Εμείς, Έλληνες Ευρωπαίοι Πολίτες, νιώθουμε αυτές τις ώρες οδύνης του λαού μας την ανάγκη να μιλήσουμε στους συμπολίτες μας, χωρίς πάθος και θυμό, χωρίς καμία αντιπαλότητα με εκείνον που διαφωνεί, με μοναδικό γνώμονα τη συνείδησή μας, τη γνώση μας και τα συναισθήματά μας.
Θέλουμε να τοποθετηθούμε για το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Το δημοψήφισμα περιγράφεται απ’ όλους ως κρίσιμο. Είναι κάτι παραπάνω απ’ αυτό − έχει αποκτήσει υπαρξιακές διαστάσεις για την κοινωνία και για το έθνος. Υπαρξιακές διαστάσεις γιατί δεν αφορά αποκλειστικά τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους δανειστές, αλλά αγγίζει πλέον το μέλλον της πατρίδας, τη ζωή των παιδιών μας.
Η πρόταση του ΟΧΙ, που ενθέρμως υποστηρίζεται από την κυβέρνηση, έχει άγνωστη κατάληξη. Οι ίδιοι οι εισηγητές της αρνούνται να εξηγήσουν τι θα σημαίνει για τη ζωή των ανθρώπων στη χώρα αυτή η άρνηση. Ωστόσο, άπαντες οι ηγέτες της Ευρώπης −και αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στη γνώμη εκείνων που είναι φίλοι της Ελλάδας− έχουν καταστήσει σαφές ότι, ανεξάρτητα από τη διατύπωση που έχει επιλεγεί , το δίλημμα που έχει τεθεί με αυτόν τον βίαιο και δημοκρατικά ανορθόδοξο τρόπο στους πολίτες είναι «ευρώ ή δραχμή». Στοιχειώδης πραγματισμός επιβάλλει να συνειδητοποιήσουμε ότι, από τη στιγμή που είμαστε μέλος μιας κοινότητας κρατών, από την οποία εξαρτάται η χρηματοδότηση της οικονομίας και του επιπέδου της ζωής μας, δεν μπορούμε να καθορίζουμε ερήμην των υπολοίπων τόσο κρίσιμα διακυβεύματα. Εξάλλου, οι κάλπες δεν είναι μαγικά κουτιά που μετατρέπουν τις ψήφους σε λεφτά. Συνεπώς, τα πράγματα είναι σαφή: το ΟΧΙ σημαίνει επιστροφή στη δραχμή. Οι πιθανότητες να οδηγήσει σε επιστροφή όλων των μερών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αξίζει να αναφέρεται μόνο για τους στατιστικούς λόγους μιας απειροελάχιστης πιθανότητας.
«Και λοιπόν;» λένε οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, «θα ανακτήσουμε, έτσι, την ανεξαρτησία μας». Πράγμα αληθές, που θα πρέπει όμως να συμπληρωθεί ως εξής: «την ανεξαρτησία μας σε συνθήκες όπου όλες οι οικονομίες είναι εξαρτημένες μεταξύ τους, την ανεξαρτησία μας χωρίς καμία εξωτερική ενίσχυση, την ανεξαρτησία της μοναξιάς μας, της απομόνωσής μας και της φτώχειας μας».
Ακούγεται ίσως παράδοξο −μετά από τόσα χρόνια προπαγάνδας− αλλά το μόνο που εγγυάται ένα ανθρώπινο επίπεδο ζωής για τους πιο αδύναμους κοινωνικά είναι το ευρώ. Η σωστή κριτική στα ενδογενή προβλήματα του ευρώ και οι ανισότητες που μεγάλωσαν από τη λανθασμένη αντιμετώπιση των μνημονιακών πολιτικών δεν πρέπει να κρύψει ότι το ευρώ προστατεύει τους φτωχούς πολύ περισσότερο απ’ όσο θα το κάνει η δραχμή, αν αυτή επιβληθεί.
Αντιθέτως, η νέα αυτή δραχμή θα είναι το πιο ταξικό και άδικο νόμισμα που έχει γνωρίσει το ελληνικό κράτος. Και τούτο διότι, στην πραγματικότητα, θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν ατύπως και τα δύο νομίσματα: το ευρώ για τους έχοντες και κατέχοντες, για μια κλειστή διεθνοποιημένη ελίτ (οικονομική και πολιτική)∙ και η δραχμή για το υπόλοιπο 90% των πολιτών, η αγοραστική δύναμη των οποίων θα συρρικνώνεται διαρκώς από τον υπερπληθωρισμό και τις συχνές νομισματικές υποτιμήσεις. Παράλληλα δε με την επίσημη οικονομία, θα αναπτυχθεί η παραοικονομία του μαυραγοριτισμού, της τοκογλυφίας, των λαθρεμπόρων και των κοινών απατεώνων, που κάνουν πάρτι σε τέτοιες καταστάσεις. Ίσως, μάλιστα, αυτή η παραοικονομία να επιβληθεί της επίσημης, όπως έγινε σε διάφορα μετακομμουνιστικά κράτη.
Η Ελλάδα της δραχμής θα είναι μια νέα κοινωνία, εφιαλτικά και τελεσίδικα άνιση, μια διπλή Ελλάδα.
Τα δις ευρώ που κατέχουν σήμερα Έλληνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό θα είναι το σκληρό νόμισμα των μεν και η δραχμή, η μιζέρια των υπολοίπων.
Πολλοί λένε ότι η υιοθέτηση της δραχμής θα μας πάει πίσω στην (ανέμελη) δεκαετία του ’80. Λάθος. Η δραχμή δεν θα είναι «παγωτό και σουβλάκι στην ανεμελιά, στην πλατεία», «ραδιοφωνάκι και μπάλα στις ανύπαρκτες αλάνες». Η δραχμή δεν θα έχει καμία τέτοια ομορφιά. Και τούτο διότι δεν υπάρχουν πλέον στενά «εθνικές» οι οικονομίες. Η Ελλάδα και το τραπεζικό της σύστημα είναι σήμερα συνδεδεμένα με το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα. Ένα σοβαρό δε μειονέκτημά της είναι ότι εισάγει τη συντριπτική πλειοψηφία των βασικών της αγαθών, τρόφιμα, φάρμακα, μηχανές, πετρέλαιο, πρώτες ύλες. Η αποσύνδεσή της από αυτά τα δίκτυα δεν θα σημάνει απλώς δύσκολες μέρες. Θα είναι μια φρίκη. Έτσι, ιδίως τα πρώτα χρόνια της μετάβασης στη δραχμή, θα ζήσουμε πρωτόγνωρες καταστάσεις που θα θυμίζουν περισσότερο την πρώτη μετακατοχική περίοδο. Εκτεταμένα μεσαία στρώματα θα φτωχοποιηθούν απότομα, οι άστεγοι θα είναι απείρως περισσότεροι από τώρα, πρώην αξιοπρεπείς οικογενειάρχες θα αναζητούν τροφή στα σκουπίδια, η εγκληματικότητα θα εκτοξευτεί, ο δημόσιος τομέας θα υπολειτουργεί λόγω μεγάλων ελλείψεων, η σημερινή εικόνα των νοσοκομείων θα μοιάζει παράδεισος με αυτό που θα έχει γίνει τότε.
Με άλλα λόγια, τίποτα, για καιρό, δεν θα θυμίζει τις πολύ κακές στιγμές και την ταλαιπωρία που βιώνει ο ελληνικός λαός από το 2010 και μετά. Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει, επίσης, ότι τέτοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης συνήθως οδηγούν σε κάποιον εξωθεσμικό αυταρχισμό. Κοντολογίς, στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, ατομικές ελευθερίες ίσως ανασταλούν, και οι φωνές των αντιπολιτευόμενων να «σωπάσουν».
Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να βιώσουμε μια τέτοια εθνική καταστροφή. Το τίμημα θα ήταν τραγικά δυσανάλογο, και η απόφασή μας θα ήταν αυτοκτονική και μηδενιστική. Η ελληνική κοινωνία είναι μια ευρωπαϊκή κοινωνία, με όλες τις ιδιαιτερότητές της και τις παραδόσεις της. Ιστορικά ως σύγχρονο κράτος ποτέ δεν αντλήσαμε από αλλού τα πρότυπά μας, στους θεσμούς και στη δημοκρατία, παρά μόνον από την Ευρώπη. Άλλωστε σήμερα, μόνο ο δυτικός πολιτισμός εγγυάται σε αυτό το βαθμό τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα – όσο κι αν πρέπει πάντα να επιδιώκουμε το καλύτερο.
Έχουμε πολλά να διορθώσουμε στη χώρα μας, και θα χρειαστούν όλες οι δυνάμεις του τόπου να αγωνιστούν για μια σύγχρονη δημοκρατία δικαιοσύνης με λιγότερες ανισότητες και περισσότερες ελευθερίες. Η ιστορία μάς δείχνει ότι το καλύτερο περιβάλλον για την προοδευτική αλλαγή της κοινωνίας είναι η Ευρώπη. Είναι ο τόπος και οι ιδέες όπου χωράμε ισότιμα όλοι οι Έλληνες, όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες χωρίς εξαίρεση.
Θέλουμε να το πούμε, συνεπώς, με όλη τη δύναμη που διαθέτουμε: Δεν μένουμε απλώς Ευρώπη, ως ενοικιαστές κάποιου οικοπέδου. ΕΙΜΑΣΤΕ η Ευρώπη, είμαστε τα παιδιά αυτού του πολιτισμού, και δεν μπορούμε να είμαστε τίποτε άλλο. Γι’ αυτό και θα μείνουμε αυτό που είμαστε: Έλληνες Ευρωπαίοι Πολίτες.
Γιώργος Αντωνίου, Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας
Δημήτρης Αντωνίου, ΕΗESS-Παρίσι
Βασίλης Βαμβακάς, ΑΠΘ
Βασίλης Βλασταράς, ΑΣΚΤ
Ρωμανός Γεροδήμος, Πανεπιστήμιο Bournemouth
Βασιλική Γεωργιάδου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Κώστας Γιαννακόπουλος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Εμμανουέλα Δούση, ΕΚΠΑ
Παναγιώτης Θανασάς, ΑΠΘ
Ρία Θανούλη, ΑΠΘ
Γιώργος Καραβοκύρης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Χαριτίνη Καρακωστάκη, ΕΗESS-Παρίσι
Χαράλαμπος Κουταλάκης, ΕΚΠΑ
Στέλιος Κουτνατζής, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Μάνος Ματσαγγάνης, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Λίλιαν Μήτρου, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ρούλα Νέζη Πανεπιστήμιο του Konstanz
Μαίρη Λεοντσίνη, ΕΚΠΑ
Δημήτρης Λιβάνιος, ΑΠΘ
Ρούλα Νέζη, Πανεπιστήμιο του Konstanz
Σωτήρης Ντάλης, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Γιώργος Παγουλάτος, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παναγής Παναγιωτόπουλος, ΕΚΠΑ
Ανδρέας Πανταζόπουλος, ΑΠΘ
Λίνα Παπαδοπούλου, ΑΠΘ
Δέσποινα Παπαδημητρίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Γρηγόρης Πασχαλίδης, ΑΠΘ
Λαμπρινή Ρόρη, Πανεπιστήμιο Bournemouth
Νικόλας Σεβαστάκης, ΑΠΘ
Βίβιαν Σπυροπούλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, ΑΤΕΙ Πελοποννήσου
Χαρά Χαραλάμπους ΑΠΘ
Νίκος Κομνηνός Χλέπας, ΕΚΠΑ