Γιώργος Τσεμπελής στην «Κ»: Μας κοστίζει το κλειδωμένο και φλύαρο Σύνταγμα

Γιώργος Τσεμπελής στην «Κ»: Μας κοστίζει το κλειδωμένο και φλύαρο Σύνταγμα

Γιατί η δυσκολία αναθεώρησης του καταστατικού χάρτη εμποδίζει τις μεταρρυθμίσεις και πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η δημοκρατία μας αν είχαμε ο καθένας από δύο ψήφους

8' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιώργος Τσεμπελής, που αναγορεύθηκε την περασμένη Δευτέρα επίτιμος διδάκτωρ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν είναι γνωστός στο ευρύ κοινό. Στους μυημένους στο πεδίο του, ωστόσο, είναι ένα ιδιαίτερα υπολογίσιμο μέγεθος. Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Anatol Rapoport, στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, θεωρείται από τους βασικούς εκφραστές της θεωρίας της ορθολογικής επιλογής (rational choice theory) στη Συγκριτική Πολιτική και την ανάλυση των ευρωπαϊκών θεσμών.

Ο κ. Τσεμπελής σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (αποφοίτησε το 1974) και Πολιτική Επιστήμη στο Institute d’ Etudes Politiques de Paris (1976-79). Είναι κάτοχος δύο διδακτορικών: ένα στη Μαθηματική Στατιστική και ένα στην Πολιτική Επιστήμη. Eχει διδάξει μεταξύ άλλων στο Πανεπιστήμιο Duke και στο UCLA, ενώ από το 2016 είναι μέλος της φημισμένης Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών των ΗΠΑ.

Το νεότερο βιβλίο του, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς, εξετάζει τη διαδικασία αναθεώρησης του συντάγματος σε περισσότερες από 100 χώρες. Σε αρθρογραφία του προ δεκαετίας (μεταξύ των οποίων και στην «Κ»), ο κ. Τσεμπελής είχε επιχειρηματολογήσει ότι τα μακροσκελή συντάγματα, όπως το ελληνικό, συνδέονται αιτιωδώς με χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και υψηλά επίπεδα διαφθοράς (αιτιακή σχέση την οποία είχε εντοπίσει σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ).

Επιπλέον, είχε ισχυριστεί ότι τα μεγάλης έκτασης συντάγματα –το ελληνικό αποτελείται από περίπου 27.000 λέξεις, έναντι 4.500 λέξεων του αμερικανικού– είναι πιο εύκολο να κλειδωθούν ώστε να διαιωνιστούν οι περιορισμοί που θεσμοθετούν, ασκώντας μία μορφή θεσμικού micro-management που αντέχει στον χρόνο και δυσχεραίνει την προσαρμογή σε νέα δεδομένα. Εθετε μάλιστα ως προτεραιότητα την αναθεώρηση του άρθρου 110 του Συντάγματος της Ελλάδας, που ορίζει τη διαδικασία αναθεώρησης, ώστε να γίνει πιο ευέλικτο (λιγότερο «κλειδωμένο»).

Οταν συναντηθήκαμε, το πρωί της Τρίτης κοντά στην πλατεία Συντάγματος (ταιριαστή τοποθεσία), ξεκίνησα ρωτώντας για τα ευρήματα αυτά και τα συμπεράσματα στα οποία τον έχουν οδηγήσει για την ελληνική συνταγματική τάξη.

«Το ελληνικό δεν είναι από τα πιο κλειδωμένα – είναι κάπου στη μέση», λέει ο καθηγητής, που διακρίνεται για τη μαθηματική του προσέγγιση στα θέματα της πολιτικής. Το πρόβλημα με την ελληνική περίπτωση, εξηγεί, είναι ο συνδυασμός μεγάλης έκτασης και δυσκολίας αναθεώρησης. «Οσο μεγαλύτερο είναι το σύνταγμα, όσο πιο λεπτομερές, τόσο πιο συχνά θα χρειάζεται αναθεωρήσεις· αν όμως είναι κλειδωμένο, δεν θα μπορείς να τις κάνεις».

Γιώργος Τσεμπελής στην «Κ»: Μας κοστίζει το κλειδωμένο και φλύαρο Σύνταγμα-1
O Γιώργος Τσεμπελής στην ομιλία που έδωσε τη Δευτέρα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μετά την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα.

Η πολλαπλή ψήφος

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν είχε επίσης προκαλέσει αίσθηση στο παρελθόν προτείνοντας μία ριζοσπαστική αλλαγή στο εκλογικό σύστημα: να μπορούν οι ψηφοφόροι να έχουν παραπάνω –ενδεχομένως και αρκετές παραπάνω– από μία ψήφους.

Αν οι ψηφοφόροι [στο ΠΑΣΟΚ] είχαν δύο ψήφους, οι πιο κεντρώοι δεν θα είχαν να διαλέξουν μεταξύ Διαμαντοπούλου και Γερουλάνου. Θα ψήφιζαν και τους δύο – και ενδεχομένως το αποτέλεσμα να ήταν πιο αντιπροσωπευτικό της βούλησης του (έστω ad hoc) εκλογικού σώματος.

«Εξαρτάται πόσα κόμματα υπάρχουν στο σύστημα. Οταν όμως έχεις περισσότερες ψήφους, αυξάνονται οι πιθανές στρατηγικές σου ως ψηφοφόρος. Αν έχεις να διαλέξεις μεταξύ 10 κομμάτων και έχεις μία ψήφο, έχεις 11 στρατηγικές (μαζί με την αποχή). Με δύο ψήφους, έχεις 56 επιλογές. Αρα έχεις τη δυνατότητα να εκφραστείς πολύ καλύτερα σαν πολίτης».

Αυτό, εξηγεί, αφενός θα αυξήσει το κίνητρο προσέλευσης στις κάλπες. Δεύτερον, θα ωθήσει τουλάχιστον κάποιους ψηφοφόρους των άκρων σε μία δεύτερη (ή τρίτη) λιγότερο ακραία επιλογή, πιο κοντά στο κέντρο. «Αυτό συμβάλλει στη μείωση της πόλωσης, ενώ επηρεάζει και τη στρατηγική των κομμάτων», λέει, που θα υποχρεωθούν να απευθυνθούν και σε άλλους ψηφοφόρους, πέρα από τη στενή εκλογική τους βάση. «Επιπλέον, θα εκλέγονται οι πολιτικοί που έχουν διάθεση συνομιλίας και συνδιαλλαγής με άλλα κόμματα, κάτι το οποίο επίσης οδηγεί σε μία σύγκλιση προς το κέντρο».

Φέρνει παράδειγμα τις πρόσφατες εκλογές για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ (τον α΄ γύρο). Αν οι ψηφοφόροι είχαν δύο ψήφους, λέει, οι πιο κεντρώοι δεν θα είχαν να διαλέξουν μεταξύ της Αννας Διαμαντοπούλου και του Παύλου Γερουλάνου. Θα ψήφιζαν και τους δύο – και ενδεχομένως το αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό, αλλά και πιο αντιπροσωπευτικό της βούλησης του (έστω ad hoc) εκλογικού σώματος.

Η πιο μακροχρόνια εφαρμογή ενός εκλογικού συστήματος πολλαπλών επιλογών, σύμφωνα με τον Τσεμπελή, ήταν αυτό που ίσχυσε στην Ελλάδα από το 1864 (και την προσάρτηση των Επτανήσων) ώς το 1920. «Ηταν το σύστημα με τα σφαιρίδια, τα άσπρα και τα μαύρα. Από εκεί βγαίνει και η φράση ότι “μαυρίζεις” κάποιον όταν τον καταψηφίζεις» (σ.σ.: σε κάθε εκλογικό τμήμα ο κάθε υποψήφιος είχε την κάλπη του και οι ψηφοφόροι περνούσαν από όλες και επέλεγαν αν θα ρίξουν το άσπρο, το μαύρο ή τίποτα. Οι φανατικοί δάγκωναν το σφαιρίδιο για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους για τον υποψήφιο της επιλογής τους, εξ ου και η φράση «ψήφισα τον Χ δαγκωτό»). «Ηταν ένα σύστημα που το ελληνικό κράτος κληρονόμησε από τα Επτάνησα (που το κληρονόμησαν από τη Βενετία και τον τρόπο εκλογής των Δόγηδων) – και ήταν το πιο σταθερό εκλογικό σύστημα που είχαμε ποτέ».

Από τον νόμο στην πράξη

Από το όχι –πάντα– ένδοξο παρελθόν, η συζήτηση στρέφεται στο γκρίζο παρόν. Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι πολλαπλοί και περιχαρακωμένοι «παίκτες αρνησικυρίας» (η αναφορά είναι σε παλαιότερο βιβλίο του Τσεμπελή) στο εγχώριο πολιτικό παιχνίδι συνέβαλαν ώστε, παρά τις ασφυκτικές πιέσεις της χρεοκοπίας και των μνημονίων, η δομή της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης να παραμείνει σε σημαντικό βαθμό η ίδια. Ποια είναι η δική του εκτίμηση;

«Κοιτάξτε, υπήρχε πρόβλημα εφαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας πολύ πριν από την κρίση. Αυτό κάναμε και με τους Ευρωπαίους: στην αρχή, ψηφίζαμε τους νόμους και ήταν εκστατικοί! Μετά είδαν ότι παρά τους νέους νόμους, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Γι’ αυτό έφεραν τους ανθρώπους της τρόικας στα υπουργεία, και δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλες τριβές, επειδή [η τρόικα] επέμενε σε απτά αποτελέσματα – ότι όταν λέμε κάτι, το κάνουμε. Οι νόμοι περνάνε πολύ εύκολα στην Ελλάδα. Eχουμε μονοκομματικές κυβερνήσεις πλειοψηφίας. Αν πει κάτι ο πρωθυπουργός, σε επίπεδο νομοθετικό, γίνεται. Το ερώτημα είναι τι γίνεται μετά. Βλέπω πάντως πολλά πράγματα που λέει ο Μητσοτάκης ότι θα κάνει, που μετά δεν γίνονται. Και πραγματικά δεν γνωρίζω αν αυτό οφείλεται στο ότι δεν το εννοούσε ο Μητσοτάκης ή αν κάποιος άλλος το μπλόκαρε».

Ο κ. Τσεμπελής είχε κι εκείνος τις δικές του τριβές με το νεοελληνικό κράτος όταν έγινε μέλος, το 2011, του Ερευνητικού Συμβουλίου Κοινωνικών Επιστημών του Εθνικού Συμβουλίου Eρευνας και Τεχνολογίας. Το 2012 παραιτήθηκε, εκφράζοντας τη διαμαρτυρία του για τον τρόπο που ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, ως υπουργός Παιδείας του Λουκά Παπαδήμου, πριόνιζε τα θεμέλια του νόμου-πλαισίου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ, που είχε ψηφιστεί μόλις ένα χρόνο πριν με ευρύτατη πλειοψηφία.

«Είχα συμμετάσχει τότε γιατί πίστευα ότι η Διαμαντοπούλου είχε διάθεση να σπάσει αυγά. Μετά όμως μπήκε αμέσως φρένο», θυμάται. Σήμερα, 12 χρόνια μετά, «τα πράγματα έχουν βελτιωθεί, σίγουρα», λέει. Αναφέρει ως «μεγάλο λάθος» ωστόσο ότι ορίστηκε να είναι ζυγός ο αριθμός των εσωτερικών μελών του Συμβουλίου Διοίκησης – οδηγώντας σε ισοψηφίες και παράλυση.

Ο Μητσοτάκης, ο Μακρόν και η ακυβέρνητη Ε.Ε.

Ο  κ. Τσεμπελής χαρακτηρίζει «μεγάλο ευτύχημα» για το πολιτικό σύστημα ότι η Νέα Δημοκρατία εξέλεξε αρχηγό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, που «προσπαθεί να κάνει ανοίγματα στις πιο κεντρώες δυνάμεις». Θεωρεί απολύτως φυσιολογικό να αναζητεί συνεργασίες, κατά περίπτωση, τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά. «Αυτό κάνει και ο Μακρόν – ο  Μακρόν μάλιστα πολύ πιο συνειδητά, γιατί δημιούργησε τον κεντρώο χώρο, ένα νέο κόμμα, φεύγοντας από την Αριστερά».
Επαινεί μάλιστα τον τρόπο με τον οποίο έχει ελιχθεί ο Γάλλος πρόεδρος προκηρύσσοντας τις βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο και καταφέρνοντας, από τρίτος σε ψήφους, να βρεθεί δεύτερος σε βουλευτές και πετυχαίνοντας να εκλέξει πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης από τη δική του παράταξη. Δεν ήταν αμφιλεγόμενο –ρωτώ– ότι αρνήθηκε να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στην εκλογική συμμαχία με τις περισσότερες ψήφους (το Νέο Λαϊκό Μέτωπο);

«Oχι! Oταν ο Μιτεράν διόρισε τον Σιράκ (πρωθυπουργό), ο Σιράκ είχε την πλειοψηφία (στην Εθνοσυνέλευση). Ο Μελανσόν δεν έχει την πλειοψηφία. Ο Μακρόν το εξέφρασε λέγοντας ότι πρέπει να υπάρχει μία σταθερή κυβέρνηση. Και μόνο το κόμμα του Κέντρου μπορεί να το εξασφαλίσει αυτό».

Ο κ. Τσεμπελής επιστρατεύει την ίδια κεντρομόλο λογική στην ανάλυσή του για την κατάσταση της Ε.Ε., για την οποία η Wall Street Journal σε πρόσφατο ρεπορτάζ αναρωτήθηκε αν έχει καταστεί ακυβέρνητη. «Βρισκόμαστε σε περίοδο που τα προβλήματα είναι πολύ οξυμένα και πρέπει να υπάρξουν διάφορες αλλαγές», λέει. «Για να γίνουν αυτές οι αλλαγές χρειάζεται συνεργασία, αλλά και κατανόηση του πού βρισκόμαστε πολιτικά. Oταν χαρακτηρίζεις τη Μελόνι ακροδεξιά, δεν έχεις καταλάβει ούτε τις αλλαγές που η ίδια έχει κάνει ούτε το πώς έχει αλλάξει –προς τα δεξιά– ο πολιτικός χώρος γενικότερα. Και δεν είναι όλοι ίδιοι: το AfD διαφέρει από τη Μελόνι· η Λεπέν διαφέρει και από τους δύο. Oταν η Μελόνι, που έχει στηρίξει την Ουκρανία, ζητάει θέσεις στην Ε.Ε. και επιχειρεί να μετατοπίσει το κέντρο βάρους κάπως προς τα δεξιά, αλλά εντός των ευρωπαϊκών θεσμών και οι σοσιαλιστές λένε “όχι”, δείχνουν ότι δεν έχουν καταλάβει πού βρισκόμαστε».
Στο τέλος της κουβέντας πιάνουμε το ζήτημα των ΗΠΑ και της σκληρής εκλογικής μάχης που διεξάγεται μεταξύ της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ. Τον ρωτάω πόσο ανησυχεί για το ενδεχόμενο επανάληψης του χάους του 2020 αν ο Τραμπ ηττηθεί οριακά – και τι σημαίνει για την αμερικανική Δημοκρατία ότι ο υποψήφιος ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν αποδέχεται τους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού. «Το σύστημα άντεξε το 2020 κατά κράτος. Ο Τραμπ έχασε όλες τις δικαστικές υποθέσεις», λέει. «Το μόνο που φοβάμαι για την υγεία της αμερικανικής Δημοκρατίας είναι η εκλογή του. Δεν θα είναι όπως την προηγούμενη φορά, που έπρεπε να βασιστεί σε στελέχη του παλιού κατεστημένου των Ρεπουμπλικανών. Θα επιχειρήσει να διορίσει 40.000 δικούς του ανθρώπους στο κράτος, όπως φαίνεται και από το Project 2025 (σ.σ.: το εγχειρίδιο διακυβέρνησης που έχει επεξεργαστεί το υπερσυντηρητικό Heritage Foundation). Και από εκεί και πέρα θα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Μιλάμε για ένα διαφορετικό σύστημα».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT