Η Μεταπολίτευση σφραγίστηκε από την ίδρυση των δύο κομμάτων που κυριάρχησαν στον εκλογικό ανταγωνισμό και διαμόρφωσαν όσο κανένα άλλο την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Εναλλασσόμενα στην εξουσία αδιάλειπτα από το 1981 έως το 2012, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ πέρασαν από φάσεις μεγάλων διαφορών και μεγάλων ομοιοτήτων. Αν και η συρρίκνωση του δικομματισμού είχε αρχίσει να διαφαίνεται ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, η οικονομική κρίση και η ένταξη της χώρας στα μνημόνια οδήγησαν στην κατάρρευση της διάρθρωσης του κομματικού συστήματος, με κεντρόφυγες τάσεις ψηφοφόρων προς παλαιά και νέα κόμματα. Ενώ το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε, έχοντας απώλειες της τάξης των 30,7 μονάδων μεταξύ 2009 και Μαΐου του 2012, κινδυνεύοντας να σβήσει στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 (4,7%), η ΝΔ συγκράτησε καλύτερα τις εκλογικές της δυνάμεις, χάνοντας 14,6 μονάδες τον Μάιο του 2012, ενώ ανέκτησε 10,1 μονάδες έναν μήνα αργότερα, στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012. Έκτοτε τα ποσοστά της ΝΔ σε κοινοβουλευτικές εκλογές βαίνουν αυξανόμενα, αγγίζοντας το 40,56% τον Ιούνιο του 2023. Σε τι οφείλεται η ανθεκτικότητα της ΝΔ;
Όντας στην κυβέρνηση όταν ξέσπασε η κρίση, το ΠΑΣΟΚ κατ’ αρχάς αντιμετωπίστηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος, εισπράττοντας τη μερίδα του λέοντος της τιμωρητικής ψήφου για τα μέτρα της λιτότητας. Ούτε και η πτώση της ΝΔ ήταν αμελητέα όμως, γεγονός που αποτυπώθηκε και στο κατακερματισμένο κομματικό τοπίο, με τις διασπάσεις της ΝΔ να τροφοδοτούν τη Δημοκρατική Συμμαχία, τη Δημιουργία Ξανά και κυρίως τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που έλαβαν 10,6% μόλις τρεις μήνες μετά τον σχηματισμό τους, ενώ διαρροές είχε η ΝΔ και προς τη ΧΑ και το ΛΑΟΣ.
Παρά το γεγονός ότι το 18,9% της ΝΔ του Μαΐου του 2012 είναι ίσως το χαμηλότερο ποσοστό που έλαβε ο βασικός κομματικός εκπρόσωπος της δεξιάς παράταξης μετά τον Μεσοπόλεμο, η ΝΔ ευνοήθηκε από τη συγκυρία της απότομης ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο του 2012, που έλαβε 12,2 εκλογικές μονάδες περισσότερες από το 2009. Η εγγύτητα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ –μόλις 2,1 μονάδες διαφορά– και η ανασφάλεια που προκλήθηκε από τις συνθήκες αστάθειας και κομματικής ρευστοποίησης, οδήγησαν μια κρίσιμη μερίδα συντηρητικών ψηφοφόρων να ψηφίσουν ΝΔ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Με διαφορά μόλις 170.551 ψήφων, η ΝΔ επικράτησε του ΣΥΡΙΖΑ, με το αίτημα για σταθερότητα να συσπειρώνει υπό τη ΝΔ, αλλά και ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο φόβος για τον ΣΥΡΙΖΑ έσωσε τη ΝΔ τον Ιούνιο του 2012, αλλά πιθανότατα και το 2016. Ενώ η ΝΔ είχε χάσει στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και η στρατηγική της κλιμάκωσης και της έντασης με την ΕΕ, που οδήγησε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά ψηφοφόρων της ΝΔ, αλλά και πέραν αυτής σε σχέση με την ανάγκη συγκρότησης κυβερνητικής εναλλακτικής. Στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ τον Ιανουάριο του 2016, 173.297 πολίτες –μέλη και μη της ΝΔ– εξέφρασαν την προτίμησή τους για τον φιλελεύθερο, κεντροδεξιό υποψήφιο Κυριάκο Μητσοτάκη, με την προσδοκία της ενίσχυσης της κυβερνησιμότητας του κόμματος.
Η εκλογή Μητσοτάκη στην προεδρία της ΝΔ άλλαξε άρδην το προφιλ και τη στρατηγική του κόμματος. Διαμορφώνοντας προοδευτικά ένα σχέδιο για τη μετα-κρισιακή Ελλάδα, ανασυγκροτώντας οργανωτικά το κόμμα και απορροφώντας στελέχη από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να πλασαριστεί πειστικά ως μια διακριτή σύγχρονη ευρωπαϊκή επιλογή για τη διακυβέρνηση της χώρας, όπως φάνηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα του 2019. Στηριζόμενη ευρύτατα από τα μεσαία και υψηλά στρώματα, από δεξιούς, κεντρώους και κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, η ΝΔ το 2019 εδραίωσε την κυριαρχία της που φαινόταν ήδη δημοσκοπικά από το 2016. Η βασανιστικά αργή ανασυγκρότηση του ΠΑΣΟΚ ευνόησε την εικόνα της ΝΔ ως του μόνου κόμματος που μπορεί να εκφράσει ταυτόχρονα τις προσδοκίες των παραγωγικών στρωμάτων και την εναλλακτική στον ΣΥΡΙΖΑ.
* Η κ. Λαμπρινή Ρόρη είναι επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Ανάλυσης στο ΕΚΠΑ.