Την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ένα δικαιότερο σύστημα επιδότησης της ανεργίας, με στόχο την ουσιαστική στήριξη των ανέργων κατά τους πρώτους κρίσιμους μήνες εξόδου από την αγορά εργασίας, παράλληλα με την παροχή κινήτρων για την όσο το δυνατόν πιο σύντομη επανένταξή τους, ξεκαθαρίζει μιλώντας στην «Κ» η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Νίκη Κεραμέως.
– Αν κι έχετε μόλις δύο μήνες στη θέση αυτή, θα ήθελα να ξεκινήσω τη συνέντευξή μας από το τέλος. Πώς θα θέλατε να σας θυμούνται στο υπουργείο Εργασίας. Ως μια υπουργό που άφησε τι ως παρακαταθήκη;
– Στόχος μου είναι, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, να προχωρήσουμε στη διαμόρφωση της «Στρατηγικής για την απασχόληση 2030». Μιας στρατηγικής που θα στηρίζεται στη διάγνωση των αναγκών και των δεξιοτήτων με προοπτική αυξημένης ζήτησης στην αγορά εργασίας, αλλά και στην οργανική σύνδεση της αγοράς με την εκπαίδευση και την κατάρτιση. Η ενίσχυση της απασχόλησης απαιτεί ολιστική προσέγγιση σε βάθος χρόνου. Παράλληλοι στόχοι, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση παρεμβάσεων που θωρακίζουν τη θέση εργαζομένων και συνταξιούχων και οδηγούν στη βελτίωση των συνθηκών και της ποιότητας του εργασιακού περιβάλλοντος.
– Στο πεδίο της ανεργίας βρίσκεται στα σκαριά μια πολύ σημαντική παρέμβαση, αναφορικά με το επίδομα ανεργίας. Ποιες είναι οι βασικές αλλαγές που σχεδιάζετε;
– Είναι επιτακτική, εκτιμώ, η αλλαγή στη φιλοσοφία και στην αρχιτεκτονική του επιδόματος ανεργίας. Το υπάρχον σύστημα, το οποίο σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1950, δεν ανταποκρίνεται πλέον επαρκώς σε βασικούς στόχους κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, όπως η ουσιαστική στήριξη των ανέργων σε κρίσιμο χρόνο, παράλληλα με την παροχή κινήτρων για την επανένταξη στην αγορά εργασίας. Οι αλλαγές που δρομολογούμε βασίζονται συνοπτικά σε τρεις αρχές:
α) Δικαιοσύνη, αφού θα λαμβάνεται υπόψη η ασφαλιστική ιστορία του ανέργου, και ένα μέρος του επιδόματος θα διαμορφώνεται ανάλογα με τον χρόνο εργασίας και τις αποδοχές, για παράδειγμα διαφορετικό επίδομα θα παίρνει κάποιος που δούλευε 40 ώρες την εβδομάδα και διαφορετικό κάποιος που δούλευε 25 ώρες.
β) Προσαρμογή στις πραγματικές ανάγκες του ανέργου, καθώς το επίδομα θα είναι μεγαλύτερο τους πρώτους μήνες, ώστε να τον στηρίξει στην αρχή της δύσκολης αυτής περιόδου.
γ) Παρακίνηση για γρήγορη επανένταξη στην αγορά εργασίας μέσω της εμπροσθοβαρούς καταβολής του επιδόματος.
– Σχεδιάζετε αλλαγές και στο εποχικό επίδομα;
– Ναι. Εχουν ήδη ξεκινήσει μελέτες για την αναμόρφωση και του εποχικού επιδόματος ανεργίας με στόχο την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής ανταποδοτικότητας και τη συσχέτισή του με τον πραγματικό χρόνο εργασίας.
– Ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει θέσει ως στόχο την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ μεικτά έως το τέλος του 2027. Σήμερα είναι στα 830, ήτοι 120 ευρώ κάτω από τον στόχο. Αυτό σημαίνει πως το 2025 θα αυξηθεί κατά περίπου 40 ευρώ;
– Πράγματι, η κυβέρνησή μας έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών. Ηδη από το 2019 ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κατά 27,7%, από τα 650 στα 830 ευρώ. Ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους για την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού θα εκκινήσει στις αρχές του 2025, η πορεία της οικονομίας μας επιτρέπει να πούμε ότι ο στόχος που έχει τεθεί για το 2027 είναι ρεαλιστικός και μπορεί να επιτευχθεί.
Ενας εργαζόμενος που αποκτά δικαίωμα σε σύνταξη λόγω αναπηρίας δεν θα χρειάζεται πια να διακόψει την εργασία του για να τη λάβει.
Παράλληλα, όμως, δεν παραγνωρίζουμε ότι η στήριξη της απασχόλησης και η δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας είναι μια πιο σύνθετη άσκηση και αφορά, μεταξύ άλλων, και τα κίνητρα που έχουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους και να παρέχουν εντέλει νέες θέσεις εργασίας, αυξάνοντας και τους μισθούς σε βάθος χρόνου. Γι’ αυτό εντοπίζουμε τις παρεμβάσεις μας, μεταξύ άλλων, και στο σκέλος της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, παράλληλα με την έμφαση στην κατάρτιση και τη διάγνωση δεξιοτήτων και αναγκών στην αγορά εργασίας.
– Οι κοινωνικοί εταίροι ζητούν την επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας από τους ίδιους. Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο, σε συνδυασμό και με την υποχρέωση της Ελλάδας για κύρωση της κοινοτικής οδηγίας που αφορά τους επαρκείς κατώτατους μισθούς;
– Στη μεγάλη πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών, ο κατώτατος μισθός ορίζεται έπειτα από τριμερείς διαβουλεύσεις μεταξύ κυβέρνησης, εργοδοτών και εργαζομένων, όπως άλλωστε γίνεται και στην Ελλάδα. Συνεπώς, οι κοινωνικοί εταίροι συμμετέχουν ενεργά στη διαβούλευση για τη διαμόρφωση του επιπέδου του κατώτατου μισθού. Η ευρωπαϊκή οδηγία πραγματεύεται δύο σημαντικά ζητήματα: επαρκείς κατώτατους μισθούς και αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Και τα δύο αυτά ζητήματα εντάσσονται στις προτεραιότητές μας και πρόθεσή μας είναι να συνεργαστούμε με τους κοινωνικούς εταίρους προς την κατεύθυνση αυτή. Γι’ αυτόν τον σκοπό έχει συσταθεί στο υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης ειδική επιτροπή εργασίας, το πόρισμα της οποίας αναμένεται να παραδοθεί εντός του Σεπτεμβρίου και το οποίο θα αποτελέσει αντικείμενο διαβούλευσης με όλους τους κοινωνικούς εταίρους για το τελικό κείμενο ενσωμάτωσης της οδηγίας.
– Και με τους μέσους μισθούς τι θα γίνει; Εδώ φαίνεται πως ο στόχος για 1.500 ευρώ μεικτά ίσως είναι πιο δύσκολος…
– Η αύξηση του μέσου μισθού είναι πράγματι μια συνθετότερη και πολυπαραγοντική άσκηση, καθώς συνέχεται ευρύτερα με τις πολιτικές τόνωσης της απασχόλησης και δημιουργίας καλύτερα αμειβόμενων δουλειών. Οπως προανέφερα, και προς την κατεύθυνση αυτή, οι παρεμβάσεις μας εντοπίζονται μεταξύ άλλων και στη σταδιακή μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, παράλληλα με την αντιστοίχιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Και επιτρέψτε μου να πω ότι και στο θέμα του μέσου μισθού έχουν γίνει σημαντικά βήματα. Ηδη σημειώνεται αύξηση 20,8% του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα: από 1.036 ευρώ τον Ιούλιο του 2019 σε 1.252 ευρώ τον Ιούλιο του 2024. Επιπλέον έχει αυξηθεί κατά 50% από το 2019 μέχρι σήμερα το ποσοστό των εργαζομένων που αμείβονται με πάνω από 1.000 ευρώ. Προφανώς έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας να διανύσουμε και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι πρωτοβουλίες μας.
– Εντός του 2025 ο σχεδιασμός προβλέπει μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,50 ποσοστιαίες μονάδες. Υπάρχει περίπτωση για περαιτέρω μείωση εντός του νέου έτους;
– Από τη μια είναι πολύ σημαντική η αύξηση του κατώτατου μισθού, και γι’ αυτό και την προωθούμε συστηματικά από το 2019, από την άλλη όμως –όπως προείπα– είναι κρίσιμη και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους για την τόνωση της απασχόλησης και την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας. Oπως ξέρετε, κ. Σαλούρου, έχει εξαγγελθεί και προϋπολογισθεί μισή μονάδα μείωση για το 2025 και άλλη μισή μονάδα για το 2027. Στόχος μας θα είναι πάντοτε να επιφέρουμε τη μεγαλύτερη δυνατή μείωση του μη μισθολογικού κόστους, λαμβάνοντας υπόψη προφανώς τις δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας.
– Eνα από τα προβλήματα που δεν πιστεύαμε ότι θα αντιμετωπίσουμε άμεσα, λόγω και του υψηλού ποσοστού ανεργίας, είναι οι χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας. Oλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι τα κενά καλύπτονται κατά κύριο λόγο με την αύξηση των μισθών, αλλά και την ένταξη στην αγορά εργασίας ομάδων που λόγω συνθηκών ή αδυναμίας δεν συμμετέχουν. Σχεδιάζετε κάποιες ειδικές δράσεις για την τόνωση της απασχόλησης σε αυτές τις ομάδες;
– Πρώτα απ’ όλα είναι πολύ θετικό ότι, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία έχει μειωθεί σημαντικά: τον Ιούνιο του 2024 το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε σε 9,5%, έναντι 11,5% τον Ιούνιο του 2023 και 17,5% τον Ιούνιο του 2019. Είναι η πρώτη φορά που –με επιβεβαιωμένα πλέον και όχι προσωρινά στοιχεία– το ποσοστό ανεργίας πέφτει κάτω από το 10% από το 2009. Ωστόσο δεν χωρεί κανένας εφησυχασμός, καθότι πλέον αντιμετωπίζουμε τον σκληρό πυρήνα της ανεργίας και κάθε προσπάθεια για περαιτέρω μείωση θα είναι ακόμη πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή υπάρχει, πράγματι, το ζήτημα της ανισορροπίας μεταξύ των προσφερόμενων δεξιοτήτων και των διαρκώς μεταβαλλόμενων αναγκών της αγοράς εργασίας, με το ζήτημα να εμφανίζεται εντονότερο ενδεικτικά στον πρωτογενή τομέα, στους κλάδους του τουρισμού, των κατασκευών, της μεταποίησης. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμη η διά βίου επαγγελματική κατάρτιση και ανάπτυξη δεξιοτήτων, μαζί με την κατάρτιση των μακροχρόνια ανέργων σε νέες δεξιότητες, καθώς και η ενίσχυση της τεχνικής εκπαίδευσης.
Ως υπουργείο Εργασίας δρομολογούμε, μέσω της ΔΥΠΑ, επανακατάρτιση σε συγκεκριμένες ειδικότητες και δεξιότητες, εστιάζοντας παράλληλα σε τέσσερις κατηγορίες πολιτών: στους νέους, στις γυναίκες, στα άτομα με αναπηρία και στους συνταξιούχους. Και τούτο διότι στις κατηγορίες αυτές παρουσιάζεται το μεγαλύτερο εν δυνάμει πεδίο βελτίωσης. Ειδικά σε ό,τι αφορά τους ηλικιωμένους, με το νέο πλαίσιο για την απασχόληση συνταξιούχων δίχως περικοπή της σύνταξης έχουν ήδη δηλώσει την εργασία τους περισσότεροι από 190.000 συνταξιούχοι, ενισχύοντας έτσι και τους δημόσιους πόρους. Προωθούμε στενότερη συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους για να εντάξουμε περαιτέρω αυτές τις κοινωνικές ομάδες στην αγορά εργασίας, καθώς και με το υπουργείο Παιδείας για την απασχόληση συγκεκριμένα των νέων και τη δημιουργία ενός πιο ελκυστικού πλαισίου για την απασχόληση σπουδαστών και φοιτητών.
– Στο πεδίο του ασφαλιστικού θα υπάρξει τελικά εντός του φθινοπώρου κάποιο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και ποιες θα είναι οι βασικές παρεμβάσεις του;
– Θα υπάρξουν κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες και μία από αυτές θα αφορά τους εργαζομένους που αποκτούν δικαίωμα σύνταξης λόγω αναπηρίας. Συγκεκριμένα θα τους επιτρέπεται η χορήγηση αναπηρικής σύνταξης χωρίς την προηγούμενη διακοπή της ασφαλιστέας απασχόλησης, προκειμένου να εναρμονιστεί το κανονιστικό πλαίσιο με τις υφιστάμενες ρυθμίσεις περί απασχόλησης συνταξιούχων αναπηρίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένας εργαζόμενος που αποκτά δικαίωμα σε σύνταξη λόγω αναπηρίας δεν θα χρειάζεται πια να διακόψει την εργασία του για να τη λάβει. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό μέτρο, το οποίο ενισχύει την ίση μεταχείριση των ΑμεΑ, τονώνοντας παράλληλα έτι περαιτέρω την απασχόληση.