέ. Αντιθέτως, οι πολιτικοί του αντίπαλοι έβριζαν τον Καραμανλή και επιδίωκαν με προσωπικές επιθέσεις να τον πληγώσουν πολιτικά. Ο Καραμανλής, όμως, ουδέποτε ανταπέδωσε. Διότι δεν ήθελε να συνεχίσει το καρκίνωμα του διχασμού. Ήθελε να το ενταφιάσει.

Το 1963 ο Πρόεδρος έφυγε και ξαναγύρισε, χωρίς όμως να τα βάλει με τα Ανάκτορα. Γιατί;
Για να μην αναβιώσει ο διχασμός… Ο Καραμανλής, όταν έφυγε από την Ελλάδα [σ.σ.: Ιούνιος 1963], πήρε στο τηλέφωνο τον βασιλιά Παύλο και του είπε: «Εγώ θα φύγω και δεν θα γυρίσω». Και πήγε στην Ελβετία. Όταν ήταν να γίνουν οι εκλογές του 1963 [σ.σ.: Νοέμβριος], του τηλεφώνησε ο Παύλος και του ζήτησε να επιστρέψει. Ο Καραμανλής δεν ήθελε να επιστρέψει. Τον παρακάλεσε ο Παύλος και γύρισε. Τις εκλογές, μάλιστα, εκείνες θα μπορούσε να τις κερδίσει. Αν έλεγε μία κουβέντα για τα Ανάκτορα… Γιατί δεν την είπε; Γιατί βίωμά του ήταν ο διχασμός. Και δεν ήθελε αυτός να γίνει η αιτία ενός νέου διχασμού. Ήθελε να ενταφιάσει το καρκίνωμα αυτό που τόσο ταλαιπώρησε την Ελλάδα. Αυτό διέτρεχε όλη του την πολιτική πορεία.

Πώς μάθατε ότι έγινε πραξικόπημα;

Όταν έγινε το πραξικόπημα το ’67, διέδιδαν οι πραξικοπηματίες ότι το έκαναν για να φέρουν δήθεν πίσω τον Καραμανλή. Αυτό το έλεγαν μέχρι που έκανε ο Καραμανλής την πρώτη του δήλωση, επικρίνοντας το πραξικόπημα και προειδοποιώντας για τους κινδύνους που εγκυμονούσε για τη χώρα. Την επομένη του πραξικοπήματος, εγώ επρόκειτο να πάω στο Παρίσι για να δω τον αδελφό μου. Έμενα στην οδό Αριστοτέλους. Κατά τις δύο τα ξημερώματα, μου τηλεφωνεί ένας φίλος, ο Γεώργιος Τσανάκας. Ήμασταν μαζί στο ιδιαίτερο γραφείο του Προέδρου. Αυτός έμενε στην οδό Ξενοκράτους, στην ίδια πολυκατοικία με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Είδε ότι τα τανκς είχαν βγει στους δρόμους, με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει: «Αχιλλέα, έγινε κίνημα, πιάσανε τον Κανελλόπουλο, φρόντισε να μη σε πιάσουν!». Σηκώθηκα κι έφυγα εκείνο το βράδυ και πήγα και κοιμήθηκα στο σπίτι ενός φίλου μου για πέντε-έξι μέρες. Κι όπως μου είπε ο θυρωρός της πολυκατοικίας μου, αυτοί πήγανε δυο-τρεις φορές στην οδό Αριστοτέλους και ψάξανε να με βρουν…

Πόσο τακτικά πηγαίνατε στον Πρόεδρο και τι μηνύματα μεταφέρατε;

Πήγαινα πολύ τακτικά. Και ουσιαστικά διατηρούσα την επαφή του με τον πολιτικό κόσμο. Είτε μετέφερα μηνύματα που δεν ήθελε ο Πρόεδρος να τα στείλει γραπτώς, είτε μετέφερα επιστολές. Του Τσάτσου, του Παπακωνσταντίνου, του Κανελλόπουλου, του Ράλλη, του Παπαληγούρα και του Αβέρωφ. Όλων των συνεργατών του Καραμανλή.

