Το «μαύρο κουτί» ενός κομματικού ναυαγίου

Το «μαύρο κουτί» ενός κομματικού ναυαγίου

Από τον Συνασπισμό της δεκαετίας του ’90 στην τσιμεντωμένη γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ και στο πολιτισμικώς απροσάρμοστο εγχείρημα του Κασσελάκη

7' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προηγείται ή έπεται η πολιτική του πολιτισμού; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Για να μπεις στην αρένα της πολιτικής χρειάζεται να έχεις αφομοιώσει τους κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς, τους κώδικες που ισχύουν στην κάθε αρένα. Αν μπεις στην αρένα ξεκοκαλίζοντας ορεσίβια κατσικάκια Κρήτης, ή με σκυλάκια και γατάκια στην αγκαλιά, αν επισκέπτεσαι ξένους υπουργούς Οικονομικών με αμφίεση ροκ σταρ, αν κάθεσαι στα έδρανα όπως στις ξαπλώστρες της πλαζ, αν ουρλιάζεις και χειροδικείς, τότε δείχνεις ή πως μπήκες σε λάθος μέρος ή έχεις προαποφασίσει να χάσεις. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, από τον 19ο αιώνα, έχει αποκτήσει τους δικούς του κώδικες, δεοντολογίες, στυλ. Δέχεται προκλήσεις, αλλά πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου προκάλεσε το σύστημα πριν από 50 χρόνια, αλλά και τους κανόνες ήξερε –κυριολεκτικά από κούνια–, και το πολιτικό pedigree διέθετε, και μια τεράστια προσωπικότητα η οποία δημιουργούσε εξαρχής κύρος. Πριν από όλα κύρος, και το πολιτικό κύρος πριν ακόμα γίνει πολιτικό πρέπει να είναι πολιτισμικό. Και ενώ η έλλειψη κύρους φωνασκεί, το κύρος επιβάλλεται και με τη σιωπή του.

Χωρίς προϊστορία

Hρθε λοιπόν πέρυσι το καλοκαίρι ένα νέο παιδί στην ελληνική πολιτική αρένα. Καλών προθέσεων, με αφοπλιστικό βλέμμα, επικοινωνιακός, μιλούσε μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από των καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα πολιτικών, χωρίς κανένα πολιτικό pedigree, χωρίς προϊστορία. Τάραξε τα νερά στον ΣΥΡΙΖΑ, δημιούργησε ισχυρές συμπάθειες και εξίσου ισχυρές αντιπάθειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε συνθήκες ήττας, βρισκόταν σε διαδικασία αλλαγής αρχηγού και μάλιστα εκείνου που οδήγησε το κόμμα στην εξουσία και διέθετε προσωπική εμβέλεια, θετική ή αρνητική, πολύ πέραν των ορίων του κόμματός του. Μια παρόμοια διαδοχή δεν ήταν εύκολη.

Οι αλλαγές ηγεσίας των κομμάτων, για να έχουν σημασία, βιωσιμότητα και επιτυχία, χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον, μακρά προετοιμασία με συμμετοχή ομάδας στελεχών που θα αποτελέσει την επόμενη ηγεσία και, δεύτερον, χρειάζονται μια καινούργια ιδέα, επεξεργασμένη, σαφή, με δυνατότητας απήχησης και πέραν των κομματικών ορίων. Παραδειγματική ήταν η μετάβαση στο ΠΑΣΟΚ, από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Κώστα Σημίτη. Είχε προετοιμαστεί εγκαίρως και πρόβαλε την πανίσχυρη ιδέα του Εκσυγχρονισμού, η οποία αντικατέστησε εκείνη της Αλλαγής. Αυτή η ιδέα εξασφάλισε προσχωρήσεις διανοουμένων και στελεχών της ανανεωτικής Aριστεράς, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε γοητεία στα νέα ανερχόμενα αστικά στρώματα. Επειτα όμως από εκείνη τη μετάβαση, το ΠΑΣΟΚ στέρεψε από ιδέες, ή είχε πολλές, αλλά καμία προεξάρχουσα. Η ανάλογη ισχυρή μεταβολή συνέβη στη Ν.Δ. το 2016 με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος και ένα νέο προσωπικό έφερε μαζί του, και κεφαλαιοποίησε τη φιλομνημονιακή κριτική της ελληνικής κοινωνίας. Το ερώτημα είναι: είχαμε κάτι ανάλογο στον ΣΥΡΙΖΑ; Μια τάση προετοιμασίας διάδοχης ηγεσίας; Νέες ιδέες για το κόμμα στη μεταμνημονιακή εποχή; Κατηγορηματικά όχι.

