Κυριακή βράδυ, 5 Ιουλίου 2015. Ολος ο κόσμος κρέμεται από τα χείλη του Αλέξη Τσίπρα. Η μεγάλη νίκη του «Οχι» στο δημοψήφισμα έχει επιβεβαιωθεί και έχουν ήδη φτάσει στο Μαξίμου συγχαρητήρια τηλεγραφήματα από τον Φιντέλ Κάστρο και το Νικολά Μαδούρο. Ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει προκαταλάβει τον πρωθυπουργό, εμφανιζόμενος με μακό και πανηγυρική διάθεση στο υπουργείο Οικονομικών και εξαπολύοντας δριμεία επίθεση κατά των δανειστών.
Ο τόνος του κ. Τσίπρα, είναι εντελώς διαφορετικός. Μιλά για δημοψήφισμα «χωρίς νικητές και ηττημένους» και ξεκαθαρίζει ότι το αποτέλεσμα «δεν αποτελεί εντολή ρήξης με την Ευρώπη».
Ο πρωθυπουργός φοβάται ευρεία κίνηση, με συμμετοχή στελεχών της κυβέρνησής του, για την ανατροπή του και τη σύσταση οικουμενικής. Του διαγγέλματος έχει προηγηθεί έντονο παρασκήνιο, με εμπλοκή του Προκόπη Παυλόπουλου και του Φρανσουά Ολάντ. Ηδη, από τις 29 Ιουνίου έχει ενεργοποιηθεί ένα έμμεσο κανάλι επικοινωνίας μεταξύ Ολάντ-Παυλόπουλου, μέσω του πρώην υπουργού Χάρη Παμπούκη, παλαιού φίλου του Ελληνα Προέδρου και του Ζακ Αταλί, που είχε υπάρξει δεξί χέρι του Φρανσουά Μιτεράν (για τη συμβολή του εκείνες τις μέρες, ο κ. Αταλί παρασημοφορήθηκε από τον κ. Παυλόπουλο τον Νοέμβριο του 2015). Μέσω των δύο διαμεσολαβητών, ανταλλάσσονται εκείνη την εβδομάδα μηνύματα μεταξύ των δύο Προέδρων, με τον κ. Παυλόπουλο να προσπαθεί να πείσει τον κ. Ολάντ –έντονα καχύποπτο απέναντι στον κ. Τσίπρα– να βοηθήσει στην εξεύρεση λύσης. «Θεωρούσε τον Έλληνα πρόεδρο αξιοπιστό φιλοευρωπαίο. Κανείς δεν καταλάβαινε αυτό το δημοψήφισμα» σημειώνει άτομο που ήταν στο άμεσο περιβάλλον του κ. Ολάντ.
Το βράδυ της 5ης Ιουλίου, σε συνομιλία τους πριν από το διάγγελμα του Ελληνα πρωθυπουργού, ο κ. Ολάντ θέτει τις ελάχιστες προϋποθέσεις για να ξεκινήσει νέος κύκλος διαπραγματεύσεων: να υπάρξει κοινή θέση των μεγάλων κομμάτων της Ελλάδας υπέρ της παραμονής στην Ευρωζώνη. Ο κ. Παυλόπουλος μεταφέρει στον Γάλλο ομόλογό του ότι ο κ. Τσίπρας τον έχει διαβεβαιώσει πως ο λόγος του θα είναι μήνυμα συνεννόησης, όχι θριαμβολογίας.
Η πολιτική τύχη του κ. Βαρουφάκη έχει ήδη κριθεί πριν από την Κυριακή: μετά το αδιέξοδο Eurogroup μέσω τηλεδιάσκεψης στις 30 Ιουνίου, ήταν πλέον σαφές ότι δεν μπορούσε να υπάρξει συμφωνία όσο παρέμενε στην οδό Νίκης.
Ωστόσο, τον δρόμο προς το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών έφραζε η δηλητηριασμένη σχέση του Αλέξη Τσίπρα με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο Αντώνης Σαμαράς είχε επενδύσει στην επικράτηση του «Ναι» και αγνοήσει εισηγήσεις να παραιτηθεί πριν από την ψήφο. Το βράδυ της Κυριακής βρίσκεται υπό ασφυκτική πίεση.
Με τα σενάρια περί αριστερής παρένθεσης να διαψεύδονται ξανά, γαλάζια στελέχη εμφανίζονται σε τηλεοράσεις, ζητώντας να κινηθούν οι διαδικασίες αλλαγής ηγεσίας στη Νέα Δημοκρατία. Επιστρατεύονται μάλιστα ηγετικές μορφές της ευρωπαϊκής Xριστιανοδημοκρατίας προκειμένου ο κ. Σαμαράς να κάνει στην άκρη και ο αρχικά διστακτικός Ευάγγελος Μεϊμαράκης να δεχθεί να τον διαδεχθεί.
Ετσι, με τις παραιτήσεις Σαμαρά και Βαρουφάκη, λαμβάνει χώρα τη Δευτέρα το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, με το κοινό ανακοινωθέν που προκύπτει να σημειώνει ότι η λαϊκή ετυμηγορία «δεν συνιστά εντολή ρήξης, αλλά εντολή συνέχισης και ενίσχυσης της προσπάθειας για την επίτευξη μιας κοινωνικώς δίκαιης και οικονομικώς βιώσιμης συμφωνίας». Το μήνυμα στην Ευρώπη έχει σταλεί. Αλλά η τελική μάχη για την παραμονή στην Ευρωζώνη έχει μόλις αρχίσει.
Μετριοπαθείς κατά ακραίων
Ολόκληρη η περίοδος από τα τέλη Ιανουαρίου χαρακτηρίστηκε από μία διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ των μετριοπαθών και των σκληροπυρηνικών. Στην Ελλάδα, η πλευρά Λαφαζάνη και άλλες φωνές στον ΣΥΡΙΖΑ επέκριναν από νωρίς τις κινήσεις συμβιβασμού, με κυριότερη τη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου και την επιμονή της κυβέρνησης να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις.
Ο κ. Λαφαζάνης και οι συνοδοιπόροι του πίεζαν εξαρχής για την κατάρτιση εναλλακτικού σχεδίου για την έξοδο από την Ευρωζώνη. Παράλληλα, κατόπιν εντολής του Αλέξη Τσίπρα, ο Γιάνης Βαρουφάκης είχε συγκροτήσει τον Μάρτιο μια πενταμελή ομάδα υπό τον συνάδελφό του στο πανεπιστήμιο του Τέξας Τζέιμς Γκάλμπρεϊθ, για την κατάρτιση ενός τέτοιου σχεδίου Β – ή σχεδίου Χ, όπως ονομάστηκε.
Ο Μάιος ήταν κρίσιμος μήνας στην αντιπαράθεση των μετριοπαθών και των σκληροπυρηνικών. Στις 12 του μηνός, με κρίσιμη παρέμβαση του Γιάννη Στουρνάρα, αποφεύχθηκε η αθέτηση πληρωμής στο ΔΝΤ. Λίγες μέρες αργότερα, σε κυβερνητική σύσκεψη υπό τον αντιπρόεδρο Γιάννη Δραγασάκη, παρουσιάστηκαν αναλυτικά οι δυνατότητες της χώρας να καλύψει τις ανάγκες της σε ενέργεια, τρόφιμα και φάρμακα σε περίπτωση ρήξης – και η αναζήτηση εναλλακτικών πηγών τροφοδοσίας (στη Ρωσία, τη Βενεζουέλα, το Ιράν, την Αργεντινή).
Η έκθεση για το σχέδιο Χ –που περιλάμβανε έκδοση υποσχετικών για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, εθνικοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά παράβαση των ευρωπαϊκών συνθηκών (ο ίδιος ο συντάκτης του έχει παραδεχθεί ότι θα κινδύνευε η θέση της Ελλάδας όχι μόνο στην Ευρωζώνη, αλλά και στην Ε.Ε.), μετατροπή των καταθέσεων από ευρώ σε δραχμές και ενεργοποίηση του στρατού για τη διασφάλιση της δημόσιας τάξης– παρουσιάστηκε από τον κ. Γκάλμπρεϊθ στον κ. Βαρουφάκη στις αρχές Μαΐου. Το σχέδιο Χ συζητήθηκε σε κορυφαίο κυβερνητικό επίπεδο, όπως και το σχέδιο της πλευράς Λαφαζάνη για «αξιοποίηση» των 17 δισ. ευρώ που βρίσκονταν στο Νομισματοκοπείο για την ομαλή μετάβαση στη δραχμή. Υπήρξαν αποστολές σε εταιρείες εκτύπωσης νομισμάτων στο εξωτερικό και οι γνωστές προσπάθειες εξασφάλισης χρηματοδότησης από τη Ρωσία συνδεδεμένες με το σχέδιο κατασκευής του αγωγού Turkish Stream.
Τώρα, η συντριπτική νίκη του «Οχι» ενίσχυε τρομακτικά τη δυναμική της ρήξης στην Ελλάδα. Για έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της άλλης πλευράς, αυτό δεν ήταν δυσάρεστη εξέλιξη. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε καταστήσει σαφές ήδη από το 2011 ότι ήταν υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Η άποψή του αυτή εξαφανίστηκε από τη συζήτηση για την Ελλάδα κατά το 2013-14. Στο πρώτο εξάμηνο του 2015, στο πλαίσιο της συγκρουσιακής διαπραγμάτευσης, επανήλθε δριμύτερη.
Ο κ. Σόιμπλε, σε συνάντησή του τον Μάρτιο με τον κ. Βαρουφάκη στις Βρυξέλλες, του είχε προτείνει ευθέως την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, με τη στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων. Στις 8 Ιουνίου, οι δύο άνδρες συναντήθηκαν ξανά στο Βερολίνο και ο Γερμανός υπουργός επανέλαβε την πρότασή του. Είχε μεσολαβήσει όμως επαφή μεταξύ Μέρκελ-Τσίπρα κατά την οποία η καγκελάριος είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν συντάσσεται με τον κ. Σόιμπλε στο θέμα αυτό. Ο κ. Βαρουφάκης το είπε αυτό στον Γερμανό ομόλογό του, ο οποίος, ενοχλημένος, άλλαξε θέμα.
Οχι όμως για πολύ. Ο κ. Βαρουφάκης θεωρούσε ότι ο φόβος μιας ελληνικής εξόδου θα οδηγούσε τους εταίρους σε υποχώρηση. Ο κ. Σόιμπλε, ωστόσο, θεωρούσε ότι ο κίνδυνος μετάδοσης ήταν διαχειρίσιμος – κάτι που έδειχνε να επιβεβαιώνεται από την ήπια αντίδραση των αγορών επί δημοψηφίσματος. Εν τω μεταξύ, οι παλινωδίες της Αθήνας, οι διαλέξεις του κ. Βαρουφάκη στα Eurogroup και οι επιταγές της εσωτερικής πολιτικής είχαν οδηγήσει σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης να συνταχθούν στο πλευρό του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών.
Ακάλυπτες «θυγατέρες»
Ο κ. Τσίπρας είχε επιτρέψει το φλερτ με τη δραχμή να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις στις τάξεις της κυβέρνησής του. Ωστόσο, την κρίσιμη στιγμή έκανε πίσω και κατάφερε να συγκρατήσει την ορμή εκείνων που έσπρωχναν τη χώρα να φύγει στο κενό.
Μέρος της εξήγησης –πέρα από το γεγονός ότι δεν υπήρχε υλοποιήσιμο εναλλακτικό σχέδιο – βρίσκεται στις ενημερώσεις που λάμβανε τις μέρες εκείνες σχετικά με τις τράπεζες. Ηδη, στις 19 Ιουνίου, η Τράπεζα της Ελλάδος είχε αποστείλει άτυπο σημείωμα στον πρωθυπουργό με τίτλο «Επιπτώσεις της ενδεχόμενης αδυναμίας του ελληνικού Δημοσίου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του», όπου παρέθετε τι θα επακολουθούσε σε αυτό το μαύρο σενάριο.
Μεταξύ άλλων, το σημείωμα της ΤτΕ ανέφερε ότι οι επόπτες των θυγατρικών των ελληνικών τραπεζών στο εξωτερικό θα κινούνταν επιθετικά για να προστατεύσουν τους καταθέτες στις χώρες τους. Το σημείωμα έκανε ειδική μνεία στην περίπτωση της Εθνικής και της Finansbank: αν οι εποπτικές αρχές στην Τουρκία αποφάσιζαν να αποκτήσουν τον έλεγχο της τράπεζας χωρίς αποζημίωση, προειδοποιούσε, η Εθνική θα κατέρρεε.
Με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Σύμφωνα με μία υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, οι εποπτικές αρχές της Βουλγαρίας –που το 2014 είχε κλυδωνιστεί από μεγάλο τραπεζικό σκάνδαλο– πίεζαν ιδιαίτερα φορτικά να γίνουν πωλήσεις σε τιμές ξεπουλήματος πριν χρεοκοπήσει η Ελλάδα.
Στις 30 Ιουνίου, η Εθνική έστειλε δικό της άτυπο σημείωμα στην κυβέρνηση, ενημερώνοντας ότι το υπόλοιπο ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα ήταν μόλις 1,3 δισ. ευρώ, που αντιπροσώπευαν τα ποσά που παρακρατούνται υποχρεωτικά από την ΤτΕ: «Η χρήση αυτών χωρίς αναπλήρωσή τους θέτει τις τράπεζες σε παράβαση των κανόνων νομισματικής πολιτικής και στοιχειοθετεί λόγο έναρξης εκκαθάρισής τους». Οι συντάκτες πρόσθεταν: «Ανεξαρτήτως της έκβασης του δημοψηφίσματος, χωρίς την επίτευξη συμφωνίας η χώρα θα έχει τη Δευτέρα μηδενικό απόθεμα χρήματος […] Η ανυπαρξία ρευστότητας θα επιφέρει σημαντικές ελλείψεις στην αγορά και αδυναμία πληρωμών για είδη πρώτης ανάγκης, φάρμακα κ.λπ.».
Τέλος, τόνιζαν ότι χωρίς συμφωνία όλες οι συστημικές τράπεζες θα χρειάζονταν σημαντικά νέα κεφάλαια, ενώ δύο θα είχαν αρνητικά κεφάλαια. Στο πλέον δυσμενές σενάριο, «είναι πολύ πιθανό όλος ο ELA που έχει χορηγηθεί να καταστεί απαιτητός». Αυτή η εξέλιξη «θα οδηγήσει σε καθεστώς διαδικασίας εξυγίανσης το σύνολο του τραπεζικού συστήματος, με δραματικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα» και πιθανό «κούρεμα» καταθέσεων. «Επιπροσθέτως, οι ξένες εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να λάβουν δυσμενή μέτρα για τις θυγατρικές εξωτερικού ή να επιδιώξουν και την απόκτηση του ελέγχου τους».
Τον κίνδυνο απαλλοτρίωσης των θυγατρικών επέσεισε και ο κ. Χουλιαράκης στην επιστολή παραίτησής του στις 3 Ιουλίου – στην οποία δεν έλαβε ποτέ απάντηση. Η απώλεια περιουσίας που μία τέτοια εξέλιξη θα επέφερε, ενδεχομένως να συνεπάγετο και ποινικές ευθύνες για στελέχη της κυβέρνησης.
Το σχέδιο
Αν όμως στην Ελλάδα η μετριοπαθής πτέρυγα έμοιαζε να επικρατεί μετά το δημοψήφισμα, στην Ευρώπη οι σκληροί ήταν ισχυρότεροι από ποτέ. Το βράδυ της Δευτέρας, 6 Ιουλίου, σε δείπνο στο Μέγαρο των Ηλυσίων, η κ. Μέρκελ παρουσιάζει στον κ. Ολάντ την πρόταση Σόιμπλε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Εκείνος αντιδρά ασυνήθιστα έντονα, εκφράζοντας την πλήρη αντίθεση της Γαλλίας.
Την Τρίτη, 7 Ιουλίου, η Ελλάδα εκπροσωπείται στο Eurogroup από τον νέο υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο. Το κλίμα είναι εμφανώς βελτιωμένο, παρότι η ελληνική πλευρά προσέρχεται χωρίς συγκεκριμένη πρόταση για νέο πρόγραμμα. Την ίδια μέρα, ο πρόεδρος Ομπάμα επικοινωνεί τόσο με την κ. Μέρκελ όσο και με τον κ. Τσίπρα, για να ρίξει το βάρος του υπέρ της επίτευξης συμφωνίας. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», ώς την Κυριακή ήταν σε σχεδόν καθημερινή τηλεφωνική επαφή με την καγκελάριο.
Στη Σύνοδο Κορυφής το βράδυ της Τρίτης έρχονται νέα τελεσίγραφα: Ο Ντόναλντ Τουσκ στη συνέντευξη Τύπου θέτει ευθέως προθεσμία για συμφωνία ώς την Κυριακή ή έξοδο από το ευρώ. Ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ μιλάει για πρώτη φορά για το «λεπτομερές σχέδιο» της Επιτροπής για το Grexit. Πριν από τη Σύνοδο, σε συνάντηση με παρόντα και τον κ. Τουσκ, ο κ. Γιούνκερ περιγράφει αναλυτικά στον πρωθυπουργό τι περιλαμβάνει.
Το σχέδιο προετοιμαζόταν επί ένα μήνα από ομάδα 15 ατόμων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στο πολυσέλιδο έγγραφο, σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο που γνωρίζει το περιεχόμενό του, υπάρχουν λεπτομερείς απαντήσεις σε 200 θέματα που θα προέκυπταν σε περίπτωση ελληνικής εξόδου. Οι εργασίες της ομάδας είχαν επιταχυνθεί μετά την προκήρυξη του δημοψηφίσματος και ακόμα περισσότερο το Σαββατοκύριακο που έλαβε χώρα. Ο ίδιος αξιωματούχος εκτιμά ότι θα ξεσπούσε μεγάλη ανθρωπιστική κρίση, σημειώνοντας ότι «ερπύστριες των τεθωρακισμένων είναι πολύ πιθανό να ακούγονταν και πάλι στους δρόμους της Αθήνας».
Την επόμενη μέρα, 8 Ιουλίου, κατατίθεται η επίσημη αίτηση της Αθήνας για νέο τριετές πρόγραμμα διάσωσης. Παράλληλα, με γαλλική πρωτοβουλία και υπό τη διεύθυνση του εκπροσώπου της χώρας στο EuroWorking Group, Μπρούνο Μπεζάρ, αξιωματούχοι της ελληνικής κυβέρνησης, της Γαλλίας και της Κομισιόν συνεργάζονται εντατικά επί ένα διήμερο για να καταρτίσουν ένα αξιόπιστο πρόγραμμα.
«Ημασταν σε ένα πολύ επικίνδυνο σημείο», θυμάται ο κ. Μπεζάρ. «Οι τράπεζες ήταν κλειστές, η οικονομία χωρίς οξυγόνο. Περάσαμε πολλές νύχτες –τότε και άλλοτε– για να λύσουμε όλα τα θέματα. Πιέσαμε την ελληνική πλευρά να υιοθετήσει έξυπνες μεταρρυθμίσεις, αλλά παράλληλα βοηθήσαμε να αποτραπούν μέτρα που κάποιοι επιθυμούσαν για ιδεολογικούς λόγους, αντικαθιστώντας τα με άλλα που είχαν το ίδιο αποτέλεσμα».
Η Αθήνα στέλνει την πρόταση το βράδυ της Πέμπτης, 9 του μηνός. Την Παρασκευή, 10, ενώ ο κ. Τσίπρας ετοιμάζεται για τη μάχη στη Βουλή που θα καταλήξει τα ξημερώματα της επομένης με την παροχή εξουσιοδότησης από 251 βουλευτές για την επίτευξη συμφωνίας, το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας στέλνει ένα email σε στενό κύκλο Ευρωπαίων αξιωματούχων που προκαλεί σοκ. Το μήνυμα, απεσταλμένο από τον Τόμας Στέφεν, εκπρόσωπο της Γερμανίας στο EWG, περιέχει –για πρώτη φορά εγγράφως– την πρόταση για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Οι όροι που θέτει για να αποφευχθεί –με κορυφαίο τη δημιουργία ταμείου ιδιωτικοποιήσεων με περιουσιακά στοιχεία 50 δισ. ευρώ και με έδρα το Λουξεμβούργο– μοιάζουν διατυπωμένοι έτσι ώστε να μην μπορεί η Αθήνα να τους αποδεχθεί. Επιπλέον, η πρόταση περιέχει υποσχέσεις για γενναιόδωρη ανθρωπιστική βοήθεια και «κούρεμα» χρέους σε περίπτωση εξόδου.
Τόσο η κ. Μέρκελ όσο και ο αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είναι ενήμεροι για την πρόταση Σόιμπλε – έχει υπάρξει συνάντησή τους στην καγκελαρία την προηγούμενη μέρα όπου το θέμα έχει συζητηθεί, παρουσία και του υπουργού Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Ωστόσο, οι άνθρωποι της καγκελαρίου μένουν έκπληκτοι από τον τρόπο που χειρίζεται το θέμα στο Eurogroup του Σαββάτου ο κ. Σόιμπλε.
«Ηταν ένα ζήτημα τακτικής, αλλά οι κακές επιλογές τακτικής αποκτούν έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά» δηλώνει στην «Κ» στενός συνεργάτης της καγκελαρίου.
Στο Eurogroup, η ελληνική πλευρά δέχεται επίθεση πρωτοφανούς αγριότητας. «Ακόμα και το χέρι του να έκοβε ο Τσακαλώτος και να τους το έδινε δεν θα τους έφτανε», λέει στην «Κ» Ευρωπαίος αξιωματούχος. Ολοι οι υπουργοί, με την εξαίρεση του Γάλλου, του Κυπρίου και –σε κάποιο βαθμό– του Ιταλού, κλίνουν υπέρ του Grexit.
Στον βαθμό που συζητείται το νέο πρόγραμμα, σχεδόν όλες οι χώρες τάσσονται υπέρ της συμμετοχής του ΔΝΤ, ενώ υπάρχουν έντονες πιέσεις για άμεση ψήφιση προαπαιτουμένων. Πολλοί επίσης εκφράζουν σκεπτικισμό για τη βούληση της κυβέρνησης να εφαρμόσει αυτά που θα συμφωνήσει, καθώς η ελληνική πρόταση είναι παρεμφερής με αυτήν που απορρίφθηκε στο δημοψήφισμα.
Η συνεδρίαση λήγει στη 1 το πρωί, με την αναφορά στο time out και στο ταμείο των 50 δισ. σε παρένθεση στο ανακοινωθέν που δημοσιεύεται, σηματοδοτώντας ότι δεν υπάρχει συμφωνία επ’ αυτών. Δεύτερη συνεδρίαση, το επόμενο πρωί, καταλήγει σε απλή καταγραφή των σημείων σύγκλισης και απόκλισης. Ο κ. Ντάισελμπλουμ λέει ότι «οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν στη Σύνοδο Κορυφής».
Μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής δεν είναι ξεκάθαρο αν θα είναι μία σύνοδος της Ευρωζώνης ή των «28» (το δεύτερο ενδεχόμενο ήταν πιο δυσοίωνο για την Ελλάδα). Τελικά ο κ. Τουσκ επιλέγει το πρώτο. Μιλώντας στην «Κ» λίγο μετά τη Σύνοδο, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είχε πει ότι «ο κ. Σόιμπλε πίστευε και έστειλε ξεκάθαρα το μήνυμα πως η έξοδος από το ευρώ θα ήταν καλύτερη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη. Για την κ. Μέρκελ αυτό ήταν ένα δυνατό διαπραγματευτικό εργαλείο, αλλά όχι ο πολιτικός της στόχος».
Η Σύνοδος ξεκινά στις 15.30. Διακόπτεται επανειλημμένως για διαβουλεύσεις μεταξύ των βασικών παικτών (Μέρκελ – Ολάντ – Τσίπρα). Οι υπόλοιποι ηγέτες έχουν ρόλο παρατηρητή. Εξαίρεση αποτελεί ο Ολλανδός Μαρκ Ρούτε, που έχει προσέλθει με έγγραφο οκτώ μονομερών ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης.
Από αρκετά νωρίς διαφαίνεται ότι το πλέον ακανθώδες ζήτημα είναι αυτό του ταμείου ιδιωτικοποιήσεων. Ο κίνδυνος του ναυαγίου παραλίγο να πραγματωθεί γύρω στις 4 τα ξημερώματα, όταν η ελληνική πλευρά, μη βλέποντας περιθώρια συμβιβασμού, αποχωρεί και μεταβαίνει στο κτίριο της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας. Ο κ. Ολάντ διασώζει την κατάσταση: μεταβαίνει κι αυτός στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία, κλείνεται σε ένα δωμάτιο με τον κ. Τσίπρα και τον πείθει να επανέλθει στις διαπραγματεύσεις. Παράλληλα, ο κ. Μπεζάρ διαβουλεύεται με τον κ. Γ. Χουλιαράκη και (διά τηλεφώνου) με τον κ. Στέφεν, αναζητώντας μια κοινώς αποδεκτή λύση σχετικά με το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων.
Στις 7 το πρωί, γίνεται νέα διακοπή, με την απόσταση μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου να είναι μόνο 2,5 δισ. ευρώ (η κ. Μέρκελ ήθελε 15 δισ. από τα έσοδα του ταμείου για αποπληρωμή χρέους και 10 δισ. για επενδύσεις, ο κ. Τσίπρας το αντίστροφο). Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, οι κυβερνητικοί εταίροι της κ. Μέρκελ και του κ. Ρούτε –ο κ. Γκάμπριελ και ο επίσης Σοσιαλδημοκράτης Ντίεντερικ Σαμσόν– κάνουν καίρια τηλεφωνική παρέμβαση, απαιτώντας να κλείσει άμεσα η συμφωνία.
Ο κ. Τσίπρας δηλώνει ότι θέλει να θέσει τη συμφωνία ενώπιον του κόμματός του και της Βουλής πριν βάλει την υπογραφή του. Η κ. Μέρκελ προτείνει να επιστρέψουν την επόμενη μέρα για συνέχεια των συζητήσεων.
Ο κ. Τουσκ όμως ξέρει ότι αν φύγουν χωρίς συμφωνία όλα θα έχουν τελειώσει και τους απαγορεύει να φύγουν από την αίθουσα. «Αν τελειώσουν οι διαπραγματεύσεις χωρίς αποτέλεσμα, είμαι έτοιμος να πω δημόσια ότι η Ευρώπη είναι κοντά στην καταστροφή για 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ», τους διαμηνύει.
«Εκεί συνειδητοποίησαν ότι έχουμε συμφωνία, αν συμφωνήσουν και αυτή τη μία λεπτομέρεια. Από τη στιγμή που το κατάλαβαν, χρειαστήκαμε κυριολεκτικά 10 λεπτά για να γράψουμε το τελικό κείμενο», είχε πει στην «Κ» ο κ. Τουσκ.
Τα χειρότερα είχαν αποτραπεί. Εμεναν να γίνουν πολλά ώς την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αλλά τουλάχιστον η χώρα μπορούσε να ξεκινήσει στον δύσβατο δρόμο προς την κανονικότητα, αντί να προετοιμαστεί για τη διολίσθηση στο χάος.