Το πρωί της 26ης Ιουνίου του 2015, πριν μεταβεί στην έδρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για το δεύτερο μέρος της Συνόδου Κορυφής, ο Αλέξης Τσίπρας συγκαλεί σύσκεψη της τελευταίας στιγμής σε αίθουσα συνεδριάσεων στον 25ο όροφο του ξενοδοχείου όπου διαμένει η ελληνική αποστολή στις Βρυξέλλες. Οι υπουργοί -Νίκος Παππάς, Γιάννης Δραγασάκης, Γιάνης Βαρουφάκης, Ευκλείδης Τσακαλώτος- και τα λοιπά κυβερνητικά στελέχη που θα συμμετάσχουν, καλούνται να αφήσουν τα κινητά τους σε ένα μεταλλικό κουτί εκτός του δωματίου.
Ο πρωθυπουργός, καταβεβλημένος και αποκαρδιωμένος, ανακοινώνει στην ομήγυρη την πρόθεσή του να εισηγηθεί δημοψήφισμα. Οπως λέει: «Η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο. Μας έδωσαν τελεσίγραφο. Από τις συζητήσεις των τελευταίων ημερών είναι σαφές πως ό,τι κι αν δεχθούμε θα ζητήσουν κάτι παραπάνω. Δεν έχω εντολή να πάω σε μια τέτοια συμφωνία». Στις ακραίες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί, σημειώνει, θα πρέπει να κινητοποιηθεί η κοινωνία και να γίνει κάτι που θα ταρακουνήσει τη διεθνή κοινότητα. Τονίζει ότι η ανακοίνωση θα γίνει αργά το βράδυ και προειδοποιεί αυστηρά κατά οποιασδήποτε διαρροής.
Πλην του Νίκου Παππά, ο οποίος δείχνει να γνωρίζει εκ των προτέρων την πρόθεση του κ. Τσίπρα, οι υπόλοιποι αιφνιδιάζονται απόλυτα. Το σοκ είναι πολύ ισχυρό. Το δημοψήφισμα είχε συζητηθεί τις προηγούμενες εβδομάδες, αλλά πάντα ως λύση απελπισίας. Οι εκκρεμότητες παραμένουν στη διαπραγμάτευση, αλλά δεν μοιάζουν ανυπέρβλητες.
Κανείς, ωστόσο, δεν τοποθετείται αρνητικά. Αρχίζουν οι ερωτήσεις για τον χρόνο του δημοψηφίσματος, για το ερώτημα που θα τεθεί, για την ετοιμότητα του κρατικού μηχανισμού να διεκπεραιώσει τη διαδικασία. Η συνάντηση είναι σύντομη -10 με 15 λεπτά- και διεξάγεται σε πολύ βαρύ κλίμα.
Παρότι ο πρωθυπουργός μοιάζει αποφασισμένος, ο κ. Χουλιαράκης -που γνωρίζει καλύτερα από όλους σε πιο σημείο βρίσκονται οι συζητήσεις με τους θεσμούς- και κάποια στελέχη της ομάδας διαπραγμάτευσης δεν είναι έτοιμοι να εγκαταλείψουν τη μάχη. Η «Κ» αποκαλύπτει σήμερα την ύστατη προσπάθεια που έγινε τη μέρα εκείνη στις Βρυξέλλες για την εξεύρεση λύσης πριν πατήσει ο πρωθυπουργός τη σκανδάλη και θέσει εν κινήσει εξελίξεις που έφεραν τη χώρα μία ανάσα από την έξοδο από το ευρώ.
Πώς είχε φτάσει όμως η κατάσταση στο απεγνωσμένο σημείο εκείνου του πρωινού;
Βρυξέλλες, ώρα μηδέν
Το Σάββατο 20 Ιουνίου, στελέχη της ελληνικής ομάδας διαπραγμάτευσης καταφθάνουν στις Βρυξέλλες για έναν ακόμα μαραθώνιο γύρο διαπραγματεύσεων – που αυτή τη φορά ελπίζουν ότι θα είναι καταλυτικός. Οι συζητήσεις, αρχικά με εκπροσώπους της Κομισιόν, ξεκινούν το απόγευμα και διαρκούν ώς τις πρωινές ώρες της Κυριακής. Με το πέρας των εξουθενωτικών διαβουλεύσεων, Αθήνα και Βρυξέλλες έχουν φτάσει σε καταρχήν συμφωνία επί των δημοσιονομικών ζητημάτων, με τις προοπτικές να δείχνουν ευοίωνες και για τις υπόλοιπες εκκρεμότητες (τράπεζες, ασφαλιστικό και λοιπές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις).
Βάσει των συνομιλιών αυτών, ο πρωθυπουργός, που βρίσκεται και ο ίδιος από την Κυριακή το βράδυ στις Βρυξέλλες για τη Σύνοδο της Ευρωζώνης, στέλνει επιστολή λίγο πριν από τα μεσάνυχτα στην ηγεσία των θεσμών – Γιούνκερ, Ντράγκι, Λαγκάρντ- με τη νεότερη ελληνική πρόταση (η οποία στέλνεται εκ νέου το πρωί, καθώς η αρχική δεν ήταν η σωστή). Η ελληνική πλευρά πλέον προτείνει πρωτογενή πλεονάσματα 1% του ΑΕΠ το 2015, 2% το 2016, 3% το 2017 και 3,5% το 2018. Για την επίτευξη των στόχων το 2015-6 περιλαμβάνει νέα μέτρα ύψους 7,9 δισ. ευρώ (το 93% των οποίων είναι νέοι φόροι). Στον ΦΠΑ προβλέπει τρεις συντελεστές (6%, 13% και 23%) και ετήσια αύξηση εσόδων ύψους 0,74% του ΑΕΠ. Δέχεται επίσης τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ, από το 2018 ώς το 2020. Είναι φανερό πλέον ότι και οι τελευταίες «κόκκινες» γραμμές έχουν πλέον ξεθωριάσει.
Παρότι οι προτάσεις έχουν φτάσει πολύ αργά για να τις επεξεργαστεί πλήρως το Eurogroup της Δευτέρας, η πρώτη αντίδραση -ιδιαίτερα από την πλευρά της Επιτροπής- είναι θετική. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχωρούν το βράδυ της Δευτέρας, μετά τη Σύνοδο της Ευρωζώνης, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ντόναλντ Τουσκ ισχυρίζεται πως «αποφύγαμε το χειρότερο σενάριο» και ότι «οι εξελίξεις των τελευταίων ωρών έδειξαν ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη είναι προσηλωμένα στην εξεύρεση λύσης». Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ σημειώνει ότι «οι προτάσεις είναι ένα μεγάλο βήμα της ελληνικής πλευράς στην κατεύθυνση ικανοποίησης των προσδοκιών την εταίρων». Ο κ. Τσίπρας, παρά την κριτική (ιδιαίτερα σχετικά με το Γ. Βαρουφάκη, αλλά και από την πρόεδρο της Λιθουανίας, που λέει ότι «οι Ελληνες θέλουν να συνεχίσουν να γλεντούν με τα λεφτά άλλων») και τις πιέσεις επί συγκεκριμένων μέτρων που δέχεται στη Σύνοδο, είναι αισιόδοξος ότι η συμφωνία είναι κοντά.
Την αισιοδοξία αυτή, ωστόσο, δεν συμμερίζεται η Γερμανίδα καγκελάριος. Παρακολουθώντας ανήσυχη το αίσθημα σιγουριάς που αποπνέει ο κ. Τσίπρας, μάλιστα, η κ. Μέρκελ τηλεφωνεί μετά το πέρας της Συνόδου στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το μήνυμα που έπρεπε να μεταφέρει ο Νίκος Αναστασιάδης προς τον Ελληνα πρωθυπουργό είναι ξεκάθαρο: «Πείτε του να μη δηλώνει ότι είμαστε κοντά σε συμφωνία, γιατί δεν είμαστε».
Η ψυχρολουσία δεν αργεί: Τα ξημερώματα της Τρίτης παραδίδεται στην ελληνική αντιπροσωπεία η αντιπρόταση των θεσμών, που είναι ουσιαστικά η ελληνική πρόταση με διαγραφές και διορθώσεις. Η σύγκρουση μεταξύ ΔΝΤ και Κομισιόν δεν έχει κοπάσει, καθώς το Ταμείο θεωρεί ότι η Επιτροπή είναι υπερβολικά ήπια με την Αθήνα. Το κόκκινο μελάνι των αλλαγών, με τις οποίες οι θεσμοί φανερώνονται ως περίπου αμετακίνητοι από την πρόταση που είχαν καταθέσει στις 3 Ιουνίου, αποτελεί «κόκκινο» πανί για την Αθήνα.
«Γνωρίζαμε ότι η νέα πρόταση έθετε εν αμφιβόλω τη συνοχή του κόμματος και της κοινοβουλευτικής ομάδας, που δεν γνώριζαν το περιεχόμενό της», αναφέρει στην «Κ» κυβερνητικό στέλεχος που συμμετείχε στις κρίσιμες διαβουλεύσεις των ημερών. «Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό» προσθέτει. «Περιμέναμε ότι με τόσο μεγάλη υποχώρηση είχαμε εξασφαλισμένη τη συμφωνία». Η δημοσιοποίηση σημείων της ελληνικής πρότασης προκαλεί εντονότατες αντιδράσεις στις τάξεις του ΣΥΡΙΖΑ. Βουλευτές προειδοποιούν ότι δεν πρόκειται να την ψηφίσουν.
Την Τρίτη 23 Ιουνίου, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται στις Βρυξέλλες σε τεχνικό επίπεδο. Μεταξύ των κύριων σημείων εμπλοκής είναι η επιμονή των δανειστών να αυξηθεί εκ νέου ο ΦΠΑ στην εστίαση από το 13% στο 23%. Για την ελληνική πλευρά, όπως αναφέρει άτομο με άμεση γνώση των συζητήσεων, το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας κίνησης θα ήταν πολύ μεγάλο. «Δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στην επαναφορά ενός φόρου που είχε μειώσει ο Σαμαράς», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Την επόμενη μέρα, ο κ. Τσίπρας μεταβαίνει εκ νέου στις Βρυξέλλες. Συναντιέται στο γραφείο του κ. Γιούνκερ στο Βerlaymont το μεσημέρι λίγο πριν από τις 2 με τον πρόεδρο της Κομισιόν, την Κ. Λαγκάρντ, τον Γ. Ντάισελμπλουμ, τον επίτροπο Μοσκοβισί, τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν Β. Ντομπρόβσκις και τον επικεφαλής του Euroworking Group Τόμας Βίζερ. Ο πρωθυπουργός εξέρχεται σε διάφορες φάσεις για να διαβουλευτεί με την ευρύτερη ομάδα που τον συνοδεύει.
Η συνάντηση είναι δύσκολη, με την κ. Λαγκάρντ ειδικά να σκληραίνει τη στάση της. Ο κ. Γιούνκερ καπνίζει αδιάκοπα, με αποτέλεσμα η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ να βγάζει κάποια στιγμή άρωμα και να ψεκάζει τον χώρο. Ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται έτοιμος να αποδεχθεί τις προτάσεις των θεσμών, αλλά κατόπιν διαβουλεύσεων με το επιτελείο του, ειδικά τον κ. Παππά, υπαναχωρεί.
Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι οι δανειστές «μετακινούν συνεχώς τα γκολπόστ», όπως αναφέρει στέλεχος της ομάδας διαπραγμάτευσης. Ο κ. Τσίπρας αποδέχεται την αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση, για να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δραστική αναθεώρηση προς τα κάτω των προσδοκώμενων εσόδων από τους θεσμούς, που ζητούν επιπλέον μέτρα, μεταξύ των οποίων αύξηση του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία και κατάργηση της έκπτωσης στα νησιά. Ακολουθούν σκηνές μεγάλης έντασης και νέα διακοπή της διαπραγμάτευσης.
Στενός συνεργάτης του κ. Τσίπρα εκτιμά ότι τότε άρχισε να ωριμάζει στη σκέψη του πρωθυπουργού η ιδέα για το δημοψήφισμα: «Ο πρωθυπουργός θεωρούσε πλέον ότι μας εμπαίζουν και ότι η συζήτηση, πλέον, γινόταν με όρους οικονομικής επιβολής από τη μία πλευρά και υποτέλειας από την άλλη».
Επειτα από ένα ακόμα ατελέσφορο Eurogroup, στο οποίο σειρά υπουργών εκφράζει έντονη δυσφορία για τις διαδοχικές συνεδριάσεις χωρίς επίσημες προτάσεις προς συζήτηση (μιλούν για «πλήγμα στην αξιοπιστία της Ευρωζώνης»), οι διαβουλεύσεις ξεκινούν εκ νέου το βράδυ, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, σε ανώτατο επίπεδο. Οι θεσμοί να υπαναχωρούν στο θέμα του ΦΠΑ στα ξενοδοχεία, αλλά οι συζητήσεις καταλήγουν ξανά σε αδιέξοδο, γύρω στις 2 τα ξημερώματα. Το ίδιο συμβαίνει και σε νέα συνάντηση το πρωί της Πέμπτης. Η Αθήνα δέχεται πιέσεις για περικοπές αμυντικών δαπανών και αύξηση της φορολογίας στη ναυτιλία. Στο Eurogroup της Πέμπτης -το τρίτο μέσα σε τέσσερις μέρες- οι υπουργοί έχουν στα χέρια τους δύο ξεχωριστές προτάσεις. Ο κ. Ντάισελμπλουμ παρουσιάζει την πρόταση των θεσμών ευθέως ως τελεσίγραφο στον κ. Βαρουφάκη.
Το ίδιο βράδυ, στη Σύνοδο Κορυφής, η ατμόσφαιρα είναι δηλητηριασμένη. Ο πρωθυπουργός της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ δηλώνει ότι ο κατώτατος μισθός στη χώρα του ανέρχεται στα 180 ευρώ, αλλά ότι η χώρα του τηρεί τους κανόνες της Ενωσης. Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε αναφέρει δυσοίωνα ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία, οι ηγέτες θα βρεθούν ξανά σε Σύνοδο Κορυφής για να συζητήσουν «τα επόμενα βήματα». Οι ηγέτες της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την εμμονή του κ. Τσίπρα να φέρει το ελληνικό ζήτημα προς συζήτηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η κ. Μέρκελ τονίζει και αυτή ότι το κατάλληλο φόρουμ διαπραγμάτευσης είναι το Eurogroup και λέει ότι πρέπει να βρεθεί λύση πριν από το άνοιγμα των αγορών τη Δευτέρα. Η μόνη φωνή στήριξης είναι αυτή του Νίκου Αναστασιάδη, που τονίζει την ανάγκη ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Η απόφαση της Συνόδου είναι να υπάρξει νέο Eurogroup το Σάββατο ως τελική απόπειρα εξεύρεσης λύσης. Ο κ. Τσίπρας όμως, εν αγνοία των ομολόγων του, βρίσκεται πλέον ψυχολογικά σε άλλο μονοπάτι.
Η ύστατη προσπάθεια
Ο Γιώργος Χουλιαράκης, έχοντας επωμιστεί τεράστια βάρη στους πέντε μήνες της διαπραγμάτευσης και βρεθεί αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία των δανειστών αλλά και τις παλινωδίες του πολιτικού του προϊσταμένου στο υπουργείο Οικονομικών, δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την ήττα.
Αναζητώντας διέξοδο μετά τη σύσκεψη το πρωί της 26ης Ιουνίου, επικοινωνεί με τον Μπρούνο Μπεζάρ, διευθυντή και «βετεράνο» με θητεία 27 ετών στο υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας. Ανθρωπος με βαθιές γνώσεις κάθε πτυχής της πρακτικής οικονομικής πολιτικής, από τα φορολογικά ώς τις ιδιωτικοποιήσεις και υποστηρικτικός προς τις ελληνικές θέσεις, ο κ. Μπεζάρ συναντιέται με τον κ. Χουλιαράκη σε ένα καφέ δίπλα στο Justus Lipsius (έδρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) και συμφωνεί να αναλάβει ρόλο διαμεσολαβητή της τελευταίας στιγμής, ώστε να αποφευχθεί το ναυάγιο. Στελέχη του πρωθυπουργικού επιτελείου βγάζουν τον κ. Τσίπρα από τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και παίρνουν την έγκρισή του για να προχωρήσει η πρωτοβουλία.
Λίγες ώρες αργότερα, ο Γάλλος αξιωματούχος συναντιέται με τον Στέλιο Παπαδόπουλο, επικεφαλής του ΟΔΔΗΧ, τον Μάρκο Μπούτι της Κομισιόν, τον κ. Βίζερ, αλλά και στελέχη του ESM που έρχονται ειδικά από το Λουξεμβούργο για τη σύσκεψη, που αφορά τις δυνατότητες διαχείρισης του ελληνικού χρέους. Οι διαπραγματεύσεις των προηγούμενων ημερών δεν είχαν καταπιαστεί με το χρέος, γεγονός που καθιστούσε αρκετά πιο σύνθετη την προσπάθεια του κ. Τσίπρα να πείσει το κόμμα του -αλλά και τους ΑΝΕΛ- να αποδεχθούν τα σκληρά μέτρα που προτείνονταν. Το σκεπτικό των κ. Χουλιαράκη και Μπεζάρ ήταν ότι η προσθήκη μιας δέσμευσης για ελάφρυνση χρέους θα χρύσωνε το χάπι.
Ο κ. Μπεζάρ, επιβεβαιώνοντας τη συνάντηση, λέει στην «Κ» ότι «η Γαλλία πάντα στήριζε την ουσιώδη ελάφρυνση του χρέους, υπό τον όρο η Ελλάδα να εφαρμόσει με σοβαρότητα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Σε αυτό το ζήτημα, όπως και σε άλλα, η Γαλλία επιχείρησε να πείσει τους Ευρωπαίους εταίρους».
Παρά την καλή θέληση που υπήρχε, η 45λεπτη συνάντηση έληξε χωρίς κάτι χειροπιαστό. Ο κ. Παπαδόπουλος ζήτησε την αναχρηματοδότηση των ελληνικών ομολόγων στην κατοχή της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης (κάτι που είχε συζητηθεί και στο παρελθόν, επί Σαμαρά). Οι Ευρωπαίοι αντιπρότειναν τη μεταβίβαση στην Ελλάδα των κερδών των κεντρικών τραπεζών από τα ομόλογα αυτά, ώστε να μπορέσει να πληρώσει τις υποχρεώσεις της.
Στη συνέχεια, ακολουθεί δεύτερη σύσκεψη, με τη συμμετοχή του κ. Χουλιαράκη και άλλων στελεχών της ομάδας διαπραγμάτευσης και των επικεφαλής των θεσμών. Ο σκοπός είναι να τεθούν επακριβώς επί τάπητος τα σημεία διαφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να διασαφηνιστεί πόσο κοντά ήταν η συμφωνία. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης αυτής, ενώ στέλεχος της ελληνικής ομάδας επιχειρηματολογούσε παθιασμένα για κάποιο από τα θέματα που είχαν στοιχειώσει τη διαπραγμάτευση, ο κ. Χουλιαράκης δέχεται τηλεφώνημα από την Αθήνα. Τον ενημερώνουν ότι η απόφαση για το δημοψήφισμα έχει ληφθεί από το κυβερνητικό συμβούλιο. Το παιχνίδι έχει τελειώσει. Διακόπτει τον ομιλούντα, μαζεύουν τα πράγματά τους και φεύγουν.
Η ώρα της απόφασης
Ο κ. Τσίπρας είχε ήδη επικοινωνήσει από το πρωί με τον Σπύρο Σαγιά, γενικό γραμματέα της κυβέρνησης και του έχει ζητήσει να συγκαλέσει, με άκρα μυστικότητα, το υπουργικό συμβούλιο. Στη συνεδρίαση, ο κ. Τσίπρας επαναλαμβάνει την εισήγηση για δημοψήφισμα. Διαφωνούν ανοιχτά τρεις υπουργοί: ο Γιώργος Σταθάκης, ο Δημήτρης Μάρδας και ο Γιάννης Πανούσης. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης τάσσεται ενθουσιωδώς υπέρ, αλλά ρωτά επιτακτικά ποιο είναι το σχέδιο της κυβέρνησης σε περίπτωση που κερδίσει το «Οχι» και οι Ευρωπαίοι επιμείνουν στη σκληρή τους στάση.
Ο κ. Τσίπρας βγαίνει για λίγο από την αίθουσα και επικοινωνεί τηλεφωνικά με την κ. Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ (το δεύτερο τον εντοπίζουν οι άνθρωποί του στην εξοχική κατοικία της γαλλικής προεδρίας στις Βερσαλλίες). Παρότι στη συνάντηση που είχαν μαζί του, το ίδιο πρωινό στις Βρυξέλλες στο περιθώριο της Συνόδου, δεν τους ανέφερε κάτι, η απόφαση για δημοψήφισμα δεν εκπλήσσει κανέναν από τους δύο ηγέτες.
Ο κ. Τσίπρας, σύμφωνα με γερμανικές πηγές, είχε ενημερώσει την καγκελάριο σε συνάντηση που είχαν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής Ε.Ε. – Ουκρανίας στις 27 Απριλίου για το ενδεχόμενο να προσφύγει σε δημοψήφισμα. Ο πρωθυπουργός είχε εξηγήσει στην κ. Μέρκελ ότι είχε εκλεγεί με μία συγκεκριμένη λαϊκή εντολή και ότι -αν η τελική συμφωνία ξεπερνούσε τα όρια αυτής της εντολής- ήταν πιθανό να τη θέσει στην κρίση των ψηφοφόρων. Παρομοίως, οι επιτελείς του Γάλλου προέδρου του υπενθύμιζαν τακτικά να βολιδοσκοπεί τον κ. Τσίπρα για τις προθέσεις του σχετικά με την προκήρυξη δημοψηφίσματος – σύμφωνα με γαλλικές πηγές, μάλιστα, τον είχε ρωτήσει και στις 25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες.
Η μεγάλη έκπληξη –και για τους δύο ηγέτες– ήλθε όταν ο κ. Τσίπρας, αφού τους εξήγησε διεξοδικά τη δύσκολη πολιτική του θέση, τους αποκάλυψε ότι θα τασσόταν υπέρ του «Οχι». Στη σύνοδο Ε.Ε. – Ουκρανίας, ο κ. Τσίπρας και οι σύμβουλοί του, χωρίς να το έχουν δηλώσει ρητά, είχαν αφήσει σαφώς την εντύπωση στην κ. Μέρκελ ότι θα στήριζε σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα την πρόταση που είχε διαπραγματευθεί. Η καγκελάριος, ιδιαίτερα, που είχε αφιερώσει πολιτικό κεφάλαιο στην προσέγγιση με τον Ελληνα πρωθυπουργό και στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής λύσης, νιώθει παραπλανημένη.
Τόσο η κ. Μέρκελ όσο και ο κ. Ολάντ τονίζουν στον πρωθυπουργό ότι η υποστήριξη του «Οχι» ισοδυναμεί με μη στήριξη της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Είναι όμως πολύ αργά για να τον μεταπείσουν.
Ο κ. Τσίπρας νιώθει εγκλωβισμένος μεταξύ ενός κόμματος που εξεγείρεται και μιας ευρωπαϊκής ηγεσίας που τον πιέζει πέρα από τα όριά του.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ανακοινώνει από το Μαξίμου το δημοψήφισμα. Στο διάγγελμά του καλεί τον ελληνικό λαό να απαντήσει στο «εκβιαστικό τελεσίγραφο» των δανειστών, ψηφίζοντας «κυρίαρχα και περήφανα, όπως η ιστορία των Ελλήνων προστάζει». Ο κόσμος αρχίζει να συρρέει στα ATMs και τα πρατήρια βενζίνης. Το ατύχημα είναι πλέον πραγματικότητα.