Από τα αμερικανικά αρχεία προκύπτει ότι ο πρέσβης Τάσκα ζητούσε, μέσω υμών, να συναντήσει τον Πρόεδρο στο Παρίσι την άνοιξη του 1974, αλλά εσείς αρνηθήκατε. Γιατί; Θεωρούσε ο Πρόεδρος ότι οι ΗΠΑ είχαν πλέον ταυτιστεί υπερβολικά με τη χούντα, ήθελε να δώσει κάποιο μήνυμα;
Πράγματι, ο πρέσβης Τάσκα με ειδοποίησε ότι θα ήθελε να συναντήσει τον Πρόεδρο στο Παρίσι. Εγώ ενημέρωσα τον Πρόεδρο κι εκείνος μου είπε να μεταβιβάσω στον Τάσκα ότι την εποχή εκείνη θα έλειπε σε ταξίδι εκτός Παρισίων.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-2
23 Ιουλίου 1974: Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο αεροδρόμιο Μπουρζέ του Παρισιού, λίγο πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο που θα τον μεταφέρει από τη Γαλλία στην Ελλάδα. Φωτ. Manuel Litran / Paris Match via Getty Images / Ideal Image

Τι γνώμη είχε για τον Γκιζίκη;

Α.Κ.: Ο Πρόεδρος πίστευε ότι μετά τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, αλλά και μετά τη χαοτική επιστράτευση, το καθεστώς πλέον κατέρρεε. Και το μήνυμα που έστειλε ο Ιωάννης Ντάβος από πάνω [σ.σ.: από τη Βόρεια Ελλάδα] ότι θα κατέβει και θα τους ανατρέψει, το έλαβαν πολύ σοβαρά υπόψη τους ο Γκιζίκης και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων. Γι’ αυτό και ο Καραμανλής έκανε τον Ντάβο αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού [σ.σ.: Αύγουστος 1974]. Αντιλαμβανόμενος ο Γκιζίκης τους κινδύνους από το εσωτερικό χάος και την εθνική κρίση, αποφάσισε με τους άλλους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων να καλέσουν τους πολιτικούς.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-3
Ο Φαίδων Γκιζίκης τον Ιούλιο του 1974. Φωτ. Keystone / Getty Images / Ideal Image

Θυμάστε πώς μάθατε εσείς τα νέα για την κατάρρευση της χούντας και την πρόσκληση προς τον Πρόεδρο να επιστρέψει;

Αξίζει πραγματικά να θυμηθούμε σήμερα το βράδυ της 23ης Ιουλίου πριν 50 χρόνια και ό,τι επακολούθησε. Γιατί, όπως πολλές φορές είχε τονίσει ο Πρόεδρος, από την Ιστορία πρέπει να μπορούμε να αντλούμε τα σωστά διδάγματα.

Από το πρωί εκείνης της ημέρας, που άρχισαν οι συζητήσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων στο γραφείο του στρατηγού Γκιζίκη στη Βουλή, τα ραδιόφωνα μετέδιδαν συνεχώς ειδήσεις για τις εξελίξεις στη σύσκεψη. Στο μεταξύ, ενημέρωνα κι εγώ τον Πρόεδρο για όσα μάθαινα από τα ραδιόφωνα, για τις έκτακτες εκδόσεις της Βραδυνής και άλλων εφημερίδων, αλλά και από τις συνομιλίες μου με τον Κ. Τσάτσο, τον Κ. Παπακωνσταντίνου και τον Γ. Ράλλη. Όταν τα ραδιόφωνα άρχισαν να μεταδίδουν ότι έρχεται ο Καραμανλής από το Παρίσι και κυκλοφόρησε έκτακτο φύλλο η Βραδυνή με τον τίτλο «ΕΡΧΕΤΑΙ», το κέντρο της Αθήνας πλημμύρισε με κόσμο. Αυτό το ανεπανάληπτο ξέσπασμα του ελληνικού λαού με τα αναμμένα κεριά και το σύνθημα «ΕΡΧΕΤΑΙ» μου έχει μείνει αλησμόνητο. Ο κόσμος πίστευε ότι η χούντα είχε πέσει. Η χούντα μπορεί να παρέδωσε την εξουσία τη νύχτα της 23ης Ιουλίου, αλλά τα παρακλάδια του Ιωαννίδη ξεριζώθηκαν από τον Καραμανλή μήνες μετά.

Εκείνο το βράδυ, και αφού ο Καραμανλής είχε μιλήσει με τον Γκιζίκη, τον Αβέρωφ και την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Kώστα Χρυσοστάλη, που ήταν τότε γραμματέας του Προέδρου στο Παρίσι. Ο Χρυσοστάλης μού έδωσε τον Πρόεδρο στο τηλέφωνο, που λακωνικός, όπως πάντα, μου είπε: «Έρχομαι. Κοίταξε να δεις πού μπορούμε να μείνουμε τις πρώτες μέρες». Μου ζήτησε, για λόγους ασφάλειας και γιατί εύλογα ήθελε να βρίσκεται στο κέντρο, να προσπαθήσω να βρω δωμάτια στη «Μεγάλη Βρεταννία». Και μου είπε να τον περιμένω στο αεροδρόμιο.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-4
24 Ιουλίου 1974, αεροδρόμιο Ελληνικού. Η στιγμή της επανόδου του Κων. Καραμανλή στην Ελλάδα. Φωτ. Gilbert UZAN / Gamma-Rapho via Getty Images / Ideal Image

Είχε κάποιους ενδοιασμούς για το αν έπρεπε να επιστρέψει και να αναλάβει τα ηνία της χώρας, όταν έλαβε το τηλεφώνημα του Γκιζίκη; Και τελικά πώς ήρθε στην Αθήνα;

Ο Πρόεδρος δεν δίστασε την ώρα που η πατρίδα τον καλούσε να αναλάβει την ευθύνη της διακυβέρνησης, και μάλιστα σε συνθήκες εξαιρετικά κρίσιμες. Γιατί ο Καραμανλής καλούνταν να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα και εσωτερικούς κινδύνους, όπως η αναρχία και το χάος, και εξωτερικούς κινδύνους, όπως το ενδεχόμενο πολέμου με την Τουρκία. Η κατάρρευση της δικτατορίας, μετά την εισβολή στην Κύπρο και το φιάσκο της επιστράτευσης, είχε δημιουργήσει ένα επικίνδυνο κενό εξουσίας. Αυτά ο Πρόεδρος, με την πείρα και τη σύνεση που τον χαρακτήριζαν, τα αντιλαμβανόταν.  
Οι εξελίξεις, λοιπόν, ήταν ραγδαίες και μετά τη συνομιλία που είχε με τον Αβέρωφ, τον Γκιζίκη και τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων, αναζητήθηκε τρόπος άμεσης επιστροφής. Από την Αθήνα πρότειναν να στείλουν αεροσκάφος για να τον μεταφέρει από το Παρίσι. Εντωμεταξύ όμως, ο Γάλλος Πρόεδρος Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, ο οποίος είχε πληροφορηθεί τις εξελίξεις, πήρε τηλέφωνο τον Πρόεδρο και του είπε ότι έθετε στη διάθεσή του το προεδρικό αεροσκάφος της Γαλλίας. Το αεροσκάφος αναχώρησε στις 10 το βράδυ της 23ης Ιουλίου από το Μπουρζέ. Τον Πρόεδρο συνόδευαν στο ταξίδι της επιστροφής ο Τάκης Λαμπρίας, ο Κώστας Χρυσοστάλης και ο Μιχάλης Λιάπης.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία του όταν έφτασε στην Αθήνα; Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που σας είπε όταν επέστρεψε;

Η ανησυχία του φαίνεται από τα λίγα λόγια που είπε στους δημοσιογράφους, αναχωρώντας από το Παρίσι. Τους είπε: «Δεν μπορώ να προβώ σε οποιαδήποτε δήλωση, γιατί αυτήν τη στιγμή δεν γνωρίζω την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να ζητήσω να προσεύχεστε για μένα».

