Ησουν νέος και δεξιός; Ήσουν λεπρός

Στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης η ΝΔ ήταν κυρίαρχη, αλλά στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και στις πορείες δεν τολμούσες να πεις ότι είσαι Νεοδημοκράτης. Παλιοί ΔΑΠίτες και ΟΝΝΕΔίτες θυμούνται την εποχή που βρίσκονταν στο περιθώριο

14' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 1982, όχι πολύ μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το ιστορικό, αριστερών καταβολών περιοδικό Αντί δημοσιεύει ένα ρεπορτάζ από το Café de Paris στη συμβολή της Μασσαλίας με την οδό Καπλανών, περιβόητο στέκι των μελών της ΔΑΠ Νομικής Αθηνών· αντίθετα, το Quartier Latin, στην άλλη όχθη της Μασσαλίας, πλημμύριζε από «προοδευτικούς» φοιτητές όλων των αποχρώσεων. Έκπληκτη, η δημοσιογράφος που υπέγραφε το ρεπορτάζ διαβεβαίωνε τους αναγνώστες του περιοδικού ότι οι ΔΑΠίτες ήταν κανονικοί άνθρωποι, δηλαδή χωρίς χαυλιόδοντες, πύρινες φλόγες ή ουρές προϊστορικών ερπετών· ορισμένοι, δε, διάβαζαν ποιοτικά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας, είχαν καλό γούστο στη μουσική και ήταν σχεδόν συμπαθητικοί. Μα ήταν ποτέ δυνατόν;

Η τεράστια αυτή… αποκάλυψη μπορεί να προκαλεί θυμηδία το 2024, αλλά το 1982 απηχούσε μια πολύ χειροπιαστή πραγματικότητα, προϊόν του πολιτικού ριζοσπαστισμού των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Η έννοια ότι ένας νέος άνθρωπος εκείνης της εποχής πολιτικοποιείται και δεν ανήκει σε κάποια νεολαία, φοιτητική οργάνωση, ομάδα ή υποομάδα της ευρύτερης Αριστεράς (του ΠΑΣΟΚ συμπεριλαμβανομένου φυσικά) ήταν περίπου ανήκουστη, στα όρια της επιστημονικής φαντασίας. Ο Δημήτρης Τσιγγούνης ανήκε σε αυτή την… ακραία μειοψηφία και μάλιστα το 1978 έγινε ο δεύτερος, κατά σειρά, πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ (Οργάνωση Νέων Νέας Δημοκρατίας), που ιδρύθηκε στις 17 Οκτωβρίου, ακριβώς έναν μήνα πριν από τις πρώτες βουλευτικές εκλογές μετά την πτώση της χούντας. «Ήμασταν πραγματικά υπό διωγμόν από παντού», θυμάται σήμερα. «Δεν μας επέτρεπαν να συμμετέχουμε στις πορείες για την επέτειο του Πολυτεχνείου, γιατί είχε επικρατήσει η εντελώς ανυπόστατη προπαγάνδα της Αριστεράς αλλά και του ΠΑΣΟΚ ότι ήμασταν κατά κάποιον τρόπο η συνέχεια της χούντας. Αν είναι ποτέ δυνατόν! Αυτοί που υποστήριζαν ανοιχτά απολυταρχικά, καταπιεστικά και ανελεύθερα καθεστώτα σε όλο τον κόσμο αποκαλούσαν τους εαυτούς τους “δημοκράτες” κι εμείς που ήμασταν αναφανδόν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας οφείλαμε να απολογηθούμε. Απίστευτα πράγματα». 

Ησουν νέος και δεξιός; Ήσουν λεπρός-1
Γιώργος Βουλγαράκης και Βαγγέλης Μεϊμαράκης στο πρώτο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ, τον Μάρτιο του 1987. Η σκυτάλη της ηγεσίας της οργάνωσης πέρασε τότε από τον Μεϊμαράκη στον Βουλγαράκη. (Φωτογραφία: Αρχείο ONNEΔ)

Το βάπτισμα του πυρός

Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ, με δυναμική θητεία και στην ηγεσία της ΟΝΝΕΔ την περίοδο 1984-1987 και σήμερα ευρωβουλευτής του κόμματος, Βαγγέλης Μειμαράκης, επιβεβαιώνει το κλίμα τρομοκρατίας που επικρατούσε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης εναντίον των, ούτως ή άλλως, λιγοστών μελών της νεοσύστατης ΟΝΝΕΔ. Θυμάται καθαρά τα σοβαρά επεισόδια που ξέσπασαν την 21η Απριλίου του 1975 σε μια πορεία για την επέτειο από το πραξικόπημα της χούντας, πορεία που δεν μακροημέρευσε όπως η αντίστοιχη για το Πολυτεχνείο. «Το δικό μας μπλοκ έφαγε το… ξύλο της αρκούδας, ακόμα κι αν ήμασταν οι εμπνευστές του συνθήματος “Ποτέ πια στο ΝΑΤΟ”…». Ο Βαγγέλης Μειμαράκης θυμάται ένα ακόμα χαρακτηριστικό περιστατικό, ενδεικτικό της έντασης και της οξύτητας των πνευμάτων στα μεταπολιτευτικά αμφιθέατρα. «Επειδή ήμουν μέσα στο Πολυτεχνείο το 1973, έχαιρα κάποιας εκτίμησης στους ιδεολογικούς μας αντιπάλους κι έτσι μου επέτρεψαν να πω δυο λόγια σε μια εκδήλωση στο Πάντειο. Θυμάμαι ο αείμνηστος Άγγελος Μοσχονάς, μέλος της αρχικής ηγετικής ομάδας της ΟΝΝΕΔ, με είχε δασκαλέψει να περάσω στην ομιλία οπωσδήποτε τα ονόματα του κόμματος και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. “Ο,τι κι αν γίνει, να προλάβεις να τα πεις για να ακουστούν στο αμφιθέατρο”, μου είχε πει. Ανεβαίνω στο βήμα, αλλά με προσφωνούν “σύντροφο Μεϊμαράκη” κι εγώ προσπαθώ να το διορθώσω εντέχνως. Πέφτει παγωμάρα στην κατάμεστη αίθουσα, αλλά συνεχίζω απτόητος λέγοντας: “Φίλοι και φίλες, βρίσκομαι εδώ εκφράζοντας τις αρχές της δημοκρατίας που εκφράζουν η Νέα Δημοκρατία και ο ιδρυτής της Κωνσταντίνος Καραμανλής”… Μόλις το λέω αυτό, γίνεται χαμός, με κατεβάζουν άρον άρον και με πλακώνουν στο ξύλο, μου σκίζουν το μπουφάν… Τα μεταφέρω αργότερα στον Μοσχονά, ο οποίος δεν δείχνει ιδιαίτερη συμπόνια για το πάθημά μου, αλλά αντιθέτως μου δίνει συγχαρητήρια λέγοντας: “Δεν πειράζει, πήρες το βάπτισμα του πυρός, μπράβο σου!”». 

Τα «πέτρινα χρόνια»

Ήταν χωρίς αμφιβολία τα «πέτρινα χρόνια» της ΟΝΝΕΔ. «Όχι μόνο δεχόμασταν επιθέσεις, κατέστρεφαν περίπτερά μας και δεν μας άφηναν να μιλάμε στα αμφιθέατρα ή εκδηλώσεις μας σημαδεύονταν από επεισόδια, όπως μία που θυμάμαι στο Ακροπόλ, αλλά επίσης αυτό το κλίμα απέτρεπε φοιτητές που ήταν ιδεολογικά κοντά μας να φοβούνται να εκδηλωθούν δημόσια σε παρέες ή πολύ περισσότερο σε συνελεύσεις, γιατί ήξεραν πολύ καλά τι θα ακολουθήσει», λέει ο κ. Δημήτρης Τσιγγούνης σχεδόν μισό αιώνα μετά. «Τα παιδιά έτρεμαν μια τέτοια αποκάλυψη για τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, γιατί μπορούσε να έχει σοβαρή επίπτωση στην κοινωνική και φοιτητική τους ζωή». Η κατάσταση ήταν αρκετά ηπιότερη στη Θεσσαλονίκη και στη Μακεδονία, λόγω της καταγωγής του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι η φοιτητική οργάνωση της Αθήνας ονομάστηκε αρχικά ΔΑΠ (Δημοκρατική Ανανεωτική Παράταξη), χωρίς καμία αναφορά στη σχέση της με το κόμμα, ενώ αντίθετα η αντίστοιχη της Θεσσαλονίκης είχε το θάρρος να πει τα πράγματα με το όνομά τους: Νέα Δημοκρατική Φοιτητική Κίνηση (ΝΔΦΚ). Οι δύο οργανώσεις θα ενοποιηθούν το φθινόπωρο του 1976, χωρίς αυτό να σηματοδοτήσει κάποια αξιοσημείωτη αύξηση της επιρροής τους στις φοιτητικές εκλογές, που παρέμεινε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στην περιοχή του 10%. 

«Όχι μόνο δεχόμασταν επιθέσεις, κατέστρεφαν περίπτερά μας και δεν μας άφηναν να μιλάμε στα αμφιθέατρα ή εκδηλώσεις μας σημαδεύονταν από επεισόδια».

Αν και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και πρώην πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ (1992-94) Κωστής Χατζηδάκης έρχεται στην Αθήνα το 1983 για να σπουδάσει στη Νομική, πρόλαβε οριακά αυτό το δυσάρεστο, άβολο, εχθροπαθές κλίμα. «Θυμάμαι τη θεία μου, στο σπίτι της οποίας έμεινα αρχικά φτάνοντας στην Αθήνα από το Ρέθυμνο, να ανησυχεί για μένα. “Εκεί που πας να μπλέξεις, θα έχεις πολλές πίκρες”, με προειδοποιούσε, αλλά εγώ είχα το μικρόβιο της πολιτικής από πολύ μικρός, δεν με πτοούσε τίποτα».

«Εμείς ήμασταν το πραγματικό περιθώριο»

Από αυτή την άποψη πολύτιμη αποδεικνύεται η… μεταμφιεσμένη μαρτυρία του δικηγόρου και σημερινού νομικού συμβούλου της ΔΕΗ Αργύρη Οικονόμου στο βιβλίο της Αγγέλας Καστρινάκη …Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς; (εκδόσεις Κίχλη, 2019), όπου η συγγραφέας συστήνει στους αναγνώστες της «τον μοναδικό» δεξιό της φίλο, όπως γράφει, με το ψευδώνυμο «Αναστάσης». Η γνωριμία των δύο πάλαι ποτέ ιδεολογικών αντιπάλων γίνεται διαδικτυακά, στον απόηχο των γεγονότων του δραματικού καλοκαιριού του 2015 με αφορμή το δημοψήφισμα και τις συγκεντρώσεις υπέρ του «Ναι». Ο Πειραιώτης Οικονόμου, οργανωμένος από τα… 14 του στη Νέα Δημοκρατία, περιγράφει σε πρώτο ενικό και με αφοπλιστική γλαφυρότητα την αλλόκοτη συνθήκη τού να είσαι νέος, πολιτικοποιημένος και… δεξιός. «Στην Τρίτη Γυμνασίου, το 1975, ήμουν πρόεδρος στο μαθητικό συμβούλιο του τμήματός μου, μάλλον ο μοναδικός ΟΝΝΕΔίτης πρόεδρος σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο Αττικής. Το σχολείο μου, δημόσιο αλλά πρότυπο, ήταν φυσικά αριστερόστροφο. Το τι λοιδορίες και ύβρεις ακούγαμε τότε, δεν λέγεται – το “φασίστες” πήγαινε κι ερχόταν. Εγώ ήμουν από τα ιδρυτικά μέλη της ΜΑΚΙ (Μαθητική Ανεξάρτητη Κίνηση). Το παίζαμε, βλέπεις, ανεξάρτητοι, μια και η θέση της Νέας Δημοκρατίας ήταν “έξω τα κόμματα από τα σχολεία”. Το 1976, ο πατέρας μου μού χάρισε μια τσάντα Samsonite. Ό,τι αγόραζε ο πατέρας στα ταξίδια του ήταν ποιοτικά, συνήθως κάνα δυο σκάλες πάνω από το αναγκαίο – οι στερήσεις των παιδιών της Κατοχής, λέω. Στην τσάντα αυτή λοιπόν, εσωτερικά, είχα βάλει ένα αυτοκόλλητο του Καραμανλή, μαυρόασπρο, με το περίφημο μπλέιζερ, να χαιρετάει από το μπαλκόνι σε πόζα τρουά καρ. Χρόνια αργότερα, μία από τις συμμαθήτριες εκείνης της εποχής μού είπε τι σοκ είχαν πάθει όσες είχαν δει το αυτοκόλλητο. “Καραμανλικός ο Αναστάσης; Ένα τόσο δημοκρατικό άτομο;”». Αυτή ήταν η κατάσταση. Ή, όπως έχει πει κι ο Διονύσης Σαββόπουλος, «εάν πριν από τη δικτατορία, ως αριστερός δεν μπορούσες να βγάλεις άδεια αυτοκινήτου, στη Μεταπολίτευση, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα». Και συνεχίζει ο «Αναστάσης»: «Κατά την περίοδο 1974-1981, ήμασταν ελάχιστοι στην ΟΝΝΕΔ. Τότε κατέβαινε η ΚΝΕ με τον στρατό της και τα σάρωνε όλα. Τι αφισοκόλληση να κάνεις; Την επόμενη ώρα θα ήταν όλα καλυμμένα. Το 1979, στο πρώτο έτος της Νομικής, ψάχναμε εναγωνίως να βρούμε υποψηφίους (πέντε χρειαζόμασταν) να τους κατεβάσουμε στο ψηφοδέλτιο για την επιτροπή έτους. Και δεν βρήκαμε πέμπτο!». Ο Δημήτρης Τσιγγούνης ανακεφαλαιώνει: «Εκείνα τα χρόνια το πραγματικό περιθώριο ήμασταν εμείς, οι ΟΝΝΕΔίτες!». «Πραγματικά, οι αριστεροί μάς έβλεπαν σαν να ήμασταν λεπροί», συμπληρώνει ο Αργύρης Οικονόμου.

Η «κληρονομιά» της ΕΡΕ και η πρώτη νίκη στη Νομική

Η άχαρη αυτή περίοδος τερματίζεται (παραδόξως, αλλά όχι ανεξήγητα) με τη θριαμβευτική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981. Ο ηττημένος συσπειρώνεται, οργανώνεται, αντιδρά· αυτό λέει η πολιτική λογική. Αυτό συμβαίνει και με τη βάση της ΝΔ και κυρίως με τους νεολαίους της. Ο Άλκης Ψάρρας θα μπει στο Οικονομικό της Νομικής παραμονές εκείνων των εκλογών. Θα οργανωθεί στη ΔΑΠ, επειδή ιδεολογικά ταυτίζεται με τον οικονομικό και κοινωνικό φιλελευθερισμό, όχι επειδή αυτοπροσδιορίζεται ως «δεξιός». Οι πρώτες του εντυπώσεις δεν είναι και οι καλύτερες. Αντιλαμβάνεται ότι στους βασικούς πυρήνες της ΟΝΝΕΔ επιβιώνει ένα ισχυρό αντικομμουνιστικό ρεύμα που κληρονομήθηκε από τα χρόνια της ΕΡΕ. Η προσωπολατρία (του Καραμανλή) επικρατεί συντριπτικά έναντι της θεωρητικής ή της ιδεολογικής κατάρτισης. Ο Ψάρρας παρατηρεί έντονες διαφοροποιήσεις ακόμα και από τοπική σε τοπική. Για παράδειγμα, ήταν γνωστό ότι η τοπική της ΟΝΝΕΔ στους Αμπελοκήπους ήταν πιο «δεξιά», ενώ η γειτονική του Γκύζη πιο «φιλελεύθερη» και πιο κοντά στο μετριοπαθές πνεύμα του τότε προέδρου και πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη. Οι εσωτερικές έριδες δεν λείπουν και όσο πλησιάζουμε στις εκλογές του 1981, βγαίνει στην επιφάνεια το πιο δεξιόστροφο (ή το πιο «δυναμικό», για άλλους) κομμάτι της οργάνωσης. Ο Ράλλης στο βιβλίο του Ώρες ευθύνης (Ευρωεκδοτική) ψέγει τη συμπεριφορά θερμόαιμων νέων του κόμματός του, οι οποίοι σε πολλές συγκεντρώσεις παραμονές της κρίσιμης αναμέτρησης της 18ης Οκτωβρίου πολώνουν αχρείαστα το κλίμα με το σύνθημα «Στις 19 και πάλι Δεξιά». «Διέκοψα τον λόγο μου και τους παρακάλεσα να μη φωνάζουν συνθήματα άσχετα με την ομιλία μου, αλλά οι νέοι φανατισμένοι και έξαλλοι δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν». 

Ησουν νέος και δεξιός; Ήσουν λεπρός-2
Ο Δημήτρης Τσιγγούνης ως πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ στο βήμα του πρώτου συνεδρίου της ΝΔ, το 1979. (Φωτογραφία: Αρχείο ONNEΔ)

Μπαίνοντας στη Νομική για να εγγραφεί ο Άλκης Ψάρρας αντικρίζει μια Γραμματεία βαμμένη από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα κόκκινη και πράσινη. Ζει στο πετσί του φαινόμενα τραμπουκισμού και καθαρής σωματικής βίας. Αλλά είχε το προνόμιο να ζήσει από κοντά και την πρώτη νίκη της ΔΑΠ σε μεγάλη πανεπιστημιακή σχολή της Αθήνας, στις φοιτητικές εκλογές του 1984, προάγγελο της απότομης ανοδικής της πορείας τα χρόνια που θα ακολουθούσαν, «αποτέλεσμα περισσότερο της αντίδρασης στην παντοκρατορία του ΠΑΣΟΚ παρά ιδεολογικής δουλειάς», όπως μας λέει ένας μπαρουτοκαπνισμένος ΔΑΠίτης της εποχής. Πάντως, την επόμενη μέρα της έκδοσης των αποτελεσμάτων, μπαίνοντας στο κτίριο της σχολής δεν πίστευε στα μάτια του. Αυτόν και άλλους ΔΑΠίτες τούς περίμενε ένας αγριεμένος όχλος. «Μας επιτέθηκαν φυσικά, δεν είχε μείνει τίποτα από τα τραπεζάκια μας, τις αφίσες μας, αλλά αυτό ήταν πραγματικά το λιγότερο». 

Ανάμεσα σε δύο εποχές

Αλήθεια, ρωτώ τον Άλκη Ψάρρα, η ΔΑΠ δεν είχε «θερμόαιμους», σύμφωνα με τη διατύπωση του Ράλλη; «Είχε, αλλά μέχρι το 1981 τούς συγκρατούσαμε. Θα απελευθερωθούν με την ανάδειξη του Αβέρωφ στην προεδρία του κόμματος». Είναι η περίοδος των σκληροπυρηνικών Βασίλη Μιχαλολιάκου και Μάνου Μανωλάκου, προσωπικών επιλογών του νέου προέδρου, η οποία για πολλούς συνδέεται με τους «Κένταυρους» και τους «Ρέιντζερς», άτυπες παραομάδες της οργάνωσης ή «τάγματα κρούσης», κατά τους αντιπάλους, που έχοντας αποβάλει την ηττοπάθεια, τη θυματοποίηση και την παθητικότητα των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης αποκαλύπτουν ένα πολύ πιο επιθετικό πρόσωπο, που από τη μία θα καταστήσει την ΟΝΝΕΔ πιο δυναμική και πιο μαζική, αλλά την ίδια ώρα θα την ταυτίσει με ακραίο πολιτικό λόγο και συμπεριφορά. Αντίβαρο σε αυτή την τοξική ατμόσφαιρα είναι, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, το περιοδικό Επίκεντρα, διμηνιαία έκδοση του Κέντρου Πολιτικής Ερεύνης και Επιμορφώσεων, ένα καθαρά κεντροδεξιό, φιλελεύθερο think tank, που θα επιχειρήσει να βάλει σε μια τάξη τις ιδεολογικές αναζητήσεις ενός μη αριστερού ακροατηρίου που αργότερα θα γοητευθεί από την προσωπικότητα και τον δυναμισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ. Πάντως, όπως μας λέει ένας συμφοιτητής των Ψάρρα και Οικονόμου στη Νομική, ο οποίος επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του, «τη δεκαετία του ’80 δεν χρειαζόταν να είσαι δεξιός ή κεντροδεξιός για να οργανωθείς στην ΟΝΝΕΔ ή στη ΔΑΠ». Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν πολιτικά από τα χρόνια της εφηβείας ως καθαρόαιμος «κεντρώος», αλλά ήταν τόσο απωθητικός και τόσο ακραίος ο λόγος ακόμα και του ΠΑΣΟΚ, που δεν υπήρχε άλλη επιλογή. «Και ήταν μια επιλογή που την πλήρωνες στην πράξη, καθώς είχες να αντιμετωπίσεις σε καθημερινή βάση οργανώσεις στρατιωτικού τύπου που συχνά ασκούσαν καθαρή σωματική βία ακόμα και σε εμφανώς ανυπεράσπιστους ανθρώπους, μόνο και μόνο επειδή έβρισκαν αποκρουστικές τις ιδέες σου. Θυμάμαι ότι μου άρεσε να διαβάζω τη Μεσημβρινή, αλλά ήταν αδύνατον να πάω στη σχολή με την εφημερίδα, γιατί ήξερα ότι θα μου την έπαιρναν με τη βία και θα την έσκιζαν μπροστά στα μάτια μου, διασκεδάζοντας τους ομοϊδεάτες τους. Αλλά για ανθρώπους σαν κι εμένα που αγαπούσαν την πολιτική, η ΔΑΠ εκείνης της εποχής υπήρξε δίχως αμφιβολία ένα καταφύγιο». Ο Αντώνης Οικονόμου, γέννημα-θρέμμα της Δραπετσώνας, προσθέτει ότι σε εκείνη την πρώτη, άγουρη περίοδο η ΟΝΝΕΔ δεν είναι καθόλου μια νεολαία «βορείων προαστίων» με Λακόστ και Τίμπερλαντ, αλλά κατόρθωνε να προσελκύσει νέους και νέες από πολύ διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα. Όμως η σφοδρή αντιπαλότητα με το ΠΑΣΟΚ και το άνοιγμα που θα επιχειρήσουν οι πρόεδροι της οργάνωσης από τον Βαγγέλη Μειμαράκη και μετά θα προσδώσουν στην ΟΝΝΕΔ ένα ταξικό πρόσημο που συμπίπτει με μια ευρύτερη κοινωνική κλιμάκωση του lifestyle, την εποχή του Κλικ και μετέπειτα της ιδιωτικής τηλεόρασης.  

Σε εκείνη την πρώτη, άγουρη περίοδο, η ΟΝΝΕΔ δεν είναι καθόλου μια νεολαία «βορείων προαστίων» με Λακόστ και Τίμπερλαντ, αλλά κατόρθωνε να προσελκύσει νέους και νέες από πολύ διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά περιβάλλοντα.

Η Αρετή Γεωργιλή, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Free Thinking Zone, γράφτηκε στην ΟΝΝΕΔ στο μεταίχμιο αυτών των δύο εποχών. «Στην ΟΝΝΕΔ μπήκα το 1984, μετά την εκλογή Μητσοτάκη. Ήμουν φιλελεύθερη, διάβαζα Καρλ Πόπερ και Μάρκο Δραγούμη και επιτέλους, σκεφτόμουν, υπάρχει ένας Έλληνας πολιτικός που μιλάει ανοιχτά και υπερασπίζεται τις φιλελεύθερες ιδέες. Μπαίνοντας στη Φιλοσοφική και ήδη οργανωμένη στη ΔΑΠ, ήμασταν τρελή μειονότητα. Μέσα σε ένα αμφιθέατρο με 2.000 άτομα ζήτημα οι εμφανείς ΔΑΠπίτες να φτάναμε τους 20. Τρώγαμε καφέδες και κέρματα στις συνελεύσεις, όμως όλα αυτά δεν με έκαναν φανατισμένη ή ανίκανη να συνομιλώ με τους “απέναντι”. Το αντίθετο: έτρεφα σεβασμό για οποιονδήποτε ενδιαφερόταν για την πολιτική, αρκεί να μην ήταν κάφρος. Αλλά καφρίλα μπόλικη υπήρχε και σε εμάς. Επίσης, δεν ανέπτυξα κάποιου είδος εχθρότητα, γιατί μέσα μου δεν ένιωσα ποτέ “δεξιά”, ούτε τότε ούτε και τώρα. Έγραφα στο περιοδικό μας, το Όμικρον, και θυμάμαι να μου γίνεται επίπληξη επειδή έγραψα άρθρο για τη Μελίνα Μερκούρη σε θετικό πνεύμα με αφορμή την καμπάνια για τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Αν και σήμερα δεν δηλώνω “Νέα Δημοκρατία”, δεν μετανιώνω για εκείνα τα χρόνια. Έμεινα στην ΟΝΝΕΔ μέχρι το 1993 και θυμάμαι ότι φεύγοντας ένιωθα περήφανη, γιατί είχα συμβάλει κι εγώ στο σπάσιμο σημαντικών ιδεολογικών ταμπού της εποχής, όπως η απενοχοποίηση του ιδιωτικού τομέα, για παράδειγμα. Από την άλλη, ήμασταν υπερβολικά επικεντρωμένοι στον οικονομικό φιλελευθερισμό και ελάχιστα στον κοινωνικό φιλελευθερισμό και στα δικαιώματα. Να κάπου που δεν τα πήγαμε και τόσο καλά». 

Ησουν νέος και δεξιός; Ήσουν λεπρός-3
Συνάντηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με στελέχη της νεολαίας, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. (Φωτογραφία: Αρχείο ONNEΔ)

«Αλλο ΟΝΝΕΔ, άλλο ΟΑΕΔ»

Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80, η επιρροή της ΔΑΠ στα Πανεπιστήμια απογειώνεται. Κερδίζει για πρώτη φορά τις φοιτητικές εκλογές την άνοιξη του 1987 με ποσοστό 28%, μια εποχή που η ΕΦΕΕ ανακοίνωνε ακόμα κοινά αποτελέσματα. Δύο χρόνια αργότερα, θα επισφραγίσει την κυριαρχία της αγγίζοντας το αδιανόητο για μόλις πριν από λίγα χρόνια 40%. Ήταν η τελευταία χρονιά του Κωστή Χατζηδάκη στην προεδρία του κόμματος. Για τον ίδιο ήταν μια νίκη καθαρά ιδεολογική. «Υποστηρίζαμε ανοιχτά ανήκουστα πράγματα για την εποχή, όπως τα μη κρατικά πανεπιστήμια, την κατάργηση του μοναδικού συγγράμματος, τη θέσπιση υποτροφιών για τους οικονομικά ασθενέστερους». Είναι η εποχή που οι ΔΑΠίτες φωνάζουν συνθήματα όπως «Άλλο ΟΝΝΕΔ, άλλο ΟΑΕΔ» και γράφουν στις αφίσες τους «Δεν θέλω μια θέση στο Δημόσιο». Τον ρωτάω αν η ατμόσφαιρα στα αμφιθέατρα είχε αλλάξει σε σχέση με το 1983 που ήταν ο ίδιος πρωτοετής φοιτητής. «Είχαμε πάντα δυσκολία να κατεβάσουμε τον δικό μας κόσμο στις συνελεύσεις, αλλά με τα χρόνια ισορρόπησαν τα πράγματα. Το δικό μας δυνατό σημείο ήταν πάντα οι κάλπες». Για τη σχέση κόμματος και νεολαίας έχουν ειπωθεί πολλά. Ο Χατζηδάκης επιβεβαιώνει ότι κατά την πρώτη της φάση, μέχρι το 1981, υπήρχε καχυποψία και από τους υπουργούς και από τους βουλευτές της ΝΔ για το τι κάνει και γιατί τη θέλουμε την ΟΝΝΕΔ και τη ΔΑΠ. «Αυτό άλλαξε ξεκάθαρα με τον Αβέρωφ και φτάσαμε στα χρόνια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, οπότε η ΟΝΝΕΔ κατάφερε να επηρεάζει τις επίσημες θέσεις του κόμματος». Λίγο πριν ολοκληρώσουμε τη συνομιλία μας, τον ρωτάω για την πιο απολιτίκ περίοδο της οργάνωσης, όταν ταυτίστηκε με τα πάρτι και τις εκδρομές στη Μύκονο. Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών απαντά με ειλικρίνεια: «Και ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, και ο Γιώργος Βουλγαράκης, και εγώ, ως πρόεδροι της ΟΝΝΕΔ επιχειρήσαμε ένα αρκετά συντονισμένο άνοιγμα στους λιγότερο πολιτικοποιημένους νέους της εποχής μας, έτσι ώστε να τους φέρουμε κοντά μας. Θέλαμε να σπάσουμε το στερεότυπο για τον οργανωμένο πολιτικά, ένα καλούπι που βασιζόταν κυρίως στις παραδόσεις και στην πρακτική των αριστερών παρατάξεων. Τα πάρτι ήταν ένα από τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν εκείνα τα χρόνια, αλλά θα συμφωνήσω κι εγώ ότι από ένα σημείο και μετά το πράγμα ξεχείλωσε…».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT