Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι πλέον μια βιωμένη πραγματικότητα, με την άνοδο της θερμοκρασίας, την ξηρασία και τις φυσικές καταστροφές να απειλούν τον τρόπο ζωής, θα περίμενε κανείς το οικολογικό κίνημα να είχε ήδη ανθήσει. Οχι μόνο η εθελοντική πτυχή του, αλλά και η πολιτική. Η «πράσινη ατζέντα» θα έπρεπε να αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα του πολιτικού συστήματος. Ομως, ούτε αυτό ισχύει. Σε αντίθεση με την ανάπτυξη που γνώρισε στη δυτική Ευρώπη –και δη στη Γερμανία και τη Γαλλία– η πολιτική οικολογία στην Ελλάδα παραμένει σήμερα στο περιθώριο. Τα κόμματα του χώρου, παρά ορισμένες σπασμωδικές επιτυχίες, ουδέποτε μπόρεσαν να εξασφαλίσουν την αυτόνομη ύπαρξή τους. Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό;
Διαφορά ιστορικής φάσης
Η βασική αιτία, όπως και για μια σειρά από άλλες αναντιστοιχίες σε σχέση με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, εντοπίζεται στο γεγονός ότι την εποχή της γέννησης των κοινωνικών κινημάτων, μεταξύ των οποίων το οικολογικό, η Ελλάδα είχε άλλες προτεραιότητες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, περίπου 10 χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου, πρώτιστο διακύβευμα για την ελληνική κοινωνία ήταν η επιβίωσή της. Το δε κράτος, μόνο συμπεριληπτικό δεν ήταν. Με λίγα λόγια, τα θεμέλια του κινηματισμού δεν τοποθετήθηκαν όταν έπρεπε. «Η δυτική Ευρώπη γνώριζε εκείνα τα χρόνια μια μεγάλη κοινωνική έκρηξη. Τότε εμφανίστηκαν τα κοινωνικά κινήματα, το αντιπολεμικό, το φεμινιστικό κ.λπ. Η Ελλάδα, όμως, ήταν εκτός αυτής της τάσης. Δεν συμμετείχε σε αυτές τις διεργασίες, άρα ουσιαστικά έχασε το τρένο των μεταϋλιστικών διεκδικήσεων», λέει στην «Κ» η Φιλίππα Χατζησταύρου αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Τι σημαίνει μεταϋλιστική διεκδίκηση; «Η περίοδος 1945-1975 είναι τα 30 “χρυσά χρόνια” για τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δυτική Ευρώπη», επισημαίνει η κ. Χατζησταύρου και εξηγεί: «Το κοινωνικό κράτος έχει αναπτυχθεί πλήρως. Είναι μια γενιά ανθρώπων που πλέον έχουν εξασφαλίσει τη δουλειά τους, την περίθαλψη και τη σύνταξή τους, νιώθουν σταθεροί στα πόδια τους, άρα πλέον μπορούν να σκεφτούν τον φεμινισμό, την οικολογία και άλλου είδους τέτοια κινήματα». Ο Νίκος Μαραντζίδης, πολιτικός επιστήμων και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, προσθέτει ότι εκτός από την Ελλάδα, τα πράσινα κινήματα δεν αναπτύχθηκαν ούτε στις χώρες της ανατολικής και της νότιας Ευρώπης. «Τα ζητήματα ελευθερίας έκφρασης, ισότητας των φύλων, σεξουαλικής ελευθερίας και περιβάλλοντος κυριάρχησαν στις κοινωνίες της αφθονίας», υπογραμμίζει στην «Κ».
Οταν η χώρα εισερχόταν στη Μεταπολίτευση, την ώρα δηλαδή που στη Γερμανία η οικολογία αποκτούσε σταδιακά και πολιτική εκπροσώπηση, το τοπικό σκηνικό ήταν εντελώς διαφορετικό. Η έντονη πολιτικοποίηση και τελικά κομματικοποίηση της κοινωνίας και της δημόσιας σφαίρας οδήγησε στην κυριαρχία του σκληρού δικομματισμού. Η εξέλιξη αυτή, μαζί με την εντατική επαναδραστηριοποίηση της Αριστεράς, κομμουνιστικής και ανανεωτικής, δεν άφησε ζωτικό χώρο στην πολιτική οικολογία. «Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ένα πολωμένο κομματικό σύστημα που διαμορφώθηκε μέσα στις μετεμφυλιακές και τις μεταπολιτευτικές συνθήκες όπου ο Ψυχρός Πόλεμος και η αντίθεση Δύσης και Ανατολής υπήρξαν τα κεντρικά χαρακτηριστικά της πολιτικής αντιπαράθεσης», υπογραμμίζει ο κ. Μαραντζίδης.
Η πόλωση της Μεταπολίτευσης, σε συνδυασμό με τη δυναμική επαναδραστηριοποίηση της Αριστεράς, στέρησε τον ζωτικό πολιτικό χώρο από κοινωνικά κινήματα, που στην Ευρώπη είχαν ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν.
Ο Πέτρος Κόκκαλης, συνιδρυτής του κόμματος Κόσμος, μιας πρωτοβουλίας που σύμφωνα με τα μέλη της εμπνέεται από τις «αρχές της αειφορίας», μας λέει ότι προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός πράσινου κινήματος είναι η υπέρβαση των διαιρετικών σχημάτων. «Το εύρος, το βάθος και η ταχύτητα των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων απαιτεί μια πλατιά συναίνεση και συστράτευση, που μπορεί να βασιστεί μόνο πάνω στην ανάγκη για κοινωνική δικαιοσύνη. Σε μία από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που στερούνται Ιστορίας και πρακτικής εύρεσης κοινού τόπου, αυτό είναι δύσκολο». Το κόμμα δοκιμάστηκε στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Ελαβε 1,08%.
Διχασμός και κατακερματισμός
Παραδόξως, η τάση της πολιτικής οικολογίας εκπροσωπήθηκε για πρώτη φορά στη Βουλή την εποχή της απόλυτης πόλωσης. Οι Οικολόγοι Εναλλακτικοί κέρδισαν έδρα στις εκλογές του Νοεμβρίου 1989, οι οποίες διεξήχθησαν με μια παραλλαγή της απλής αναλογικής και χωρίς το πλαφόν του 3%. Οι συνομιλητές μας εντοπίζουν ως κομβικό γεγονός το πυρηνικό ατύχημα του Τσερνόμπιλ, τον Απρίλιο του 1986, το οποίο λειτούργησε αφυπνιστικά για την κοινωνία και συσπειρωτικά για τους συμμετέχοντες στο κίνημα. Οι Οικολόγοι, όμως, επλήγησαν από τις γνωστές ασθένειες της ευρύτερης Αριστεράς. Διαφωνίες στις λεπτομέρειες, πολυδιάσπαση, αποσύνθεση, εκφυλισμός. Λείπει, βεβαίως, και μια υπερβατική προσωπικότητα. «Δεν υπάρχει κληρονομιά, ούτε όμως και οι φιγούρες. Για παράδειγμα, στη Γαλλία υπήρχε ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ ήδη από τον Μάη του 1968», υπενθυμίζει η κ. Χατζησταύρου. «Υποκειμενικό πρόβλημα για την αδυναμία πολιτικής συγκρότησης του οικολογικού χώρου στην Ελλάδα ήταν και το ανθρώπινο δυναμικό. Ποτέ δεν υπήρχε σε αφθονία, ενώ τα αξιόλογα στελέχη δεν κατάφεραν να βρεθούν όλα μαζί», υποστηρίζει ο Πολυδεύκης Παπαδόπουλος, ιδρυτικό στέλεχος οικολογικών κινήσεων στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και αργότερα υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου των Οικολόγων Πράσινων.
Η πλέον αξιοσημείωτη αυτόνομη πολιτική παρουσία της οικολογίας έρχεται στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα όταν στην Ευρώπη οι όροι «κλιματική κρίση» και «πράσινη μετάβαση» έχουν αρχίσει να ακούγονται όλο και περισσότερο. Οι Οικολόγοι Πράσινοι εξέλεξαν το 2009 ευρωβουλευτή (Μιχάλης Τρεμόπουλος και Νίκος Χρυσόγελος μοιράστηκαν τη θητεία), ενώ στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου, παρότι οι δημοσκοπήσεις τούς έδιναν έως και 7%, μένουν εκτός Βουλής για 0,5%. Είναι μεν η εποχή που το εγχείρημα αποκτά αντίκρισμα, το οποίο αποτυπώνεται και στις δημοτικές εκλογές που ακολούθησαν έναν χρόνο μετά, είναι όμως και σημείο καμπής. «Ξεσπάει η οικονομική κρίση και εκεί ανατρέπονται τα πάντα. Φθάνοντας στις εκλογές του 2012 η πλειοψηφούσα τάση των Οικολόγων Πράσινων υιοθετεί μια απλώς αντιμνημονιακή στάση, ρόλο που υπερκάλυπτε ο ΣΥΡΙΖΑ», θυμάται ο κ. Παπαδόπουλος.
Στις πρώτες εκλογές, του Μαΐου, δεν έβγαλαν βουλευτή για 0,3%. Στις δεύτερες, τον Ιούνιο, πήραν 0,8%. Το εγχείρημα φυλλορροεί και πάλι. Το 2015 οι Οικολόγοι μετατρέπονται, ουσιαστικά, σε παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ. Δύο στελέχη τους εκλέγονται βουλευτές (Γιάννης Τσιρώνης και Γιώργος Δημαράς), ενώ διορίζονται και υπουργοί. H αυτόνομη πολιτική δυναμική αργοσβήνει, μαζί με το κλονισμένο από το μνημόνιο κυβερνητικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν επαναποκτάται έως σήμερα. «Τα οικολογικά κόμματα και οι κινήσεις “υποτάχθηκαν” στην κυρίαρχη διαίρεση “μνημόνιο – αντιμνημόνιο”. Οταν η ύφεση, η ανεργία και τα χρέη απειλούσαν την πλειονότητα των νοικοκυριών, η ατζέντα “περιβάλλον” ήταν δύσκολο να περάσει σε πολύ κόσμο», υπογραμμίζει ο κ. Μαραντζίδης. «Εκτοτε ο χώρος δοκιμάζει διάφορες ετερόκλητες και εξαναγκαστικές συνεργασίες και συμμαχίες, με ισχνά αποτελέσματα», προσθέτει ο κ. Παπαδόπουλος.
Δεν έσπασαν το τείχος της απροθυμίας
Το έλλειμμα μιας ρεαλιστικής «πράσινης ατζέντας» σε μια παγκόσμια κοινότητα, η οποία καλείται σήμερα να αντιμετωπίσει αλλεπάλληλες κρίσεις, πολέμους και πανδημίες, που δημιουργούν βαθιά ρήγματα στις κοινωνίες, μοιάζει να είναι ένα από τα μείζονα προβλήματα των οικολογικών κινημάτων. Πώς να πεισθούν οι πολίτες, πολλοί εκ των οποίων θεωρούν τα πράσινα αιτήματα εξεζητημένα; Η εξαφάνιση των δασών είναι το ίδιο με τον βιγκανισμό; «Πρέπει να γίνει κατανοητό πως άνθρωπος και φύση είναι ένα, πως η σχέση του περιβάλλοντος με τη ζωή μας, με την οικονομία, την κοινωνία, την υγεία, είναι απολύτως άρρηκτη. Με θλίβει πραγματικά πως δεν έχουμε ακόμη εμπεδώσει αυτή τη σχέση», μας λέει ο Δημήτρης Καραβέλας, διευθυντής της WWF- Ελλάς. «Οταν συνειδητοποιήσουμε πως προστασία του περιβάλλοντος και αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης σημαίνει πρωτίστως προστασία της χώρας και των ανθρώπων της, τότε μόνο θα μπορέσουμε να συζητήσουμε για ένα πραγματικά βιώσιμο μέλλον», προσθέτει αφοπλιστικά.
«Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν είχαμε ένα κόμμα πολιτικής οικολογίας που να πείσει ότι έχει εφαρμόσιμες λύσεις για τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα, όπως η ακρίβεια και η ανεργία. Οφείλουμε να πείσουμε πως οι πολιτικές μας αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις προκλήσεις και διασφαλίζουν την κοινωνική δικαιοσύνη και την κοινωνική συνοχή», επισημαίνει ο εκπρόσωπος Τύπου του Κόσμος και στο παρελθόν στέλεχος του Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος, Ηλίας Παπαθεοδώρου. Υπενθυμίζει δε ότι οι πολίτες δεν γνωρίζουν ούτε τις πλέον αποτελεσματικές πρωτοβουλίες του κινήματος. «Θετικές παρεμβάσεις, όπως η μη ιδιωτικοποίηση του νερού τα χρόνια των μνημονίων, δεν τις πιστώθηκε ο πράσινος οικολογικός χώρος, αλλά άλλοι».
Στη Γερμανία οι Πράσινοι, παρότι προσάρμοσαν –άλλοι λένε «υπέταξαν»– την πολιτική τους, κυβερνούν, διατηρώντας μάλιστα τα ηνία του υπουργείου Εξωτερικών. Στην Ελλάδα, ο χώρος όχι μόνο δεν είναι ενιαίος, αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή προοπτική συγκρότησης πράσινου κόμματος. Οι συνομιλητές μας αποδίδουν την εξέλιξη αυτή και στις διαφορετικές προτεραιότητες της νεολαίας, όπως επίσης στην ισχνή εθελοντική διάθεση της κοινωνίας. «Οι νέοι δεν έχουν πρόσβαση στην κατοικία, οι μισθοί είναι χαμηλοί, πώς να σκεφτούν τα μεταϋλιστικά διακυβεύματα;», αναρωτιέται η κ. Χατζησταύρου. «Η κλιματική κρίση είναι εδώ, τη βιώνουμε με πολύ επώδυνο τρόπο. Η αντιμετώπισή της, εκτός από τολμηρές πολιτικές απαιτεί και την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας. Να κατανοεί το πρόβλημα με βάση την επιστήμη, αλλά και να κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να μειώσει το δικό της κλιματικό αποτύπωμα», λέει ο κ. Καραβέλας, ο οποίος πάντως βλέπει όλο και περισσότερους νέους με διάθεση για δράση. «Πετυχημένα οικολογικά κόμματα με διάρκεια βρίσκουμε κυρίως στις χώρες με ιστορικά μεγαλύτερο βαθμό εκβιομηχάνισης, υπέρβασης των κλασικών πολιτικών σχημάτων, αλλά και ύπαρξης κοινωνιών με ισχυρότερες μεταϋλικές αξίες, εναλλακτισμό, συνεταιρισμό και εθελοντισμό. Στοιχεία δηλαδή που σπανίζουν στην ελληνική κοινωνία», αντιτείνει ο κ. Παπαδόπουλος.