Στο αεροδρόμιο, όπου πήγα για να τον παραλάβω, υπήρχε πλήθος κόσμου που τον περίμενε. Μόλις προσγειώθηκε το αεροσκάφος, ο κόσμος έσπασε την αλυσίδα του ελέγχου και έφτασε δίπλα στη σκάλα του αεροσκάφους. Από εκεί ο Πρόεδρος κατάφερε, με τη συνοδεία των αστυνομικών, ανάμεσα στο πλήθος που παραληρούσε, να ανέβει σε ένα στηθαίο για να απευθυνθεί στον κόσμο. Υπήρχε πολύς θόρυβος και θυμάμαι ότι ο Πρόεδρος είπε λίγα λόγια χωρίς μικρόφωνο, φανερά συγκινημένος. Ζήτησε ενότητα, σωφροσύνη και υπομονή. Τόνισε πως στη ζωή των εθνών υπάρχουν κρίσεις που μπορεί να αποτελέσουν αφετηρία αναγέννησης. Μετά επιβιβάστηκε στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο που είχε σταλεί για να τον μεταφέρει στο γραφείο του Γκιζίκη, στη Βουλή, όπου συνεδρίαζε η πολιτική ηγεσία με τους αρχηγούς των Ενόπλων Δυνάμεων. Εγώ μπήκα στο συνοδευτικό της ασφάλειας και ο Λαμπρίας, ο Χρυσοστάλης και ο Λιάπης ακολούθησαν με ένα άλλο αυτοκίνητο. Στο συνοδευτικό αυτοκίνητο που επιβιβάστηκα είχαν ανοιχτή τη μοτορόλα, το σύστημα ασυρμάτου, και μπορούσα να ακούω τι λέγανε οι αστυνομικοί μεταξύ τους. Άκουσα, λοιπόν, ένα απερίγραπτο υβρεολόγιο εναντίον του Καραμανλή, αλλά και απειλές για τη ζωή του. Πήγαν να το κλείσουν, αλλά δεν τους άφησα. Ήταν μια σοκαριστική εμπειρία. Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές. Πήγα στη «Μεγάλη Βρεταννία» για να συνεννοηθώ για τα δωμάτια και περίμενα τον Πρόεδρο, που ήρθε τις πρωινές ώρες μετά την ορκωμοσία του. Του ανέφερα αυτά που είχα ακούσει στο συνοδευτικό και με ρώτησε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε για την ασφάλειά του. Πρότεινα να συγκεντρώσω μερικούς έμπιστους χωροφύλακες με καταγωγή από τις Σέρρες. Τότε υπήρχε Αστυνομία Πόλεων και Χωροφυλακή στην επαρχία. Το εκμυστηρεύτηκα και στον Σόλωνα Γκίκα, όταν ανέλαβε υπουργός Δημοσίας Τάξεως, και συμφώνησε. Πράγματι, μπόρεσα και συγκέντρωσα μια ομάδα χωροφυλάκων που ανέλαβαν την ασφάλεια του Προέδρου.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-5
24 Ιουλίου 1974. Ο Καραμανλής βγαίνει από το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία», στο οποίο διέμενε τις πρώτες ημέρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα. Φωτ. Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»

Έχει γραφεί ότι άλλαζε συχνά τόπο διανυκτέρευσης και ότι ήταν εξαιρετικά δρακόντεια τα μέτρα προστασίας του εκείνες τις πρώτες μέρες και εβδομάδες. Ισχύει; Μπορείτε να μας περιγράψετε εκείνη την περίοδο;

Λίγες μέρες μετά την επιστροφή, ήρθε ο Μίκης Θεοδωράκης στη «Μεγάλη Βρεταννία» να δει τον Πρόεδρο. Είδε έξω από το δωμάτιό του τους αστυνομικούς, και ανάμεσα σε αυτούς φαίνεται ότι αναγνώρισε κάποιους δεσμοφύλακές του. Και είπε του Προέδρου: «Αυτοί που σας φυλάνε μια μέρα θα σας δέσουν!». Ο Πρόεδρος χαμογέλασε και, δείχνοντας εμένα, είπε στον Μίκη: «Ο αδελφός μου είναι υπεύθυνος για την ασφάλειά μου». Στη «Μεγάλη Βρεταννία» μείναμε με τον Πρόεδρο σχεδόν τρεις μήνες πρωτίστως για λόγους ασφάλειας αλλά και γιατί ήταν πολύ κοντά στο γραφείο του στη Βουλή.

Την ίδια εποχή, ο Αβέρωφ αλλά και ο Γκίκας μάς ενημέρωναν ότι υπήρχαν κινήσεις αμετανόητων ιωαννιδικών αξιωματικών, οι οποίοι ετοίμαζαν πραξικόπημα. Οι αξιωματικοί αυτοί μαζεύονταν σε σπίτια στην περιοχή του Παπάγου και σχεδίαζαν πώς θα δράσουν. Ο Αβέρωφ και ο Γκίκας τόνισαν ότι η ασφάλεια στο ξενοδοχείο έπρεπε να ενισχυθεί. Ο Αβέρωφ πρότεινε να συγκροτήσουμε μια ομάδα έμπιστων αξιωματικών που είχε αποστρατεύσει η χούντα, υπό τον Άγγελο Πνευματικό, για να ενισχύσουμε τη φύλαξη του ξενοδοχείου. Πράγματι, συνεννοήθηκα με τον Πνευματικό, που συγκέντρωσε μια ομάδα απόστρατων αξιωματικών, οι οποίοι, μαζί με τους χωροφύλακες που είχα επιλέξει, φυλάγανε το ξενοδοχείο. Τα μηνύματα όμως είχαν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο απειλητικά και γι’ αυτό έπεισα τον Πρόεδρο να κοιμόμαστε σε διαφορετικά μέρη τα βράδια όταν είχαμε πληροφορίες ότι υπήρχε κίνδυνος. Κατεβαίναμε κρυφά, αργά τα βράδια, με το ασανσέρ υπηρεσίας και βγαίναμε από τη Βουκουρεστίου, όπου μας περίμενε αυτοκίνητο με έναν έμπιστο οδηγό. Τα πρώτα βράδια τα περάσαμε σε μικρά σκάφη φίλων σε διαφορετικά λιμανάκια της Αττικής. Όταν το έμαθε ο Γκίκας, έγινε έξαλλος: «Τι είναι αυτά που κάνεις;», μου είπε. «Καταλαβαίνεις ότι εκεί που πάτε μπορεί να σας πιάσουν κι εγώ δεν θα έχω ιδέα για να σας προστατεύσω;» Αυτό συνεχίστηκε, εν γνώσει του Γκίκα πλέον, σε ασφαλή μέρη και για αρκετό καιρό.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-6
Από την ορκωμοσία του δεύτερου κλιμακίου υπουργών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον 
Κων. Καραμανλή, στις 26 Ιουλίου 1974. Φωτ. Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»

Ποιοι ήταν οι βασικοί άνθρωποι γύρω του και ποιος ο ρόλος τους;

Οι πιο κοντινοί άνθρωποι του Προέδρου ήταν ο Πασχάλης Κόντας, διευθυντής του γραφείου του στην οκταετία (1955-1963), κι εγώ. Ο Κόντας ήταν έξω από το γραφείο του στη Βουλή κι εγώ στο διπλανό γραφείο. Ο Τάκης  Λαμπρίας ανέλαβε υφυπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης. Ο Πέτρος Μολυβιάτης αργότερα ανέλαβε διευθυντής του Διπλωματικού Γραφείου του πρωθυπουργού και μετά η Λένα Τριανταφύλλη ανέλαβε γραμματέας του Προέδρου.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-7
2 Δεκεμβρίου 1974. Ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής υποδέχεται τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Φωτ. © Keystone / Hulton Archive / Getty Images / Ideal Image

Ποιοι ήταν οι άνθρωποι-κλειδιά στην προσπάθειά του να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση στη δημοκρατία, την αποδυνάμωση των χουντικών στις Ένοπλες Δυνάμεις και τον πολιτικό τους έλεγχο;

Ο Καραμανλής έδρασε αστραπιαία. Στις 4 το πρωί της 24ης Ιουλίου είχε ορκιστεί πρωθυπουργός και το απόγευμα της ίδιας μέρας είχε ήδη σχηματίσει κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Στην κυβέρνηση αυτή εκπροσωπούνταν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, με αντιπρόεδρο τον αρχηγό της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιο Μαύρο.

Όλα τα μέλη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας υπό τον Καραμανλή συνέβαλαν αποφασιστικά στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Τον βασικό ρόλο για τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας τον είχαν ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Σόλων Γκίκας, που ήταν υπουργοί του και στην οκταετία (1955-1963). Ο πρώτος ανέλαβε το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και ο δεύτερος το Υπουργείο Δημόσιας Τάξεως. Και οι δύο ήταν βασικά στηρίγματα του Προέδρου, και η συμβολή τους στην αποδυνάμωση των χουντικών και στον πολιτικό έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν αποφασιστική. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν, επίσης, ο Ιωάννης Ντάβος, που ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού, και ο Αγαμέμνων Γκράτσιος, που ήταν τότε διοικητής της ΑΣΔΕΝ [σ.σ.: Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Εσωτερικού και Νήσων]. Πέραν αυτών, οι πλέον στενοί συνεργάτες του ήταν ο Γεώργιος Ράλλης, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου και ο Τάκης Λαμπρίας.

Λίγο πριν από τη δεύτερη τουρκική εισβολή, απαίτησε την απομάκρυνση κρίσιμων στρατιωτικών μονάδων από το λεκανοπέδιο, την οποία αρχικώς αρνήθηκαν οι αρχηγοί. Αληθεύει ότι τους απείλησε πως θα παραιτηθεί και θα απευθυνθεί απ’ ευθείας στον ελληνικό λαό; Πόσο κρίσιμη ήταν εκείνη η αντιπαράθεση;

Στις 11 Αυγούστου υπήρχε μια προγραμματισμένη σύσκεψη, στην οποία θα μετείχαν ο Γκιζίκης, ο υπουργός Εθνικής Αμύνης Ευάγγελος Αβέρωφ, ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως Σόλων Γκίκας και η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, για να ενημερωθεί ο πρωθυπουργός για τη στρατιωτική κατάσταση της χώρας. Το πρωί της 11ης Αυγούστου, πριν από τη σύσκεψη, πληροφορήθηκε ο Πρόεδρος από τον Αβέρωφ και τον Γκίκα ότι δυνάμεις ελεγχόμενες από τον Ιωαννίδη θα επιχειρούσαν πραξικόπημα για να ανατρέψουν την κυβέρνηση και να συλλάβουν τον Καραμανλή. Ο Πρόεδρος πήγε στη σύσκεψη στις 11 το πρωί και είπε αγανακτισμένος στους αρχηγούς των Επιτελείων ότι «δεν μπορώ να κυβερνάω τη χώρα υπό την απειλή πραξικοπήματος». Και τους ζήτησε να του δηλώσουν κατηγορηματικά αν ελέγχουν ή όχι τις Ένοπλες Δυνάμεις. Οι μεν αρχηγοί του Ναυτικού και της Αεροπορίας, Π. Αραπάκης και Αλ. Παπανικολάου, δήλωσαν ότι τις ελέγχουν. Ο αρχηγός του Στρατού Ανδρ. Γαλατσάνος αλλά και ο ΑΓΕΕΘΑ Γρ. Μπονάνος είπαν ότι υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών που παραμένουν αμετανόητοι. Ο Πρόεδρος τους είπε ότι πρέπει να τους ελέγξουν και να απομακρύνουν τις μονάδες από την Αττική, μετακινώντας τες στα σύνορα, αλλιώς να παραιτηθούν. Και τους έθεσε προθεσμία έως τις δύο το μεσημέρι για να του πουν αν αναλαμβάνουν αυτήν την ευθύνη. Αν δεν συμμορφώνονταν, τους απείλησε ότι θα καλούσε τον λαό στο Σύνταγμα να κάνει αυτό που δεν μπορούσαν να κάνουν εκείνοι. Μετά από αυτήν την οξεία αντιπαράθεση, ο Πρόεδρος έφυγε από τη σύσκεψη και άφησε πίσω τον Γκίκα για να του φέρει την απάντησή τους. Πριν λήξει το τελεσίγραφο του Καραμανλή, στις 13:50, ο Γκίκας έφερε την απάντηση των στρατιωτικών, ότι θα μετακινούσαν τις μονάδες από την Αττική. Ζήτησε, μάλιστα, ο Γκιζίκης να τον επισκεφθεί στη «Μεγάλη Βρεταννία», για να φανεί ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις πειθαρχούν στην πολιτική ηγεσία. Ο Πρόεδρος είπε στον Γκιζίκη ότι δεν χρειαζόταν η επίσκεψή του. Αυτή ήταν η ίσως η πιο καίρια αναμέτρηση για τη δημοκρατία που κερδήθηκε από τον Καραμανλή. Στις 19 Αυγούστου, οι Μπονάνος και Γαλατσάνος αποστρατεύτηκαν και στη θέση τους τοποθετήθηκαν ο Διονύσιος Αρμπούζης και ο Ιωάννης Ντάβος. Στις 31 Αυγούστου, ο Πρόεδρος μίλησε σε μια μεγαλειώδη, σε όγκο και παλμό, συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη από το μπαλκόνι του «Μακεδονία Παλλάς». Ήταν ιστορική στιγμή. Αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού, που έδειξε την εμπιστοσύνη του στον Καραμανλή, ήταν η καλύτερη απάντηση σε όλους αυτούς που έφερναν εμπόδια στην αποκατάσταση της δημοκρατίας και απειλούσαν τη ζωή του. Στον Πρόεδρο, αυτό το ξέσπασμα του κόσμου, η εμπιστοσύνη που του έδειξε, του έδωσε τη δύναμη να συνεχίσει τον πολυμέτωπο αγώνα του για την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

Πίστεψε ποτέ ότι μπορεί να βρισκόταν λύση στο Κυπριακό και ποιες ήταν οι σχέσεις του με τον Μακάριο; Ποιος ο ρόλος του Κίσινγκερ;

Ο Πρόεδρος ενημερωνόταν τακτικά για την πορεία του Κυπριακού από τον Κύπριο πρέσβη στο Παρίσι και από τον Μακάριο, ο οποίος πήγε αρκετές φορές στο Παρίσι για να τον συναντήσει. Το Κυπριακό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Πίστευε ότι οι Συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου του 1959-1960, με τις οποίες η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος, αποτελούσαν τη μόνη δυνατή λύση για το Κυπριακό. Αλλά για να εδραιωθούν οι Συμφωνίες, επέμενε στον Μακάριο ότι η θέση της Κύπρου, όπως και της Ελλάδας, έπρεπε να είναι στους δυτικούς θεσμούς, δηλαδή στην Ευρώπη και στο ΝΑΤΟ, και όχι με τους Αδεσμεύτους όπου συμμετείχε ο Μακάριος. Η αλήθεια είναι ότι κανείς, και πριν και μετά τις Συμφωνίες, δεν μπόρεσε να λύσει το Κυπριακό, και σήμερα σχεδόν η μισή Κύπρος παραμένει υπό κατοχή. Για τον ρόλο του Κίσινγκερ που με ρωτάτε, είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι ο ρόλος του ήταν αρνητικός.

Ο Πρόεδρος αποφάσισε τότε να επιταχυνθεί η ενίσχυση των ελληνικών εξοπλισμών με έμφαση στην αγορά γαλλικών αεροσκαφών. Είχε στο μυαλό του μια στρατηγική σχέση με τη Γαλλία που θα λειτουργούσε και ως μοχλός πίεσης προς τις ΗΠΑ;

Η κατάσταση αποδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων που παρέλαβε ο Καραμανλής το 1974, αλλά και η τουρκική απειλή μετά την εισβολή στην Κύπρο, επέβαλαν ένα ταχύρρυθμο πρόγραμμα εξοπλισμών για την άμεση ενίσχυση της άμυνας της χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πρόεδρος επέλεξε τα γαλλικά αεροσκάφη γιατί μπορούσαμε να τα πάρουμε άμεσα. Πήραμε τότε 40 Μιράζ, τα οποία εξακολουθούν να επιχειρούν και σήμερα, και τα οποία κάλυψαν τις αμυντικές ανάγκες της χώρας μέσα σε μόλις λίγους μήνες από την κατάρρευση της χούντας.

Πέραν αυτού, όμως, η μακρόχρονη στενή σχέση που καλλιέργησε ο Πρόεδρος με τη Γαλλία, σχέση που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ήταν το αποτέλεσμα της πεποίθησής του ότι το μέλλον της Ελλάδας είναι εντός της Ευρώπης. Και αυτήν την πεποίθηση την είχε ο Καραμανλής από το 1957 που ιδρύθηκε η ΕΟΚ. Γι’ αυτό, άλλωστε, επιδίωξε, ήδη από το 1959, τη Συμφωνία Σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, την οποία υπέγραψε ο τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Παναγιώτης Κανελλόπουλος το 1961. Μετά το 1974 αγωνίστηκε προσωπικά και πέτυχε το 1979 την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη, ως δέκατο μόλις μέλος, πριν από την Ισπανία και την Πορτογαλία (που έγιναν μέλη το 1986), με την προσωπική συμπαράσταση του Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν και του Χέλμουτ Σμιτ. Παρά τις αντιρρήσεις τότε της Επιτροπής, που ήθελε μια μακρά περίοδο προσαρμογής για την Ελλάδα.

Ο Καραμανλής, όπως είπε στην ομιλία του κατά την υπογραφή της ένταξης, το 1979, πίστευε ότι η ενοποίηση της Ευρώπης θα μπορούσε να αλλάξει τη μοίρα της προς το καλύτερο. Γι’ αυτό, άλλωστε, υποστήριζε ότι έπρεπε να προηγηθεί η εμβάθυνση της ενοποίησης και να ακολουθήσει η διεύρυνση. Ο Καραμανλής πάντοτε διατηρούσε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ. Η Ελλάδα, όμως, πέρα από τις ατλαντικές συμμαχικές της δεσμεύσεις με τις ΗΠΑ, έπρεπε να είναι παρούσα στις ευρωπαϊκές διεργασίες.

«Απέξω ο κόσμος να γιορτάζει για την έλευση του Καραμανλή και της δημοκρατίας, κι εγώ στο συνοδευτικό της ασφάλειας να ακούω ύβρεις και απειλές»-8
Φωτ. Βαγγέλης Ζαβός

Πόσο δύσκολη ήταν η απόφαση για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ; Ποια άλλα μέτρα πήρε ο Καραμανλής για να εδραιώσει τη δημοκρατία;

Ο Πρόεδρος από την πρώτη πρωθυπουργική του θητεία (1955-1963) είχε τη φιλοδοξία να εκσυγχρονίσει τη χώρα ώστε να γίνει μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Η αναπτυξιακή πολιτική εκείνης της οκταετίας, η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ και η πρόταση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος το 1963, η αποκαλούμενη και «βαθεία τομή», ήταν πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση. Ο Καραμανλής επιδίωξε την εξομάλυνση της πολιτικής ζωής μετά τον Εμφύλιο. Γι’ αυτό κατάργησε τα μέτρα που είχαν επιβληθεί λόγω του Εμφυλίου από τις κυβερνήσεις Σοφούλη και Πλαστήρα, τα οποία είχαν γεμίσει τις φυλακές με πολιτικούς κρατούμενους. Έναν μήνα μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας, το 1955, ψήφισε τον νόμο 3437 περί αμνήστευσης και παραγραφής πολιτικών αδικημάτων, με τον οποίο σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Επιπλέον, μείωσε τον  αριθμό των πολιτικών κρατούμενων από 4.498 σε 937 και των εκτοπισμένων από 898 σε 6.

Το 1974, με τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ έκανε πράξη την εθνική συμφιλίωση, επουλώνοντας τις βαθιές πληγές του Εμφυλίου. Αποκατέστησε τις πολιτικές ελευθερίες και παραχώρησε γενική αμνηστία, απελευθερώνοντας όλους τους πολιτικούς κρατούμενους.

Έλαβε όμως και σειρά άλλων αποφάσεων που σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σταθεροποίησαν το δημοκρατικό πολίτευμα και τη χώρα. Έθεσε τις Ένοπλες Δυνάμεις υπό τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας και προκήρυξε άμεσες εκλογές για τις 17 Νοεμβρίου 1974. Στη συνέχεια, έλυσε οριστικά με αδιάβλητο δημοψήφισμα το πολιτειακό, θέσπισε το φιλελεύθερο Σύνταγμα του 1975 και άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Σε αυτά ακριβώς τα επιτεύγματα στηρίχθηκε η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία, η μακροβιότερη και σταθερότερη δημοκρατία της χώρας μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT