Για τι να τον μνημονεύσεις πρώτα; Για τον τρύγο; Για τις μικρές, μεγάλες και καφέ επίγειες άρκτους; Για τη Θεσσαλονίκη που, από συμπρωτεύουσα στα άγια τούτα χώματα, έγινε για λίγο πρωτεύουσα των Βαλκανίων και ξανά συμβασιλεύουσα των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών; Για τη μεγάλη συγγνώμη εκ μέρους της πόλης του για την καθυστερημένη αναγνώριση «της πιο ζοφερής στιγμής της ιστορίας της», της εξόντωσης του εβραϊκού στοιχείου, με ένα Μουσείο και Μνημείο Ολοκαυτώματος; Για το μυαλό και την άνεση του κοσμοπολίτη before it was cool; Για τα ανοιχτά χαρτιά; Για την ανοιχτή αγκαλιά; Για τον Αρη; Για την αντοχή;
Παρότι, όπως είχε ο ίδιος εξομολογηθεί, οι μετακομίσεις τού προκαλούσαν εκνευρισμό, ο Γιάννης Μπουτάρης –που του άρεσε να είναι στην άκρη του γκρεμού «σαν τα μουλάρια που λες τώρα θα πέσουν, αλλά ποτέ δεν πέφτουν»– τα μάζεψε εν τω μέσω της νυκτός. Με τον θάνατό του, ο οποίος αναστέλλει, επ’ ελπίδι αναστάσεως βέβαια, την ανατροφοδοτούμενη δημιουργία του κυρ Γιάννη, ξεκινά η αναψηλάφηση της κληρονομιάς του και η απόδοσή της στο κοινόν.
Η απορία που γέννησε την ενσυναίσθηση
Ο τρύγος ήταν, και τα 82 χρόνια που περπάτησε σε αυτή τη γη, η γιορτή του. Η δουλειά στο κτήμα αλλά και στο εμφιαλωτήριο του πατέρα του είχε χαρές, αλλά είχε και σκοτάδια – κυρίως, του αλκοολικού Στέλιου Μπουτάρη. «Η μόνη σύνδεση που έκανα ήταν τις στιγμές που είχα πιει υπερβολική ποσότητα και βρισκόμουν σε άλλα επίπεδα συνείδησης· τότε μου ερχόταν η εικόνα του να κρατά το ποτήρι στο γραφείο και να μην τον ενδιαφέρει τίποτα, να του μιλώ για δουλειά και να αισθάνομαι ότι δεν ακούει. Οταν έφερνα τις σκηνές στο μυαλό μου, τον αγαπούσα πιο πολύ από ποτέ», έχει γράψει στη αυτοβιογραφία του «Εξήντα χρόνια τρύγος» (εκδ. Πατάκη).
Η ενστικτώδης απορία του, με αφορμή τον πατέρα του, «τι παράπονο είχε από τη ζωή του; Γιατί πίνει ένας αλκοολικός;» ήταν από τις πρώτες συνειδητές εκφράσεις της εγγενούς του ενσυναίσθησης· του πείσματός του να κατανοεί και να προχωρεί. Κι ίσως ήταν τα θεμέλια μιας προσωπικότητας που «μουλάρωνε» για να τα καταφέρει. Και τα κατάφερε. Ο Γιάννης Μπουτάρης, στο μεταξύ πτυχιούχος Χημικός του ΑΠΘ και διπλωματούχος Οινολόγος, είχε γίνει κυρ Γιάννης. Τα κρασιά του –«το κρασί δεν είχε σχέση με την ξεφτίλα που ζούσα… το σεβόμουν πάντα το κρασί», είχε πει στον Σταύρο Θεοδωράκη για τη βαθιά εξάρτησή του από το ουίσκι, το οποίο έκοψε μαχαίρι στις 21 Φεβρουαρίου του 1991– έμπαιναν σε σπίτια, εστιατόρια και βραβεία ακριβώς με τον τρόπο του Γιάννη Μπουτάρη: σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Τα κρασιά του έμπαιναν σε σπίτια και εστιατόρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και κέρδιζαν βραβεία ακριβώς με τον τρόπο του Γιάννη Μπουτάρη: σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Διότι, όπως έγραψε χαιρετίζοντάς τον η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν σε αδιάκοπη συνομιλία με τον αυτό του. Κι αυτός ήταν ο τρόπος του να τον επικαιροποιεί. Και να τον παίρνει στα σοβαρά. Αυτό, μάλιστα, το modus vivendi του κυρ Γιάννη ήταν που τον απελευθέρωνε από τις νόρμες. Ηταν ένας περφόρμερ της ζωής.
«Μα είσαι τρελός; Θα αφήσεις το κρασί για τις αρκούδες;»
Της ζωής των ανθρώπων και των ζώων. Της αρκούδας, του λύκου και του χρυσογέρακα. Του «Αρκτούρου» –που ο Στέλιος και ο Μιχάλης, οι γιοι του (έχει και μία κόρη, τη Φανή), τη θεώρησαν, μαζί με την ομάδα του Αρη, έναν από τους… κληρονόμους της περιουσίας του– που τον έχρισε, διά του περιοδικού Time, «ήρωα της Ευρώπης», το 2003. Μαζί με τον Μπέκαμ και τον Μπόνο, ανάμεσα σε 36 προσωπικότητες της Γηραιάς Ηπείρου, το βρετανικό περιοδικό τον διέκρινε «για όσα έχει προσφέρει στη σωτηρία της καφέ αρκούδας και στην προστασία του λύκου».
Συχνά με αποκαλούν…
…«Πάπα των Ελληνικών Κρασιών», φράση που πολύ με τονώνει και με κολακεύει. Οσο όμως δεν εκπληρώνεται το όραμά μου, η προσφώνηση παραμένει τίτλος τιμής ατελής. Εύχομαι, μέχρι να πεθάνω, η Κιβωτός του Ελληνικού Αμπελώνα στο Τατόι να είναι έτοιμη να σαλπάρει, ακόμα κι αν γίνει στο μεταξύ κατακλυσμός.
Πηγή: Γιάννης Μπουτάρης, «Εξήντα χρόνια τρύγος…», σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη, εκδ. Πατάκη, 2020)
«Είσαι τρελός;» τον ρωτούσαν έκπληκτοι όταν τους είχε πει ότι απεργάζεται τη δημιουργία του «Αρκτούρου». «Θα παρατήσεις τα κρασιά για τις αρκούδες;» Πεισματάρης όπως ήταν, θεώρησε το δίλημμα επίπλαστο και έκανε αυτό συνήθιζε από καταβολής κόσμου: τα έκανε όλα. «Ημασταν πρωτοπόροι», έχει πει ο κυρ Γιάννης στην Ανθή Καρασάββα του Time. «Οχι επειδή κάναμε κάτι μοναδικό, αλλά επειδή αλλάξαμε τις αντιλήψεις των ανθρώπων για το περιβάλλον εδώ. Και το καλύτερο; Το κάναμε χωρίς υστερίες». Και η συντάκτρια κλείνει: «Ε, αυτό αξίζει να το γιορτάσουμε!».
Μια δημαρχία – γιορτή και πόλεμος
Μια τέτοια γιορτή ήταν, όπως όλοι και όλα μαρτυρούν, η δημαρχία του στη Θεσσαλονίκη. «Εξωστρέφεια» είναι η λέξη-κλειδί, αλλά μοιάζει να υποτιμά την μπουλντόζα ονόματι «Γιάννης Μπουτάρης» στην πόλη. Διότι, όπως πάντα, ο δήμαρχος-σύμβολο της Θεσσαλονίκης έπεσε κατακόρυφα στη θάλασσα ενός δήμου που ομφαλοσκοπούσε διά μακρών και συντηρητικοποιείτο, αδιαφορώντας για τον «έξω κόσμο».
Ηταν πεπεισμένος ότι, αν δεν αλλάξεις τα «μυαλά» των ανθρώπων –κοντολογίς, αν δεν τους βγάλεις από το ανακουφιστικά φοβικό τους Κωσταλέξι–, δεν πρόκειται να αλλάξεις την πόλη, να τη φέρεις στα «συγκαλά» της, στα γράδα της· τα μνημεία, τα αρχαία, η θάλασσα και τα μπετά δεν παράγουν πολιτική αφ’ εαυτών τους. Επιλέγοντας συνεργάτες που είχαν, αν γίνεται αυτό, την ίδια λόξα, μπούκαραν εν τη ενώσει στη Θεσσαλονίκη με μία παραδοχή –το παρελθόν της δεν αλλάζει, ο γέγονε γέγονε και δεν ανακτάται– και έναν στόχο: να φέρει αυτό το παρελθόν στον 21ο αιώνα, αποκαθιστώντας το.
Το 2010 ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ο καταλυτικός μετεωρίτης – φιτίλιασε τη δημιουργία σε όλα τα επίπεδα της πόλης.
Την πρώτη δεκαετία του 2000, όσο η Αθήνα ήταν ένα απέραντο πάρτι, η Θεσσαλονίκη ζούσε τη δική της κλειστοφοβία. Το 2010 ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ο καταλυτικός μετεωρίτης – φιτίλιασε τη δημιουργία σε όλα τα επίπεδα της πόλης. Αλλωστε, ορισμένα από τα συνθήματα που τον ανέδειξαν ήταν «Η πόλη γουστάρει δήμαρχο Μπουτάρη» και «Γουστάρεις; Μπουτάρης».
«Γουστάρεις; Μπουτάρης»
Εκείνος, πάντως, γούσταρε. Εσπρωχνε την ντόπια, βυζαντινή και σύγχρονη, ιστορία ως το νέο αφήγημα της Θεσσαλονίκης και το μήνυμά της προς τον κόσμο. Ενεργοποίησε επιχειρηματίες. Ωθησε τα μουσεία να εισβάλουν στην πόλη και να διαχυθούν στον κόσμο – ήταν, άλλωστε, ιδρυτικό μέλος του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Επεισε τους νέους δημιουργούς –εκείνος που ήταν φίλος και συνομιλητής του Αλέξανδρου Ιόλα–, εκείνους που σχεδίαζαν –εκόντες άκοντες– τη νέα ταυτότητα της πόλης, που είχε ψήγμα από την προσωπικότητα του παγκόσμιου πολίτη δημάρχου της. Δημιουργούσε νέες ιστορίες και λίγη νέα Ιστορία.
Επεισε τους νέους δημιουργούς, εκείνους που σχεδίαζαν –εκόντες άκοντες– τη νέα ταυτότητα της πόλης, που είχε ψήγμα από την προσωπικότητα του παγκόσμιου πολίτη δημάρχου της.
«Εγώ είχα υιοθετήσει τη διπλωματία των πόλεων. Πηγαίναμε στις πόλεις στο εξωτερικό, Βαλκάνια κυρίως, γιατί μεταξύ μας τα Βαλκάνια μας ενδιαφέρουν περισσότερο από όλους. Τι πρωτεύουσα των Βαλκανίων θα είμαστε αλλιώς; Το όνειρό μου ήταν να γίνει η Θεσσαλονίκη κέντρο πανεπιστημιακών σπουδών και παροχής ιατρικών υπηρεσιών», είχε πει στον Σταύρο Τζίμα.
Η ανάδειξη του χριστιανικού στοιχείου, βαθιά ριζωμένου την πόλη· η επαναφορά του μουσουλμανικού παρελθόντος· η αναγνώριση της εβραϊκής κληρονομιάς και ταυτόχρονη «Θεσσαλονίκη που σπάει στη σιωπή της»· το Gay Pride· το αποτεφρωτήριο που οραματίστηκε, με το μυαλό στη σύζυγό του, της οποίας η επιθυμία δυστυχώς τελέστηκε στη Βουλγαρία ελλείψει δομής στην πόλη τους· η Συμφωνία των Πρεσπών που στήριξε· οι ανέξοδοι εθνικισμοί που πολεμούσε· οι οπαδικοί πατριωτισμοί που βδελυσσόταν· ο ακτιβιστικός του ποταμός από τα υψίπεδα της πεπεισμένης, και γι’ αυτό φορές φορές ψηλομύτας, δικαιοσύνης· όλα αυτά χτύπησαν τον Γιάννη Μπουτάρη – είχε κάνει το αδιανόητο λάθος να είναι ταυτόχρονα ελεύθερος κι ελευθερόστομος. Ενας προσιτός καβγατζής.
Επί εννέα χρόνια, παρά τα λάθη που παραδέχθηκε και μετάνιωσε, όπως η έλλειψη αυστηρής παρακολούθησης των αντιδημάρχων του ώστε να παρεμβαίνει συμβουλευτικά και πυροσβεστικά στο έργο τους, παρότι επέστρεψε ως δημοτικός τους σύμβουλος με ορισμένους εξ αυτών, η Θεσσαλονίκη έγινε, στον βαθμό που πρόλαβε, ένα πολύβουο λιμάνι. Μια πόλη να θέλεις να ζεις.
Τα κότσια έξω από το μαντρί
Πολεμήθηκε. Στην κυριολεξία. Δέχτηκε επίθεση στο σύμβολο της Θεσσαλονίκης, στον Λευκό Πύργο. Τάραξε τόσο τα υπερπατριωτικά ένστικτα ορισμένων συμπολιτών του, ξεβόλεψε με τέτοιον τρόπο όλα αυτά «που ξέρατε», ώστε «η επίθεση στον Γιάννη Μπουτάρη άργησε. Η εκλογή και, κυρίως, η επανεκλογή του έμοιαζε παράδοξη, αν τη μετρούσε κανείς σε σχέση με την πολιτική κουλτούρα που κυριαρχούσε στην πόλη. Η ατζέντα του δημάρχου –για να μη μιλήσει κανείς για το ύφος του– ήταν ασύμμετρα μειοψηφική. Αυτή η ασυμμετρία γεννούσε διαρκώς εντάσεις και αναθέματα που, περιέργως, είχαν εκδηλωθεί μόνο φραστικά», όπως είχε γράψει ο Μιχάλης Τσιντσίνης.
Ευπατρίδη της καθημερινότητας τον αποκάλεσε ο πρωθυπουργός. Διότι, πέραν όλων των άλλων, ο Γιάννης Μπουτάρης αγωνιζόταν για το Μουσείο Οίνου στη Νάουσα, το Μουσείο Χρυσικών στο Νυμφαίο, την Κιβωτό του Κρασιού στα πρώην βασιλικά κτήματα Τατοΐου. Για τις αρκούδες και τους λύκους – ανάμεσα στα ζώα κι ανάμεσα στους ανθρώπους. Με αντοχή στην ανοχή.
«Ταμπέλες μού κολλήσαν πολλές»
«Ταμπέλες μού κολλήσαν πολλές. Το κάνουμε συχνά. Αρπάζουμε ένα χαρακτηριστικό του άλλου και τον βουτάμε ολόκληρο μέσα. Εντάσσουμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες και τους προσάπτουμε κατηγορίες, όμως δεν είναι όλα τόσο απλά. Πώς να κοτσάρεις στο ένδυμα που φέρει ο καθείς μας ετικέτα που να γράφει μία μόνο μάρκα; Δεν είναι χιτώνας, είναι φούστα πλισέ –ή, αν προτιμάτε, φουστανέλα– που η μία της τσάκιση γράφει ολόκληρη ιστορία δίπλα στην άλλη. Για παράδειγμα, εμένα ο αδελφός μου με θεωρούσε πάντα κουλτουριάρη. Μπορεί όμως οι κουλτουριάρηδες να άφηναν να με περιμένει μια θέση στην παρέα τους, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να ενσωματωθώ στον χώρο τους γιατί δεν άντεχα θεατρίνους και ξερόλες. Aλλοι, πάλι, με αποκαλούσαν “αλάνι”. Κι αν τα βρίσκω με τύπους λαϊκούς και περιθωριακούς, οι αυθεντικοί μάγκες δεν με νιώθουνε δικό τους όμως, με τέτοια καταγωγή και τέτοιο βαλάντιο που διαθέτω. Μάλλον δεν ανήκω πουθενά, πράγμα που μου βγήκε τελικά σε καλό, γιατί αναγκάστηκα να ψάξω ποιος πραγματικά είμαι και τι θέλω».
Πηγή: Γιάννης Μπουτάρης, «Εξήντα χρόνια τρύγος…», σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη, εκδ. Πατάκη, 2020)
«Χρειάζονται κότσια για να μείνεις έξω από το μαντρί». Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πού πάνε και ποιο μαντί αναστατώνουν πάλι οι ταραξίες της καθημερινότητάς μας όταν φεύγουν –ίσως πηγαίνουν να καθίσουν στο πλάι κάποιας Αθηνάς που είχαν βαθιά ερωτευτεί–, αλλά ο Γιάννης Μπουτάρης, ο κυρ Γιάννης, θα μας ξελασπώνει κάθε φορά που θα συγκρουόμαστε με την πολλή πραγματικότητα, με ένα «όταν δεν έχεις να δώσεις κάτι άλλο, να σηκώνεσαι και να φεύγεις. Εγώ αυτό έκανα. Το έζησα, το χόρτασα… αντίο».
* Η πολιτική κηδεία του κυρ Γιάννη θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 12 Νοεμβρίου στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης. Η σορός του θα βρίσκεται από νωρίς στον ίδιο χώρο, όπου ήδη οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες.
Κεντρική φωτογραφία: Γιάννης Μπουτάρης, «Εξήντα χρόνια τρύγος…», σε συνεργασία με τη Μαρία Μαυρικάκη, εκδ. Πατάκη, 2020)