Στο κλείσιμο σχεδόν της σχετικά σύντομης παρέμβασής του στην παρουσίαση του βιβλίου του δημοσιογράφου Βαγγέλη Πλάκα «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η Θεσσαλονίκη», ο Κώστας Καραμανλής επιφύλασσε τα μηνύματά του για την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Συγκεκριμένα, λίγα 24ωρα πριν βρεθεί στην Αθήνα ο Χακάν Φιντάν, ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρθηκε στα ελληνοτουρκικά, υπερασπιζόμενος εμμέσως πλην σαφώς τις ανησυχίες που εκφράζονται (σ.σ. προφανώς και εκ μέρους του κ. Σαμαρά) για τα εθνικά θέματα λέγοντας πως δεν αποτελούν κριτική. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Θέλω να υπογραμμίσω πως οι προβληματισμοί και ανησυχίες που εκφράζονται για τα εθνικά μας θέματα είναι εύλογες και υπαρκτές. Τους δημιουργεί άλλωστε η επιθετικότητα και ο αυξανόμενος αναθεωρητισμός της Τουρκίας. Η ανάδειξή τους ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη. Είναι λάθος να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφόσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή».
Ταυτόχρονα, ο πρώην πρωθυπουργός απέκρουσε τις φωνές που λένε πως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν έτοιμος να μπει σε εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με την Τουρκία, υπογραμμίζοντας πως «ο υπαινιγμός ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει επί θεμάτων που και αυθαίρετα επιχειρεί να προσθέτει διαχρονικά η Τουρκία στην ατζέντα είναι έωλος και ίσως εκ του πονηρού».
Η ομιλία πάντως του πρώην πρωθυπουργού, με ήπιο πολιτικό λόγο και διαρκείς έμμεσες και όχι ευθείες αναφορές, περιείχε κριτική ενδεδυμένη με ευρωπαϊκό μανδύα. Για παράδειγμα, αναφέρθηκε στην έλλειψη σεβασμού στους θεσμούς, με έμφαση στη Δικαιοσύνη. «Πλανάται σε πολλές ευρωπαϊκές κοινωνίες μια αίσθηση μεροληψίας προς τους ισχυρούς και αυστηρότητας προς τους αδύναμους. Ακόμα και κράτη-μέλη της Ε.Ε. μπαίνουν στον πειρασμό να χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη. Θα έπρεπε να είναι αδιανόητο, κι όμως συμβαίνει», είπε.
Σαφής ήταν εξάλλου η αποστροφή του για τα κόμματα δεξιά της Ν.Δ., καθώς άφησε αιχμή λέγοντας πως «ρίχνουν λάδι στη φωτιά όσοι υπεροπτικά και αλαζονικά υποτιμούν τους δυσαρεστημένους και διαμαρτυρόμενους πολίτες ως οπισθοδρομικούς, ψεκασμένους ή εξτρεμιστές».