Πολλές τάσεις, λίγες ιδέες

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλές τάσεις, αλλά λίγες ιδέες. Οι περισσότεροι διανοούμενοι –και κυρίως οι νέοι διανοούμενοι– ήταν αποστασιοποιημένοι, τους είχε καταπιεί η επαγγελματική ανασφάλεια ή η χοάνη των πολιτικών ταυτότητας. Oταν ήρθε η ώρα της διαδοχής δεν υπήρχαν προσωπικότητες που θα είχαν ένα ηγετικό προφίλ και κυρίως το κύρος και την εμβέλεια της απήχησης. Σοβαρές προσωπικότητες ναι, αλλά όχι ηγετικές. Ούτε μέσα ούτε έξω. Και αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια. Οι διάδοχοι αποδείχθηκαν σκιές που εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα, και χωρίς καν να δώσουν μάχη κλείστηκαν στο καβούκι της ιδεολογικής τους ασφάλειας μόλις νικήθηκαν από τον νεοεισελθόντα. Η απουσία διάδοχου ηγετικού δυναμικού από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει τις αιτίες της. Ο πυρήνας αυτού του κόμματος ήταν ο Συνασπισμός, ο οποίος έφθινε στη δεκαετία του ’90, μετά τη διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αιμοδοτήθηκε όμως με νέο προσωπικό από όλα εκείνα τα παιδιά που συμμετείχαν στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης και στα νέα κοινωνικά κινήματα που συναρθρώνονταν μαζί της. Δύο δεκαετίες, έως τη νεανική εξέγερση στην Αθήνα το 2008, παρήγαν ριζοσπαστικές συνειδήσεις, οι οποίες αποτελούσαν μια διασπορά γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, την ατμόσφαιρα στην οποία ανέπνεε. Το κόμμα άρχισε να ανεβαίνει εξαιτίας της τεράστιας δυσαρέσκειας που δημιουργούσαν τα μνημόνια, όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και για λόγους που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια, η οποία προσβαλλόταν κάθε στιγμή και με όλους τους τρόπους. Και ευτυχώς που υπήρχε η δεξαμενή της αντιμνημονιακής Αριστεράς, γιατί θα μπορούσε η δυσαρέσκεια να φουσκώσει τη θυμωμένη Χρυσή Αυγή. Δεν υπήρξε όμως ώσμωση ανάμεσα στα δύο είδη κόσμου και στις διαφορετικές κουλτούρες που συνέρρεαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το έτος 2015 είναι από τα κομβικότερα της σύγχρονης ιστορίας μας και θα πρέπει να το ξαναδούμε. Θα μπορούσε να αποφευχθεί εκείνη η μεγάλη αναμέτρηση του δημοψηφίσματος, ή να διασπαρεί σε χαμηλότερης έντασης και λιγότερο δραματικές αναμετρήσεις; Πάντως η στροφή στην αποδοχή του τρίτου μνημονίου ήταν η πραγματικότητα, και θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μια τελικά συνηθισμένη κατανόηση των ευρωπαϊκών ορίων του ελληνικού ριζοσπαστισμού, ανάλογη εκείνης που είχε δείξει ο Ανδρέας Παπανδρέου με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ το 1981. Το ζήτημα όμως ήταν από εκεί και πέρα. Το προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε μια κουλτούρα μεταρρυθμίσεων και αριστερού εκσυγχρονισμού. Καθώς μεγάλωσαν στους δρόμους εναντίον των μεταρρυθμίσεων της εικοσαετίας 1990-2010, ακόμη και τη λέξη «μεταρρύθμιση» την απέκρουαν. Η μόνη λέξη που περνούσε ήταν η λέξη Αντίσταση, Αντίσταση και Πάλη κ.λπ. Οι λέξεις αυτές είχαν συναισθηματικό βάρος, αλλά στερούνταν πολιτικού βάρους στη συγκεκριμένη συγκυρία. Και εκεί το Βατερλώ στη διαχείριση της εξουσίας μετά τον Σεπτέμβριο του 2015. Προσπάθησαν να διαχειριστούν με ανθρωπισμό το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα και να αντιμετωπίσουν την ανθρωπιστική κρίση στη χώρα. Πράγματα που πρέπει να τους αναγνωριστούν. Σε τομείς όμως εκτός της εμβέλειας των μνημονίων, όπως λ.χ. στην εκπαίδευση, μεγαλόστομα συνθήματα – φτωχά αποτελέσματα. Δεν φταίνε ασφαλώς τα μνημόνια που δεν άλλαξαν τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας. Φταίει μήπως η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ;

Οι αλλαγές ηγεσίας χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον, μακρά προετοιμασία με συμμετοχή ομάδας στελεχών που θα αποτελέσει την επόμενη ηγεσία και, δεύτερον, μια καινούργια ιδέα.

Το 2019, με την έξοδο από την κυβέρνηση, ο Τσίπρας επιχείρησε ένα μεγάλο άνοιγμα ώστε να καταστήσει και να εδραιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Ηταν βέβαια αργά, γιατί το επιχείρησε από μια θέση ήττας. Επρεπε να το επιχειρήσει τον Σεπτέμβριο του 2015. Αντί να ξανασχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, έπρεπε να προσεγγίσει τη Γεννηματά, και με μια σειρά συμβιβασμών και υπερβάσεων να σχηματίσει κοινή κυβέρνηση. Βέβαια, όλα τα ενδεχόμενα σε κάθε παρόμοια υπόθεση είναι ανοιχτά. Και της επιτυχίας και της αποτυχίας. Αλλά από το 2019 και έπειτα, η υπόθεση διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε τεράστιες αντιστάσεις. Αντιστάσεις εν μέρει δικαιολογημένες γιατί ήταν μια διεύρυνση χωρίς σαφείς αρχές και κριτήρια, και προπαντός χωρίς προετοιμασία μιας πλατφόρμας για το τι θα σήμαινε μια μεταμνημονιακή Ελλάδα, ποιον εναλλακτικό δρόμο θα επιδίωκε. Από την άλλη, τα νευραλγικά κέντρα του κόμματος, νομαρχιακές και κλαδικές, ήταν κατειλημμένες από την κομματική γραφειοκρατία που ήταν τσιμεντωμένη στις θέσεις της Αριστεράς του ’90. Οι δύο φυλές του ΣΥΡΙΖΑ, οι προ της κρίσης και οι νεοεισελθόντες στην κρίση, δεν ομογενοποιήθηκαν και ο εμφύλιος μαινόταν ενώ το κόμμα όδευε από κρίση σε κρίση.

Μεταπολιτική χωρίς βάθος

Ο Στέφανος Κασσελάκης σε αυτές τις συνθήκες φάνηκε ότι αποτελεί κάτι εξωτερικό που έρχεται να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού και το ύφος του. Το στυλ όμως που γοήτευε –αυτό που ονομάστηκε μεταπολιτική– είχε ανάγκη από βάθος. Βάθος κατανόησης των πραγμάτων, βλέμμα που διεισδύει βαθιά στο μέλλον, κατάρτιση στη σύγχρονη πολιτική, αλλά και ικανότητα να μεταφράζεις και να προσαρμόζεις το πολιτισμικό σου ύφος στα δεδομένα, χωρίς να ισοπεδώνεσαι. Αλλά αυτό το βάθος δεν το είχε. Η προβολή του προσωπικού στυλ ήταν ανεπεξέργαστη και το προσωπικό επικράτησε πάνω στο πολιτικό. Το συνέτριψε. Είναι γεγονός ότι αντιμετώπισε υστερία από τους αντιπάλους του. Αλλά δεν του αντιστοιχούσε το επιτελείο που στοιχιζόταν πίσω του και εξέπεμπε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές αναφορές από αυτές που επιδίωκε ο ίδιος. Στα πρώτα του βήματα δεν έχτισε κύρος, αλλά μπλέχτηκε σε αντιδικίες τις οποίες δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Η τωρινή κατάληξη ήταν μοιραία. Μπήκε στην αρένα της ελληνικής πολιτικής γυμνός και ξυπόλυτος.

Ταλέντα δεν υπάρχουν πια

Εξίσου μεγάλες ευθύνες βαραίνουν και τους αντιπάλους του, οι οποίοι ελπίζω να τις συνειδητοποίησαν με το χαστούκι του 2,5% στις ευρωεκλογές. Πρέπει όμως να ξανατεθούν βασικά ερωτήματα: Τι μπορεί να είναι ένα κόμμα σήμερα; Αυτό που νομίζουμε δεν υπάρχει, αυτό που υπάρχει δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον, και αυτό που θα θέλαμε δεν το έχουμε καταλάβει ακόμη. Υπάρχουν όμως δυνατότητες; Στην κοινωνία μας έχουν υπάρξει πολύ μεγάλες μετατοπίσεις, και κυρίως από τη σφαίρα του δημόσιου στη σφαίρα του ιδιωτικού. Με δυο λόγια, δεν υπάρχουν ταλέντα πρόθυμα να συμμετάσχουν στην πολιτική. Οι καλύτεροι το αποφεύγουν. Το έλλειμμα προσώπων ανακυκλώνεται από την απροθυμία των πολιτικών γραφειοκρατιών να ανοίξουν χώρο και από την κομματική ασφυξία. Αυτό αφορά την Αριστερά, αλλά αφορά και τα άλλα πολιτικά κόμματα.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Προηγείται ή έπεται η πολιτική του πολιτισμού; Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό. Για να μπεις στην αρένα της πολιτικής χρειάζεται να έχεις αφομοιώσει τους κανόνες της πολιτισμένης συμπεριφοράς, τους κώδικες που ισχύουν στην κάθε αρένα. Αν μπεις στην αρένα ξεκοκαλίζοντας ορεσίβια κατσικάκια Κρήτης, ή με σκυλάκια και γατάκια στην αγκαλιά, αν επισκέπτεσαι ξένους υπουργούς Οικονομικών με αμφίεση ροκ σταρ, αν κάθεσαι στα έδρανα όπως στις ξαπλώστρες της πλαζ, αν ουρλιάζεις και χειροδικείς, τότε δείχνεις ή πως μπήκες σε λάθος μέρος ή έχεις προαποφασίσει να χάσεις. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, από τον 19ο αιώνα, έχει αποκτήσει τους δικούς του κώδικες, δεοντολογίες, στυλ. Δέχεται προκλήσεις, αλλά πρέπει να είναι πολύ καλά προετοιμασμένες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου προκάλεσε το σύστημα πριν από 50 χρόνια, αλλά και τους κανόνες ήξερε –κυριολεκτικά από κούνια–, και το πολιτικό pedigree διέθετε, και μια τεράστια προσωπικότητα η οποία δημιουργούσε εξαρχής κύρος. Πριν από όλα κύρος, και το πολιτικό κύρος πριν ακόμα γίνει πολιτικό πρέπει να είναι πολιτισμικό. Και ενώ η έλλειψη κύρους φωνασκεί, το κύρος επιβάλλεται και με τη σιωπή του.

Χωρίς προϊστορία

Hρθε λοιπόν πέρυσι το καλοκαίρι ένα νέο παιδί στην ελληνική πολιτική αρένα. Καλών προθέσεων, με αφοπλιστικό βλέμμα, επικοινωνιακός, μιλούσε μια άλλη γλώσσα, διαφορετική από των καθ’ έξιν ή κατ’ επάγγελμα πολιτικών, χωρίς κανένα πολιτικό pedigree, χωρίς προϊστορία. Τάραξε τα νερά στον ΣΥΡΙΖΑ, δημιούργησε ισχυρές συμπάθειες και εξίσου ισχυρές αντιπάθειες. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε συνθήκες ήττας, βρισκόταν σε διαδικασία αλλαγής αρχηγού και μάλιστα εκείνου που οδήγησε το κόμμα στην εξουσία και διέθετε προσωπική εμβέλεια, θετική ή αρνητική, πολύ πέραν των ορίων του κόμματός του. Μια παρόμοια διαδοχή δεν ήταν εύκολη.

Οι αλλαγές ηγεσίας των κομμάτων, για να έχουν σημασία, βιωσιμότητα και επιτυχία, χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον, μακρά προετοιμασία με συμμετοχή ομάδας στελεχών που θα αποτελέσει την επόμενη ηγεσία και, δεύτερον, χρειάζονται μια καινούργια ιδέα, επεξεργασμένη, σαφή, με δυνατότητας απήχησης και πέραν των κομματικών ορίων. Παραδειγματική ήταν η μετάβαση στο ΠΑΣΟΚ, από τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Κώστα Σημίτη. Είχε προετοιμαστεί εγκαίρως και πρόβαλε την πανίσχυρη ιδέα του Εκσυγχρονισμού, η οποία αντικατέστησε εκείνη της Αλλαγής. Αυτή η ιδέα εξασφάλισε προσχωρήσεις διανοουμένων και στελεχών της ανανεωτικής Aριστεράς, ενώ ταυτόχρονα ασκούσε γοητεία στα νέα ανερχόμενα αστικά στρώματα. Επειτα όμως από εκείνη τη μετάβαση, το ΠΑΣΟΚ στέρεψε από ιδέες, ή είχε πολλές, αλλά καμία προεξάρχουσα. Η ανάλογη ισχυρή μεταβολή συνέβη στη Ν.Δ. το 2016 με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος και ένα νέο προσωπικό έφερε μαζί του, και κεφαλαιοποίησε τη φιλομνημονιακή κριτική της ελληνικής κοινωνίας. Το ερώτημα είναι: είχαμε κάτι ανάλογο στον ΣΥΡΙΖΑ; Μια τάση προετοιμασίας διάδοχης ηγεσίας; Νέες ιδέες για το κόμμα στη μεταμνημονιακή εποχή; Κατηγορηματικά όχι.

Πολλές τάσεις, λίγες ιδέες

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλές τάσεις, αλλά λίγες ιδέες. Οι περισσότεροι διανοούμενοι –και κυρίως οι νέοι διανοούμενοι– ήταν αποστασιοποιημένοι, τους είχε καταπιεί η επαγγελματική ανασφάλεια ή η χοάνη των πολιτικών ταυτότητας. Oταν ήρθε η ώρα της διαδοχής δεν υπήρχαν προσωπικότητες που θα είχαν ένα ηγετικό προφίλ και κυρίως το κύρος και την εμβέλεια της απήχησης. Σοβαρές προσωπικότητες ναι, αλλά όχι ηγετικές. Ούτε μέσα ούτε έξω. Και αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια. Οι διάδοχοι αποδείχθηκαν σκιές που εξαφανίστηκαν από τον ορίζοντα, και χωρίς καν να δώσουν μάχη κλείστηκαν στο καβούκι της ιδεολογικής τους ασφάλειας μόλις νικήθηκαν από τον νεοεισελθόντα. Η απουσία διάδοχου ηγετικού δυναμικού από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει τις αιτίες της. Ο πυρήνας αυτού του κόμματος ήταν ο Συνασπισμός, ο οποίος έφθινε στη δεκαετία του ’90, μετά τη διάλυση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αιμοδοτήθηκε όμως με νέο προσωπικό από όλα εκείνα τα παιδιά που συμμετείχαν στο κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης και στα νέα κοινωνικά κινήματα που συναρθρώνονταν μαζί της. Δύο δεκαετίες, έως τη νεανική εξέγερση στην Αθήνα το 2008, παρήγαν ριζοσπαστικές συνειδήσεις, οι οποίες αποτελούσαν μια διασπορά γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ, την ατμόσφαιρα στην οποία ανέπνεε. Το κόμμα άρχισε να ανεβαίνει εξαιτίας της τεράστιας δυσαρέσκειας που δημιουργούσαν τα μνημόνια, όχι μόνο για λόγους οικονομικούς αλλά και για λόγους που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια, η οποία προσβαλλόταν κάθε στιγμή και με όλους τους τρόπους. Και ευτυχώς που υπήρχε η δεξαμενή της αντιμνημονιακής Αριστεράς, γιατί θα μπορούσε η δυσαρέσκεια να φουσκώσει τη θυμωμένη Χρυσή Αυγή. Δεν υπήρξε όμως ώσμωση ανάμεσα στα δύο είδη κόσμου και στις διαφορετικές κουλτούρες που συνέρρεαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το έτος 2015 είναι από τα κομβικότερα της σύγχρονης ιστορίας μας και θα πρέπει να το ξαναδούμε. Θα μπορούσε να αποφευχθεί εκείνη η μεγάλη αναμέτρηση του δημοψηφίσματος, ή να διασπαρεί σε χαμηλότερης έντασης και λιγότερο δραματικές αναμετρήσεις; Πάντως η στροφή στην αποδοχή του τρίτου μνημονίου ήταν η πραγματικότητα, και θα πρέπει να αναγνωριστεί ως μια τελικά συνηθισμένη κατανόηση των ευρωπαϊκών ορίων του ελληνικού ριζοσπαστισμού, ανάλογη εκείνης που είχε δείξει ο Ανδρέας Παπανδρέου με το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ το 1981. Το ζήτημα όμως ήταν από εκεί και πέρα. Το προσωπικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε μια κουλτούρα μεταρρυθμίσεων και αριστερού εκσυγχρονισμού. Καθώς μεγάλωσαν στους δρόμους εναντίον των μεταρρυθμίσεων της εικοσαετίας 1990-2010, ακόμη και τη λέξη «μεταρρύθμιση» την απέκρουαν. Η μόνη λέξη που περνούσε ήταν η λέξη Αντίσταση, Αντίσταση και Πάλη κ.λπ. Οι λέξεις αυτές είχαν συναισθηματικό βάρος, αλλά στερούνταν πολιτικού βάρους στη συγκεκριμένη συγκυρία. Και εκεί το Βατερλώ στη διαχείριση της εξουσίας μετά τον Σεπτέμβριο του 2015. Προσπάθησαν να διαχειριστούν με ανθρωπισμό το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα και να αντιμετωπίσουν την ανθρωπιστική κρίση στη χώρα. Πράγματα που πρέπει να τους αναγνωριστούν. Σε τομείς όμως εκτός της εμβέλειας των μνημονίων, όπως λ.χ. στην εκπαίδευση, μεγαλόστομα συνθήματα – φτωχά αποτελέσματα. Δεν φταίνε ασφαλώς τα μνημόνια που δεν άλλαξαν τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας. Φταίει μήπως η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ;

Οι αλλαγές ηγεσίας χρειάζονται δύο πράγματα. Πρώτον, μακρά προετοιμασία με συμμετοχή ομάδας στελεχών που θα αποτελέσει την επόμενη ηγεσία και, δεύτερον, μια καινούργια ιδέα.

Το 2019, με την έξοδο από την κυβέρνηση, ο Τσίπρας επιχείρησε ένα μεγάλο άνοιγμα ώστε να καταστήσει και να εδραιώσει τον ΣΥΡΙΖΑ κόμμα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Ηταν βέβαια αργά, γιατί το επιχείρησε από μια θέση ήττας. Επρεπε να το επιχειρήσει τον Σεπτέμβριο του 2015. Αντί να ξανασχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ, έπρεπε να προσεγγίσει τη Γεννηματά, και με μια σειρά συμβιβασμών και υπερβάσεων να σχηματίσει κοινή κυβέρνηση. Βέβαια, όλα τα ενδεχόμενα σε κάθε παρόμοια υπόθεση είναι ανοιχτά. Και της επιτυχίας και της αποτυχίας. Αλλά από το 2019 και έπειτα, η υπόθεση διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπιζε τεράστιες αντιστάσεις. Αντιστάσεις εν μέρει δικαιολογημένες γιατί ήταν μια διεύρυνση χωρίς σαφείς αρχές και κριτήρια, και προπαντός χωρίς προετοιμασία μιας πλατφόρμας για το τι θα σήμαινε μια μεταμνημονιακή Ελλάδα, ποιον εναλλακτικό δρόμο θα επιδίωκε. Από την άλλη, τα νευραλγικά κέντρα του κόμματος, νομαρχιακές και κλαδικές, ήταν κατειλημμένες από την κομματική γραφειοκρατία που ήταν τσιμεντωμένη στις θέσεις της Αριστεράς του ’90. Οι δύο φυλές του ΣΥΡΙΖΑ, οι προ της κρίσης και οι νεοεισελθόντες στην κρίση, δεν ομογενοποιήθηκαν και ο εμφύλιος μαινόταν ενώ το κόμμα όδευε από κρίση σε κρίση.

Μεταπολιτική χωρίς βάθος

Ο Στέφανος Κασσελάκης σε αυτές τις συνθήκες φάνηκε ότι αποτελεί κάτι εξωτερικό που έρχεται να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού και το ύφος του. Το στυλ όμως που γοήτευε –αυτό που ονομάστηκε μεταπολιτική– είχε ανάγκη από βάθος. Βάθος κατανόησης των πραγμάτων, βλέμμα που διεισδύει βαθιά στο μέλλον, κατάρτιση στη σύγχρονη πολιτική, αλλά και ικανότητα να μεταφράζεις και να προσαρμόζεις το πολιτισμικό σου ύφος στα δεδομένα, χωρίς να ισοπεδώνεσαι. Αλλά αυτό το βάθος δεν το είχε. Η προβολή του προσωπικού στυλ ήταν ανεπεξέργαστη και το προσωπικό επικράτησε πάνω στο πολιτικό. Το συνέτριψε. Είναι γεγονός ότι αντιμετώπισε υστερία από τους αντιπάλους του. Αλλά δεν του αντιστοιχούσε το επιτελείο που στοιχιζόταν πίσω του και εξέπεμπε εντελώς διαφορετικές πολιτικές και πολιτισμικές αναφορές από αυτές που επιδίωκε ο ίδιος. Στα πρώτα του βήματα δεν έχτισε κύρος, αλλά μπλέχτηκε σε αντιδικίες τις οποίες δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Η τωρινή κατάληξη ήταν μοιραία. Μπήκε στην αρένα της ελληνικής πολιτικής γυμνός και ξυπόλυτος.

Ταλέντα δεν υπάρχουν πια

Εξίσου μεγάλες ευθύνες βαραίνουν και τους αντιπάλους του, οι οποίοι ελπίζω να τις συνειδητοποίησαν με το χαστούκι του 2,5% στις ευρωεκλογές. Πρέπει όμως να ξανατεθούν βασικά ερωτήματα: Τι μπορεί να είναι ένα κόμμα σήμερα; Αυτό που νομίζουμε δεν υπάρχει, αυτό που υπάρχει δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον, και αυτό που θα θέλαμε δεν το έχουμε καταλάβει ακόμη. Υπάρχουν όμως δυνατότητες; Στην κοινωνία μας έχουν υπάρξει πολύ μεγάλες μετατοπίσεις, και κυρίως από τη σφαίρα του δημόσιου στη σφαίρα του ιδιωτικού. Με δυο λόγια, δεν υπάρχουν ταλέντα πρόθυμα να συμμετάσχουν στην πολιτική. Οι καλύτεροι το αποφεύγουν. Το έλλειμμα προσώπων ανακυκλώνεται από την απροθυμία των πολιτικών γραφειοκρατιών να ανοίξουν χώρο και από την κομματική ασφυξία. Αυτό αφορά την Αριστερά, αλλά αφορά και τα άλλα πολιτικά κόμματα.

Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι ομότιμος καθηγητής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT