Η απόφαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου να τεθούν στο αρχείο οι καταγγελίες για την υπόθεση των υποκλοπών που σχετίζονται με την ΕΥΠ ή οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων, χθες, και σφοδρή σύγκρουση της κυβέρνησης με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία καταγγέλλουν συγκάλυψη. Το πόρισμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου εντοπίζει ενδείξεις ενοχής για τέσσερις ιδιώτες, οι οποίοι σχετίζονται με τις εταιρείες που εμπλέκονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator.
Στο αρχείο οι υποκλοπές εν μέσω αντιδράσεων
Της Δώρας Αντωνίου
Δύο χρόνια μετά την έναρξη της δικαστικής διερεύνησης της υπόθεσης των υποκλοπών, το πόρισμα του Αρείου Πάγου που ανακοινώθηκε χθες προκαλεί έναν νέο κύκλο σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Με την κυβέρνηση από τη μία πλευρά να εγκαλεί όσους «είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν από την κρίση της Δικαιοσύνης» και σύσσωμη την αντιπολίτευση να ανεβάζει τους τόνους με αναφορές σε συγκάλυψη.
«Από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της κυβέρνησης. Η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της», σχολίαζαν κυβερνητικές πηγές. Η αναφορά σε «υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες» προφανώς περιλαμβάνει και τον κ. Γρηγόρη Δημητριάδη, ο οποίος στη δίνη της αποκάλυψης του σκανδάλου παραιτήθηκε από τη θέση του γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού και έσπευσε με δήλωσή του, χθες, να καταστήσει σαφές ότι αισθάνεται πλήρως δικαιωμένος από τις εξελίξεις: «Από την πρώτη στιγμή ανέλαβα άμεσα και με ειλικρίνεια την πολιτική ευθύνη, σεβόμενος τις δημοκρατικές ευαισθησίες των Ελλήνων. Αλλά και για να προστατέψω την πατρίδα, την κυβέρνηση και την παράταξη. Μέσα σε κλίμα τοξικότητας, διάλεξα τον δύσκολο δρόμο και σιώπησα, παρότι ουδέποτε υπήρξα εμπλεκόμενος. Η σημερινή απόφαση της Δικαιοσύνης θέτει οριστικό τέλος σε κάθε εικασία και λοιπά ευφάνταστα κατασκευάσματα».
Ο Στέφανος Κασσελάκης σε ανάρτησή του ανέφερε ότι μετά τη χθεσινή απόφαση «η εμπιστοσύνη μου προς την ελληνική Δικαιοσύνη έχει κλονιστεί σοβαρά». Σε υψηλούς τόνους ήρθε η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη: «Σήμερα στην Ελλάδα δεν λειτουργούν “παραϋπουργεία Δικαιοσύνης” στο Μαξίμου, όπως επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με όσα κυνικά είχε παραδεχθεί ο πρώην υπουργός Σταύρος Κοντονής. Οι δικαστές αποφασίζουν όπως εκείνοι κρίνουν, με βάση τον ανεξάρτητο ρόλο τους», τόνισε.
Υψηλοί τόνοι από την αντιπολίτευση με αναφορές σε συγκάλυψη – «Οι δικαστές αποφασίζουν όπως εκείνοι κρίνουν, με βάση τον ανεξάρτητο ρόλο τους», ανέφερε ο Π. Μαρινάκης.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης σε παρέμβασή του στη Βουλή υπογράμμισε μεταξύ άλλων ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου «λειτουργεί ως ένα πλυντήριο ευθυνών των σημερινών κυβερνώντων» και δήλωσε ότι «θα συνεχίσουμε τον έντιμο αγώνα μας απέναντι σε αυτό το σκοτεινό παρακράτος», για να προσθέσει με νόημα ότι «οι υποθέσεις που αρχειοθετούνται, ενίοτε ανασύρονται». Και σε σκληρό ύφος, απευθυνόμενος στον παριστάμενο υπουργό Δικαιοσύνης, πρόσθεσε ότι «τελικά, κ. Φλωρίδη, η κάθε εποχή έχει τους δικούς της “Παπαγγελόπουλους”, αλλά η δημοκρατική παράταξη είναι εδώ για να τους καταγγέλλει σε κάθε εποχή, γιατί και οι κρίνοντες κρίνονται».
Το ΚΚΕ σε ανακοίνωσή του υπογραμμίζει ότι «το “ξέπλυμα” μέσω της δήθεν “ανεξάρτητης” Δικαιοσύνης –της οποίας η ηγεσία διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση– και των δήθεν “ανεξάρτητων” αρχών, σε καμία περίπτωση δεν ακυρώνει τις ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης της Ν.Δ., αλλά και των προηγούμενων. Οσοι σήμερα ανακαλύπτουν χειραγώγηση της Δικαιοσύνης είναι οι ίδιοι που απέρριψαν τις προτάσεις του ΚΚΕ για αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας της».
Ο επικεφαλής της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης επισήμανε σε δήλωσή του μετά τη χθεσινή εξέλιξη ότι «πρόκειται για το τελευταίο βήμα σε ένα κυβερνητικό σχέδιο που από την πρώτη στιγμή ήθελε να μας πείσει ότι δεν υπήρξε ποτέ σκάνδαλο».
Η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου ανέφερε σε παρέμβασή της στη Βουλή ότι «για άλλη μια φορά εισαγγελείς του Αρείου Πάγου αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων».
Διώξεις μόνο για τέσσερις ιδιώτες
Της Ιωάννας Μάνδρου
Οι καταγγελίες για παράνομες παρακολουθήσεις από πολιτικούς, δημοσιογράφους και λοιπούς, που προκάλεσαν έντονες πολιτικές αναταράξεις και απασχόλησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής κανόνων κράτους δικαίου ευρωπαϊκούς θεσμούς, αξιολογήθηκαν δικαστικά και αμετάκλητα από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Χθες, με επίσημη ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη, που είχε και την πρωτοβουλία της αναβάθμισης της έρευνας σε ανώτατο επίπεδο, οι καταγγελίες αρχειοθετούνται σε ό,τι αφορά το σκέλος που σχετίζεται με την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) ή οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία.
Ειδικότερα, το πόρισμα συνετάχθη από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση, που έκανε και την έρευνα, και παραδόθηκε στην εισαγγελέα του ανωτάτου δικαστηρίου, η οποία το επικύρωσε πλήρως. Κατά το πόρισμα, για την οποιαδήποτε εμπλοκή της ΕΥΠ ή άλλης κρατικής υπηρεσίας σε σχέση με παράνομες παρακολουθήσεις ή σχέσεις με τη χρήση του κακόβουλου λογισμικού Predator, συμπεραίνεται ότι δεν προέκυψαν στοιχεία που να εμπλέκουν την ΕΥΠ ή να συνηγορούν υπέρ των καταγγελιών ότι υπήρξε κοινό κέντρο παρακολουθήσεων για πολιτικούς, δημοσιογράφους και λοιπούς. «Από το πιο πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της ΕΥΠ, της Αντιτρομοκρατικής και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού», αναφέρεται στην εισαγγελική ανακοίνωση.
Από την εισαγγελική έρευνα δεν προέκυψε κανένα στοιχείο εμπλοκής, όπως ανακοινώθηκε, και για τα φυσικά πρόσωπα που κατείχαν νευραλγικές θέσεις σε σχέση με την ΕΥΠ, όπως ο τότε διοικητής της Παναγιώτης Κοντολέων, ο τότε γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και στελέχη της ΕΥΠ.
Κατά το πόρισμα, ωστόσο, ενδείξεις ενοχής προέκυψαν για τέσσερις ιδιώτες, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν σχέση (νομικής εκπροσώπησης ή άλλης) με δύο εταιρείες που σχετίζονται με το κακόβουλο λογισμικό Predator. Και οι τέσσερις διώκονται πλέον ποινικά για παραβίαση τηλεφωνικού απορρήτου, όμως σε βαθμό πλημμελήματος, καθώς, όπως εξηγείται επί μακρόν στην ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, στην περίπτωσή τους εφαρμόζεται ο ευνοϊκότερος νόμος για το εν λόγω αδίκημα, δηλαδή νόμος του 2019 που ψηφίστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στο μεταξύ η νομοθεσία έχει αλλάξει και επιφυλάσσει κακουργηματικό χαρακτήρα στο συγκεκριμένο αδίκημα.
Και οι τέσσερις όταν είχαν κληθεί για εξηγήσεις αρνήθηκαν την όποια εμπλοκή τους σε παράνομες παρακολουθήσεις. Τελικά, οι τέσσερις που παραπέμπονται σε δίκη είναι οι Ιωάννης Λαβράνος, Σάρα Αλεξάνδρα Χάμου, Ταλ Τζόναθαν Ντίλιαν και Φελίξ Μπίτζιος.
Στο πλαίσιο της έρευνας ενεπλάκησαν τρεις ανεξάρτητες αρχές –Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και Εθνική Αρχή Διαφάνειας–, που διεξήγαν έρευνες σε δημόσιους φορείς, καθώς και σε εταιρείες. Εξετάστηκαν επίσης δεκάδες μάρτυρες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι εταιρειών κινητής τηλεφωνίας, στελέχη της ΕΥΠ την τελευταία δεκαετία, μέλη ανεξάρτητων αρχών και της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.
Πάντως, μετά την ολοκλήρωση των ερευνών, που κράτησαν δύο ολόκληρα χρόνια, πολλά ερωτήματα παρέμειναν αναπάντητα και επιπλέον η αρχειοθέτηση της υπόθεσης είναι αμετάκλητη.