Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»

Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων. Η επιλογή του Ευάγγελου Αβέρωφ να παραμείνει το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου 1974 στα Παλαιά Ανάκτορα, όπου και ελήφθη η απόφαση να παραδοθεί η εξουσία από τη χούντα στους πολιτικούς

κ-τασούλας-ο-αβέρωφ-γνώριζε-ότι-μόνο-563160304

Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που καθορίζουν την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων. Η επιλογή του Ευάγγελου Αβέρωφ να παραμείνει το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου 1974 στα Παλαιά Ανάκτορα, όπου και ελήφθη η απόφαση να παραδοθεί η εξουσία από τη χούντα στους πολιτικούς, ώστε να πιεστεί ο «Πρόεδρος της Δημοκρατίας» στρατηγός Φαίδωνας Γκιζίκης, προκειμένου να κληθεί στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, είναι μία από αυτές τις στιγμές. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης που προηγήθηκε, ο Αβέρωφ δεν άργησε να αντιληφθεί ότι ο σκιώδης ηγέτης του καθεστώτος, ταξίαρχος Ιωαννίδης, μεθόδευε την επιβολή μιας δημοκρατίας υπό επιτήρηση. Πρότεινε, λοιπόν, τον Καραμανλή ως τον μοναδικό πολιτικό που θα μπορούσε να εγγυηθεί τη δημοκρατική νομιμότητα. Ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Τασούλας, εμβριθής μελετητής της σταδιοδρομίας του Ευάγγελου Αβέρωφ, περιγράφει εκείνες τις κρίσιμες ώρες και αναδεικνύει τον ρόλο του Ηπειρώτη υπουργού και μετέπειτα αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας στην πολύπλοκη διαδικασία μετάβασης, καθώς και τη συμβολή του στη διατήρηση του αξιόμαχου του στρατεύματος, παραλλήλως με την εν εξελίξει κάθαρση από τον σκληρό πυρήνα των χουντικών αξιωματικών.

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-1
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνομιλεί με δημοσιογράφους τον Ιούλιο του 1974. Φωτ. MANUEL LITRAN / PARIS MATCH / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

Ο Ευάγγελος Αβέρωφ διέθετε πλήρη εικόνα τόσο για τον τρόπο λειτουργίας και τις ισορροπίες εντός του δικτατορικού καθεστώτος όσο και για την κατάσταση του εναπομείναντος πολιτικού συστήματος. Σε ποιο βαθμό συνέβαλε το γεγονός αυτό στην επιλογή του να προωθήσει μετά τη σύσκεψη της 23ης Ιουλίου τη λύση Καραμανλή;

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο Αβέρωφ φυλακίστηκε δύο φορές. Μία τον Αύγουστο του 1967 και μία τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1973 στο ΕΑΤ-ΕΣΑ για τη συμμετοχή του στο Κίνημα του Ναυτικού. Τον Νοέμβριο του 1968, στη Θεσσαλονίκη, κατέθεσε ως μάρτυς υπερασπίσεως, ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου, στη δίκη των μελών της Δημοκρατικής Άμυνας. Δεν έλειψε καθόλου από την Ελλάδα, ενημέρωνε τακτικά τον Καραμανλή για τα εσωτερικά θέματα, και επιχείρησε τη συκοφαντημένη, αλλά απαραίτητη πολιτική της «Γέφυρας», μήπως και βρισκόταν διέξοδος προς τη δημοκρατική ομαλότητα, μία ώρα αρχύτερα και χωρίς εθνική επίπτωση ή συμφορά. 

Στις 26 Απριλίου 1967, πέντε μόλις ημέρες μετά το πραξικόπημα, ως τελευταίος κοινοβουλευτικός υπουργός Γεωργίας, απαντά στον χουντικό υπουργό Γεωργίας, Ματθαίου, που σαν τους σημερινούς «αγανακτισμένους» χαρακτήρισε «προδότες, φαύλους και απατεώνες» όσους κυβερνούσαν τη χώρα πριν τη δικτατορία, γράφοντάς του πως μεταξύ αυτών που κυβερνούσαν τη χώρα υπήρξαν «κολοσσοί της δημιουργίας» και ότι κατά την οκταετία του μεγάλου Καραμανλή το αγροτικό εισόδημα εδιπλασιάσθη, και χαρακτήρισε τον Ματθαίου, τελειώνοντας, υβριστή και συκοφάντη. Μάλιστα, κοινοποίησε την επιστολή του προς τους Κ. Κόλλια, Γρ. Σπαντιδάκη, Στ. Παττακό, Γ. Παπαδόπουλο και Ν. Μακαρέζο! Για να λάβει έπειτα από λίγες μέρες μία απολογητική απάντηση του Παττακού! Ο Αβέρωφ πίστευε στον Καραμανλή, στην ηγετική του φτιασιά και στο πάθος δημιουργίας που τον διέκρινε. Στην πρώτη επιστολή που του έστειλε, λίγες μέρες μετά την παραίτησή του από την ηγεσία της ΕΡΕ και τη μετάβασή του στο εξωτερικό, στις 22 Δεκεμβρίου 1963, του γράφει προφητικά: «Αν η κατάσταση γίνει πράγματι κακή, αλλά μόνον τότε, όλοι τότε θα σε αναζητήσουν». Έντεκα χρόνια μετά, η κατάσταση είχε γίνει πράγματι κακή, τραγική ορθότερα, όλοι τον αναζήτησαν και ο Αβέρωφ για λογαριασμό όλων τον κάλεσε.

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-2
Στιγμιότυπο από την ορκωμοσία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Σε πρώτο πλάνο ο Κων. Καραμανλής, καθώς ορκίζεται, και πίσω δεξιά του ο Ευ. Αβέρωφ. Φωτ. AFP / VISUALHELLAS.GR

Ποιο ήταν το ακροτελεύτιο επιχείρημα του Αβέρωφ προς τον Γκιζίκη, όταν ολοκληρώθηκε η σύσκεψη και ο ίδιος παρέμεινε στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να ανατραπεί η απόφαση διορισμού του Κανελλόπουλου ως πρωθυπουργού και να κληθεί ο Καραμανλής στην Αθήνα;

Η κρίσιμη σύσκεψη στα Παλαιά Ανάκτορα έγινε υπό την καταθλιπτική σκιά της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Ο Αβέρωφ εκλήθη τηλεφωνικώς στις 12:30 το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου, στο επί της οδού Αμερικής 19 γραφείο του, από τον υπασπιστή του Γκιζίκη, και του ζητήθηκε να μεταβεί στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας «διά λόγον εθνικόν». Μάλιστα, αρχικά, νόμισε πως εκλήθη, κάπως καθυστερημένα, για το υπόμνημα που είχε στείλει στις 19 Απριλίου 1974 στον Γκιζίκη, και στο οποίο ανάμεσα στα άλλα έλεγε «το καθεστώς σας δεν δύναται, φοβούμαι, να κάνει επιστράτευση». Επήγε, λοιπόν, από τους πρώτους. Μόνο ο Ζολώτας είχε ήδη μεταβεί. Η σύσκεψη άρχισε λίγο πριν τις 14:00 και διεκόπη στις 17:30, για να δοθεί χρόνος δύο ωρών περίπου στους Π. Κανελλόπουλο και Γ. Μαύρο να ετοιμάσουν τη σύνθεση της νέας κυβερνήσεως. Από τις 14:00 έως τις 17:30, αφού απερρίφθη εκ των πραγμάτων η λύση Γαρουφαλιά, που είχε προετοιμάσει ο αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων Μπονάνος, απερρίφθη η λύση του Πρέσβη Ξανθόπουλου-Παλαμά που πρότεινε ο Μαρκεζίνης και κρίθηκε, προς στιγμήν, πως η λύση Καραμανλή που πρότεινε ο Αβέρωφ απαιτούσε χρόνο και χρόνος δεν υπήρχε, προχώρησαν προς λύση κυβέρνησης υπό τον Π. Κανελλόπουλο. Κατά τη διάρκεια της διακοπής, ο Αβέρωφ δεν απομακρύνθηκε.

Επικαλεσθείς κόπωση, κάθισε για ανάπαυση σε διπλανό της συσκέψεως γραφείο. Εκεί τον πλησίασαν ο ταγματάρχης Χαρ. Παλαΐνης και ο αντισυνταγματάρχης Θ. Νίκας, και του είπαν πως ιδιαίτερα στα υπουργεία Εθνικής Αμύνης, Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών θα έπρεπε να παραμείνουν στρατιωτικοί. Ο Αβέρωφ τότε κατάλαβε πως το «ιωαννιδικό» κομμάτι του στρατεύματος δεν εννοούσε την παράδοση της εξουσίας, όπως είχαν διαβεβαιώσει προηγουμένως οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Και στην κατάρρευση της δικτατορίας οι στρατηγοί παραμερίζονταν από τους συνταγματάρχες, όπως και στην επιβολή της… Αυτό τον ανησύχησε ιδιαίτερα γιατί κατάλαβε πως το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και επέστρεψε στο γραφείο του Γκιζίκη, λέγοντας πως «δεν κάναμε καλή δουλειά, ο Κανελλόπουλος και ο Μαύρος μπορεί να μη συμφωνήσουν, αλλά επιπλέον τα πράγματα δείχνουν πολύ πιο δραματικά και γι’ αυτό μόνο ο Καραμανλής μπορεί να τα βγάλει πέρα».

Επακολούθησε ένας διάλογος σχετικός με τη δυνατότητα εύρεσης του Καραμανλή εκείνες τις στιγμές, και ο Αβέρωφ, κραδαίνοντας το καρνέ του, του περίφημου χαρτοπωλείου Smythson της Bond str., τους είπε «εδώ έχω τον Καραμανλή. Του τηλεφωνούμε και σε 3 ώρες βρίσκεται εδώ». Ο Γκιζίκης του είπε να καλέσει, ο Καραμανλής δεν απαντούσε, ο Αβέρωφ τότε πήρε στο σπίτι του Γεωργίου Αβέρωφ, εξαδέλφου του, άλλοτε εκπροσώπου της Ελλάδος στην UNESCO, που ζούσε στο Παρίσι, απάντησε η γυναίκα του Μαρία το γένος Καυταντζόγλου, της έδωσε τον απόρρητο αριθμό του Γκιζίκη, λέγοντάς της να πάει αμέσως στο σπίτι του Καραμανλή και να του ζητήσει να καλέσει οπωσδήποτε. Σε λιγότερο από μισή ώρα ο Καραμανλής, ο οποίος, εν τω μεταξύ, είχε επιστρέψει στο σπίτι του, καλούσε στον απόρρητο αριθμό του Γκιζίκη!

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-3
Στιγμιότυπο από τη σύσκεψη της 23ης Ιουλίου, στα Παλαιά Ανάκτορα (φωτ. Αριστοτέλης Σαρρηκώστας). 

Ο Αβέρωφ αναζήτησε, εν μέσω της δικτατορίας, διάφορες πολιτικές λύσεις που θα οδηγούσαν, όπως ο ίδιος πίστευε, στην εκκίνηση μιας διαδικασίας για την ανατροπή του καθεστώτος. Όμως ο Καραμανλής ήταν πλήρως αντίθετος με αυτήν την προοπτική. Ήταν η στάση του Καραμανλή που καθοδήγησε τον Αβέρωφ στην κατεύθυνση μιας «καθαρής» λύσης;

Μετά την οπερετική εξέλιξη του βασιλικού κινήματος κατά της χούντας στις 13Δεκεμβρίου 1967, έπειτα από τις βαθιές τομές που έγιναν στο Σώμα των αξιωματικών και την καταστολή άλλων πρωτοβουλιών (περίπτωση Άγγελου Πνευματικού), κατόπιν όλων αυτών, η άρτια αστυνόμευση των πάντων δημιουργούσε την εντύπωση πως το καθεστώς θα διαρκούσε πολύ. Ο Αβέρωφ συμμεριζόταν την άποψη εκείνης της εποχής για τη σοβαρή πιθανότητα να παραταθεί επί μακρόν η δικτατορία. Και όπως έγραφε σε όλες τις εκτενείς εκθέσεις που με πολύ ασφαλές μέσο έστελνε στον Καραμανλή (μέσω του διπλωματικού σάκου φιλικής πρεσβείας), αν και οι δικτάτορες δεν είχαν αξιόλογο λαϊκό υπόβαθρο, θα έπεφταν, λόγω του παχυδερμισμού τους και της άρτιας αστυνόμευσης, μόνο με μια απευκταία εθνική συμφορά. Έτσι μεθόδευσε λεπτομερώς τη «Γέφυρα», με πρόταση δημοκρατικής εξέλιξης προς το καθεστώς, που τη διεμήνυσε την άνοιξη του 1972 στον ίδιο τον Παπαδόπουλο, με πιστό του αξιωματικό. Ο δικτάτορας αρχικά φάνηκε να δέχεται. Γρήγορα, όμως, ο Αβέρωφ πείστηκε ότι δεν αποδεχόταν τη λύση αυτή αληθινά, και το μόνο που ήθελε, ήταν να κερδίσει χρόνο για να προχωρήσει προς ένα περισσότερο προσωποπαγές καθεστώς. Τότε και μόνον τότε, ο Αβέρωφ στράφηκε προς το ενδεχόμενο βίαιης ανατροπής, συνεργαζόμενος με τους γενναίους αξιωματικούς του Ναυτικού. 

Έτσι οδηγήθηκαν τα πράγματα στο Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973, που μπορεί να προδόθηκε, αλλά έδωσε το πρώτο ισχυρό και πολύπλευρο χτύπημα στο καθεστώς, αναγκάζοντάς το να παραχωρήσει αμνηστία, στις 20 Αυγούστου 1973, για να αποφευχθεί μια δίκη που θα προκαλούσε και διεθνώς δυσμενέστατες εντυπώσεις για τη δικτατορία. Η αδιαλλαξία, συνεπώς, του καθεστώτος και η τραγικότητα των στιγμών στις 23 Ιουλίου 1974 επιβεβαίωσαν τη μοναδικότητα της λύσης Καραμανλή.

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-4
Φιουμιτσίνο, 26 Μαΐου 1973. Οι «αντάρτες» του αντιτορπιλικού «Βέλος» ανακοινώνουν την απόφασή τους να ζητήσουν πολιτικό άσυλο στην Ιταλία (Αρχείο πλοιάρχου ΠΝ ε.α. Κωνσταντίνου Ματαράγκα)

Ο Αβέρωφ αντιλήφθηκε, κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, ότι το καθεστώς Ιωαννίδη προωθούσε λύση που θα οδηγούσε σε μια «δημοκρατία α λα τούρκα», με τη διατήρηση βασικών υπουργείων από χουντικούς κ.λπ., ή αυτό ήταν κάτι που το είχε εμπεδώσει νωρίτερα;

Νωρίτερα είχε εμπεδώσει πως κατά βάσιν δεν εννοούσαν τη μετάβαση στη Δημοκρατία, αλλά υποκριτικά κέρδιζαν μόνο χρόνο. Στη περίφημη σύσκεψη της 23ης Ιουλίου αντελήφθη πως η παράδοση της εξουσίας ήταν απόπειρα απαλλαγής ευθυνών για τα διαδραματιζόμενα στην Κύπρο, ταυτόχρονα με απόπειρα διατήρησης θυλάκων εξουσίας. Είχαν εθιστεί σε υπουργούς-μαριονέτες και νόμιζαν πως αυτό μπορούσε να συνεχιστεί. Αλλά ας απαντήσει αυτό σας το ερώτημα καλύτερα από μένα ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, που τον Μάιo του 1975 έγραφε στην περίφημη γαλλική La Nouvelle Revue de deux Mondes: «Δὲν θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ ὑπενθυμισθοῦν οἱ περιστάσεις ὑπὸ τὶς ὁποῖες ὁ Κωνσταντίνος Καραμανλῆς ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα τὴν αὐγὴ τῆς 24ης Ιουλίου. Κανεὶς μεταξὺ ἐκείνων ποὺ τὸν καλοῦσαν νὰ θέση τέρμα στὴν ἐξορία του καὶ νὰ ἐπιστρέψη στὴν Ἀθήνα, δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴν ἐπιστροφή του. Οἱ ἀρχηγοὶ τῶν ᾿Ενόπλων Δυνάμεων προτιμοῦσαν νὰ συνεχίσουν τὴν διακυβέρνησι τῆς χώρας μὲ μιὰ Κυβέρνησι – φάντασμα. Υποχρεώθηκαν νὰ ὑποχωρήσουν στὴν ἀνάγκη νὰ εγκαταλείψουν τὴν ἐξουσία, γιατὶ ὁ ᾿Αννίβας ἦταν πρὸ τῶν πυλῶν. Οἱ σημαντικώτεροι πολιτικοὶ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν κληθή λίγες ὧρες πρίν, ἤθελαν, βέβαια, τὴν πτῶσι τῆς δικτατορίας, ἀλλὰ ὀνειρεύονταν ἄλλες λύσεις. Ἐπιθυμοῦσαν νὰ γίνουν –κάτι ποὺ εἶναι εὐκολονόητο– οἱ γενικοί κληρονόμοι τῆς δικτατορίας, χωρὶς ὅμως τὸν Καραμανλή. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ὑποχρεώθηκαν νὰ ὑποχωρήσουν πρὸ τῆς δυνάμεως τῶν πραγμάτων. Ὅλοι τους εἶχαν ξεχάσει ἕναν παράγοντα, ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχε παραμείνει σιωπηλός, τὸν λαό. Ὅταν ὁ μόνος πιστός φίλος τοῦ Καραμανλῆ (ενν. τον Αβέρωφ) ἀνέφερε τὸ ὄνομά του μεταξὺ τῶν προκρίτων αὐτῶν, ὅλα τὰ σχέδια ποὺ ἐξυφαίνονταν ἐπὶ χρόνια, διελύθησαν καὶ μέσα σὲ ὀλιγώτερο ἀπὸ μία ὥρα, ἕνα πρωτοφανὲς
παλλαϊκό πολιτικό πανηγύρι ἄρχισε σὲ ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριουδάκια τῆς χώρας».

«Κατ’ ουσίαν υπάρχει μόνο ο Καραμανλής καλύπτων σχεδόν όλον τον χώρον», έλεγε ήδη από το 1971 ο Αβέρωφ. Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά που ξεχώρισε ο Αβέρωφ στον Καραμανλή ως ιδανική επιλογή για τη διαχείριση εκείνης της δυσχερέστατης μετάβασης;

Ο Αβέρωφ είχε πρωτογνωρίσει τον Καραμανλή ήδη από τη Βουλή του 1946. Τις συστάσεις είχε κάνει ο Δημ. Χατζηγάκης, βουλευτής Τρικάλων, συγγενής του Αβέρωφ. Είχαν εν συνεχεία συνυπηρετήσει ως υπουργοί σε κυβερνήσεις υπό τον Θ. Σοφούλη, Αλέξ. Διομήδη και Σ. Βενιζέλο την περίοδο 1949-1950, ενώ το 1956 ο Αβέρωφ μετακινείται από το Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων στην ΕΡΕ και πολιτεύεται έκτοτε με τον Καραμανλή. Από το 1956 έως το 1963, ο Αβέρωφ ως υπουργός Εξωτερικών και ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός, από κοινού
και στενότατα συνεργαζόμενοι, συμβάλλουν αποφασιστικά στην εδραίωση του μεταπολεμικού δυτικού προσανατολισμού της χώρας. Τον ήξερε συνεπώς καλά, δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, του ήταν πιστός επειδή τον εκτιμούσε, μάλιστα τον περιγράφει και λογοτεχνικά ως κυβερνήτη στο μυθιστόρημά του Γη Δελφύς και εκείνες τις στιγμές έκρινε πως μόνο η αποφασιστικότητα και η πυγμή του Καραμανλή μπορούσαν να ξεπεράσουν τις πολύπλευρες, αλλά και τις αθέατες κρίσεις που απειλούσαν τη χώρα εσωτερικά και εξωτερικά.

Αν επιστροφή του Καραμανλή ήταν η μισή δουλειά, η υπόλοιπη ήταν η εγγύηση της ομαλότητας. Πώς αξιολογείτε την πολιτική του Αβέρωφ ως υπουργού Άμυνας αφενός για να διατηρήσει το αξιόμαχο του στρατεύματος, εν μέσω μιας μακράς ελληνο-τουρκικής κρίσης, αφετέρου για να εγγυηθεί ότι η μετάβαση στη δημοκρατία δεν θα αμφισβητηθεί;

Ο έλεγχος του στρατεύματος ήταν το δυσκολότερο στάδιο της Μεταπολίτευσης. Έπρεπε να υπάρξει ισορροπία ανάμεσα στην αξίωση για κάθαρση και στην ανάγκη προστασίας του αξιόμαχου που η κυπριακή δοκιμασία το είχε ήδη τραυματίσει. Θεσμικά, τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων από την πολιτική εξουσία και τη μέριμνα για το ετοιμοπόλεμό τους κατοχύρωσε ο Ν. 660/1977 «Περί του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του ελέγχου των Ενόπλων Δυνάμεων».

Μέχρι τότε, όμως, έπρεπε να γίνουν χειρουργικές κινήσεις απόκτησης του ελέγχου. Κινήσεις και εντυπώσεων, αλλά και κυρίως ουσιαστικές. Στις κινήσεις εντυπώσεων καταλέγω τη  γραπτή επίπληξη που επέβαλε στον Ιωαννίδη, στις 22 Αυγούστου 1974, ο Αβέρωφ «διότι άνευ αιτήσεως ακροάσεως παρουσιάσθη στο γραφείο του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, εν ατημελήτω πολιτική περιβολή», που διέρρευσε εκτενώς και στον Τύπο. Τον ίδιο σκοπό είχε, δηλαδή να τους πάρει τον αέρα από νωρίς, η άρνηση του Αβέρωφ, στις 24 Ιουλίου 1974, να παραλάβει το «παρακατιανό» γραφείο του μέχρι τότε υπουργού Άμυνας, Λατσούδη, και αντ’ αυτού να απαιτήσει και να εγκατασταθεί στο πολύ μεγαλύτερο (αλλά κακόγουστα διακοσμημένο) γραφείο που προοριζόταν για τον Παπαδόπουλο, το οποίο και παραμένει μέχρι σήμερα το γραφείο του εκάστοτε υπουργού Εθνικής Αμύνης. Στις εντελώς πρώτες πιο ουσιαστικές πρωτοβουλίες περιλαμβάνω την αφαίρεση του δικαιώματος υπογραφής για μεταθέσεις αξιωματικών από τους αρχηγούς. Αναλαμβάνοντας με το ζόρι το δικαίωμα υπογραφής μεταθέσεων, ο Αβέρωφ προσεταιρίστηκε με χρήσιμες μετακινήσεις, αλλά και με την προσωπική του πειθώ, κάποιους αξιωματικούς του «ιωαννιδικού» καθεστώτος, οι οποίοι, αντιλαμβανόμενοι την τεράστια ζημιά που είχε προκαλέσει ο «εκλεκτός» τους, συνέβαλαν στην αποτροπή σοβαρών, αντικυβερνητικών και, τελικά, αντιδημοκρατικών εξελίξεων από νεώτερους αξιωματικούς. Αξίζει να αναφερθούν τώρα, μετά 50 χρόνια, κάποια από αυτά τα ονόματα, Πηλιχός, Ματάτσης, Χαρ. Παλαΐνης. Στο βιβλίο του Η Αλήθεια, ο Μπονάνος τούς κατονομάζει ότι απέκτησαν στενό δεσμό με τον Αβέρωφ και ότι πολλάκις του μετέφεραν τις σκέψεις του. Μάλιστα τους καταμαρτυρεί ότι «κατέστησαν από έμπιστοι του Ιωαννίδη, τσιράκια του Αβέρωφ». Η αποκατάσταση της νομιμότητας και η κάθαρση στις Ένοπλες Δυνάμεις ήταν εξαιρετικά σοβαρή και λεπτή υπόθεση. 

Κάθε βήμα έπρεπε να είναι καλά υπολογισμένο, ώστε να εξυπηρετείται αποκλειστικά ο σκοπός χωρίς να υπάρξουν παρενέργειες στη χώρα και στην εσωτερική της κατάσταση. Η  ποκαλυφθείσα στις 23 Φεβρουαρίου 1975 συνωμοσία των 39 απέδειξε ποιος έχει το πάνω χέρι πλέον στον στρατό. Η συνωμοσία αυτή απεκαλύφθη χάρη σε πληροφορίες της ΚΥΠ και έμεινε γνωστή ως «Κίνημα της πιτζάμας», αλλά τελικά ήταν κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από ό,τι προδίδει η ονομασία του. Όταν ξεκίνησε το ξήλωμά του, με δραστικά μέτρα εναντίον ολίγων αφρόνων αξιωματικών, η Αττική τέθηκε σε καθεστώς γενικής στρατιωτικής επιφυλακής. Παραθέτω χρονολογικά τις κυριότερες πράξεις ελέγχου και κάθαρσης.

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-5
Ο Ευ. Αβέρωφ και ο Κων. Καραμανλής μπροστά στο ξενοδοχείο Dolder στη Ζυρίχη το 1959, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το Κυπριακό. Αβέρωφ και Καραμανλής συνεργάστηκαν στενότατα την περίοδο 1956-1963, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη διαμόρφωση του δυτικού προσανατολισμού της χώρας. Φωτ. ULLSTEIN BILD / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

8 Αυγούστου 1974: Συγκροτείται το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμύνης υπό τον πρωθυπουργό και έτσι οι Ένοπλες Δυνάμεις υπήχθησαν στην πολιτική εξουσία.

9 Αυγούστου 1974: Επανέρχονται στην ενεργό υπηρεσία 80 αξιωματικοί του Π.Ν., οι οποίοι είχαν αποταχθεί λόγω αντιθέσεως προς τη δικτατορία.

11 Αυγούστου 1974: Αλλάζει η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και αποδυναμώνονται οι εξουσίες της ΕΣΑ. 

21 Σεπτεμβρίου 1974: Τίθενται σε διαθεσιμότητα 36 ανώτατοι αξιωματικοί που κατείχαν κρίσιμες θέσεις επί δικτατορίας.

23 Οκτωβρίου 1974: Σύλληψη και εκτόπιση πρωταιτίων δικτατορίας στην Κέα. Προφυλακίστηκαν στις 20 Ιανουαρίου 1975 στον Κορυδαλλό.

10 Δεκεμβρίου 1974: Επανακρίνονται ευμενώς αξιωματικοί που είχαν απομακρυνθεί από τη δικτατορία. 

28 Δεκεμβρίου 1974: Αποστρατεύονται 50 ανώτεροι αξιωματικοί και μετατίθενται δυσμενώς πολλοί περισσότεροι, προκειμένου να απομακρυνθούν από το κέντρο.

4 Μαρτίου 1975: Αμέσως μετά το «Κίνημα της πιτζάμας» αποστρατεύονται επιπλέον 40 ανώτατοι αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων ο διοικητής Α΄ Στρατιάς, Ν. Μυγδάλης, που αντικαταστάθηκε από τον Αγ. Γκράτζιο, μετέπειτα Α/ΓΕΣ και Α/ΓΕΕΘΑ έως το 1982.

14 Μαρτίου 1975: Αποστρατεύονται 160 ανώτεροι αξιωματικοί και των τριών όπλων. 

Όσον αφορά τώρα το αξιόμαχο, αξίζει να τονιστεί ότι το νέο δημοκρατικό καθεστώς έδωσε στη χώρα έναν σύγχρονο και άρτια εξοπλισμένο στρατό. Ειδικότερα, οι δαπάνες για την άμυνα της χώρας από 32 δισ. δραχμές που ήταν το 1974, έφθασαν σταδιακά τα 100 δισ. δραχμές το 1980. Μόνο στην Αεροπορία, που το 1974 υστερούσαμε δραματικά έναντι της Τουρκίας, μεταξύ του 1974 και του 1980 αποκτήθηκαν 40 Mirage, 60 Α7, 64 Phantom, 12 C-130 και 12 Chinook. Στον Στρατό Ξηράς, μεταξύ πολλών άλλων, αποκτήθηκαν 110 άρματα μάχης Leopard και 130 άρματα γαλλικά.

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-6
Αύγουστος 1974. Στιγμιότυπο από επίσκεψη του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Φωτ. ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΦΛΩΡΟΥ

Γιατί ο Αβέρωφ πίστευε ότι ο Κανελλόπουλος δεν ήταν η κατάλληλη επιλογή για τη μετάβαση;

Η σχέση του Αβέρωφ με τον Κανελλόπουλο ήταν πολύ καλή και στενή. Μάλιστα, κατά τα πρώτα χρόνια της ηγεσίας Κανελλόπουλου στην ΕΡΕ, ο Αβέρωφ πληροφορούσε τον Καραμανλή με επιστολές του πως ο Κανελλόπουλος τα πήγαινε θαυμάσια. Στην τελευταία προδικτατορική κυβέρνηση, ο Αβέρωφ ήταν υπουργός Γεωργίας, σε ένα υπουργείο δηλαδή που πάντα ήθελε. Η επιμονή του Αβέρωφ για τον Καραμανλή είχε όμως να κάνει με τη στέρεη πεποίθησή του πως μέσα σε έναν τέτοιο κυκεώνα της αυτοκαταλύσεως της δικτατορίας, μόνο η επιβλητικότητα
του Καραμανλή θα μπορούσε να οδηγήσει τα πράγματα σε θετικές εξελίξεις. Αργότερα αυτές τις θετικές εξελίξεις ο διεθνής Τύπος τις αποκάλεσε το «ελληνικό πολιτικό θαύμα», συγκρίνοντας τη δημοκρατική αποκατάσταση στην Ελλάδα, εν σχέσει με τις αντίστοιχες περιπτώσεις στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Το 1982 οι Εκδόσεις Δ. Γιαλλελής κυκλοφόρησαν το σπουδαίο τρίτομο έργο του Π. Κανελλόπουλου, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, το οποίο και έστειλε τότε στον Αβέρωφ με πολύ θερμή ιδιόχειρη αφιέρωσή του. Στον πρόλογο του έργου γράφει ο Κανελλόπουλος: «Το ιστορικό τούτο δοκίμιο το χρωστούσα στον εαυτό μου. Ήθελα και έπρεπε να γνωρίσω κάπως καλύτερα τον αρχαίο Έλληνα και ειδικότερα τα βήματα που έκανε στον δρόμο όπου στήνονται οι πιο πολλές ενέδρες. Ο δρόμος αυτός είναι ο δημόσιος βίος, η πολιτική». Για τον Αβέρωφ, τις ενέδρες και τις παγίδες που εγκυμονούσε η μετάβαση προς τη δημοκρατία μπορούσε να αντιμετωπίσει όχι καλύτερα από τους άλλους ο Καραμανλής, αλλά μόνον ο Καραμανλής. Την εικόνα τού τι είχε να αντιμετωπίσει τους πρώτους μόνο μήνες η κυβέρνηση Καραμανλή δίνει το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Αβέρωφ στη Βουλή, στις 28 Φεβρουαρίου 1975, όταν ενημέρωνε την Εθνική Αντιπροσωπεία για την  κατάλυση του «Κινήματος της πιτζάμας»: «Ὅταν πρὸ ἑπτὰ ἀκριβῶς μηνῶν ἡ πολιτικὴ κυβέρνησις ἀνέλαβε τὴν ἐξουσίαν βρισκόμαστε σὲ ἕνα ἀληθινὸ χάος. Δὲν ἦταν κἂν εὔκολο νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ποὺ ἀκριβῶς βρισκόμαστε. Ἡ Κύπρος ἐφλέγετο καὶ κατεποντίζετο. Γενικοτέρα σύγκρουσις ἐπιθανολογεῖτο. Μιὰ γενικὴ ἐπιστράτευσις ἐξελίσσετο σὲ παταγώδη ἀποτυχία, σὲ παταγῶδες πελάγωμα, καὶ δὲν ἦταν ἀνθρωπίνως δυνατὸν νὰ ἐπιτύχει ἐφόσον εἶχαν κληθεῖ ὑπὸ τὰ ὅπλα 17 ἡλικίες ἐντὸς 24 ὡρῶν».

Κ. Τασούλας: «Ο Αβέρωφ γνώριζε ότι μόνο με την πυγμή του Καραμανλή μπορούσε να ξεπεραστεί η κρίση του Ιουλίου 1974»-7
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 29 Ιουλίου 1974. Φωτ. GILBERT UZAN / GETTY IMAGES / IDEAL IMAGE

Είναι γνωστό ότι με τα «αν» δεν γράφεται η Ιστορία, αλλά θεωρείτε ότι αν ο Αβέρωφ δεν επέμεινε στη λύση Καραμανλή θα μιλούσαμε για μια εντελώς διαφορετική εξέλιξη των πραγμάτων;

Προφανώς. Τη Μεταπολίτευση που κορυφώθηκε με την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης στην ΕΟΚ από τον Καραμανλή, στις 25 Μαΐου 1979, την πραγματοποίησαν, ουσιαστικά, τρεις άνθρωποι. Κυρίως ο Καραμανλής με τη σπάνια ηγετική του παρουσία και με τη συμπαράσταση των Αβέρωφ και Γκίκα που τήρησαν την αρχή της «ποικίλης δράσης των στοχαστικών προσαρμογών», ακροβατώντας ανάμεσα σε μια δικτατορία που αυτοκαταλύθηκε, αλλά δεν είχε εκπνεύσει, και στην εκ του ασφαλούς αξίωση να δοθεί η χούντα στον λαό. Τελικά ο ρόλος του Καραμανλή ήταν αναντικατάστατος. Αν δεν ήταν ο Καραμανλής, το πιο πιθανό θα ήταν πως θα είχαμε εξελίξεις χειρότερες από την Πορτογαλία, που είχε μακρά περίοδο αστάθειας και συγκρούσεων και κόντεψε να εμπλακεί σε εμφύλιο πόλεμο κατά τη διάρκεια της δικής της δημοκρατικής μεταβολής, ή και από την Ισπανία, που άργησε να κάνει εκλογές, μόλις το 1977, και λίγο αργότερα, το 1981, αντιμετώπισε απόπειρα επαναφοράς του «φρανκισμού».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT