«Τον θυμήθηκα. Τον είδα μετά από χρόνια στην τηλεόραση και τον θυμήθηκα. Το ΚΚΕ είχε τότε ανακαλύψει δύο πράγματα: τις καταλήψεις (των μαθητών) και τα μπλόκα (των αγροτών). Είχε στήσει τα Συντονιστικά, που καπέλωναν τα δεκαπενταμελή. Αυτός φαινόταν από τότε ότι είχε τουλάχιστον ευφράδεια».
«Αυτός» είναι ο Αλέξης Τσίπρας. Παλαίμαχος πολιτικός που είχε θητεύσει στην κυβέρνηση Μητσοτάκη θυμάται τον κνίτη που έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στις καταλήψεις του 1990-91. Εντάξει, ομολογεί ότι μπορεί να μη θυμόταν καθαρά το πρόσωπο. Θυμόταν, όμως, σίγουρα το ύφος.
Εκείνη την εποχή κι εκείνο το ύφος ανακάλεσε την περασμένη Κυριακή και το πολυσυζητημένο κείμενο του διαβόητου πρωθυπουργικού συμβούλου, του Νίκου Καρανίκα, στην «Αυγή». Στο άρθρο του ο Καρανίκας επιχειρούσε να διαχωρίσει τον κόσμο της Δεξιάς από τον κόσμο της Αριστεράς ανατρέχοντας στα μαθητικά και στα φοιτητικά του χρόνια – στα χρόνια που πέρασε στην ΚΝΕ, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Το κείμενο λατρεύτηκε –δηλαδή κατακρεουργήθηκε ανηλεώς– στα κοινωνικά δίκτυα. Το γλυκερό του νοσταλγικό ύφος, οι περιγραφές για «εμάς» (τους αριστερούς) που «διαβάζαμε Τολστόι, Βάρναλη, Ρίτσο, Λένιν, Μαρξ, Μπακούνιν» και αυτούς (τους δεξιούς) που «διάβαζαν “4 Τροχούς”, “Moto” και “Marie Claire”» προσφέρονταν για σαρκασμό. Οπως προσφερόταν και η υμνητική του αναφορά «στον Πασκάλ και τον Μπρικνέρ» – την οποία η εφημερίδα σε μεταγενέστερη σημείωσή της απέδωσε σε δικό της λάθος στη μεταγραφή του κειμένου.
Η «χρυσή» εποχή
Επιστρέφοντας στην εποχή λίγο πριν και λίγο μετά την πτώση του Τείχους, ο Καρανίκας ακολουθεί, έστω και άθελά του, τη διανοητική μόδα. Τη μόδα που αναψηλαφεί την ηρωική δεκαετία του ογδόντα. Οι αυτάρεσκες αναφορές του στο ηθικό και το φιλοσοφικό πλεονέκτημα των αριστερών νεολαίων –το κατηγορώ του κατά της Δεξιάς ως «άρνησης των ανθρώπινων αναστεναγμών»– σχολιάστηκαν ως γελοίες. Είναι όμως μόνο αυτό;
Μήπως, παρά την ακούσια κωμικότητά του, το κείμενο αυτό είναι και κάπως αποκαλυπτικό; Μήπως φωτίζει το πώς αντιλαμβάνονται την πολιτική τους καταγωγή οι σαραντάρηδες του ΣΥΡΙΖΑ; Μήπως, τα στερεότυπα που αναμασά, βοηθούν να (ξανα)αντιληφθεί κανείς την πολιτική κουλτούρα της ομάδας που σήμερα κυβερνά;
Οσο και αν γελάει το Διαδίκτυο, ο Τσίπρας έχει υπερασπιστεί από το βήμα της Βουλής όχι μόνο τον Καρανίκα προσωπικά («οι συνεργάτες μου είναι άνθρωποι του λαού») αλλά και τις πρακτικές της νεότητάς του («ήταν τιμή μου να συμμετέχω σε κάποιες από τις εξάρσεις του μαθητικού κινήματος»). Αρα, όταν παίρνει κανείς τον Καρανίκα στα σοβαρά, παίρνει τον πρωθυπουργό στα σοβαρά. Δεν είναι άραγε σοβαρό ότι οι Συριζαίοι της ηλικίας του Τσίπρα μπήκαν στην ΚΝΕ ταυτόχρονα με την πτώση του Υπαρκτού; Οτι αυτά που νοσταλγεί ως πρωτοπορία ο Καρανίκας, στην εφηβεία του ήταν μάλλον ήδη παρωχημένα;
«Δεν είναι πολύ σημαντικό στοιχείο αυτό», λέει ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Αθηνών και ένας από τους βασικούς επιμελητές της έκθεσης «GR80s – H Ελλάδα του ‘80». «Το στοιχείο αυτό αφορά κυρίως τον Τσίπρα. Η υπόλοιπη ανθρωπογεωγραφία του ΣΥΡΙΖΑ», λέει ο κ. Παναγιωτόπουλος, «είναι μια διαγενεακή προβολή της Αριστεράς και ενός μεγάλου τμήματος του ΠΑΣΟΚ της μεταπολίτευσης».
Ξεχασμένοι στην ασφάλεια
Ο Παναγιωτόπουλος πιστεύει ότι αν κάτι ενοποιεί πολιτικά τα στελέχη της «γενιάς Καρανίκα», που βρίσκεται τώρα στα πράγματα, είναι ότι όλοι τους «είναι τέκνα της δημοκρατίας της ευμάρειας και της ασφάλειας – όπως όλοι μας». Το πρόβλημα με τους σαραντάρηδες του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μένουν προσηλωμένοι στο μοντέλο της «ασφαλούς δημοκρατίας της μεταπολίτευσης», αδυνατώντας να δουν τους κινδύνους και να ακούσουν αυτούς που τους επισημαίνουν. «Πορεύονται ακόμη», τονίζει ο κ. Παναγιωτόπουλος, «με όρους ασφάλειας και ευμάρειας ενώ πλέον κινδυνεύουμε πανταχόθεν και φτωχαίνουμε καθημερινά».
Ετσι κοιταγμένη, η καθήλωση των σαραντάρηδων του ΣΥΡΙΖΑ στην ύστερη δεκαετία του ’80 ισοδυναμεί με «κόλλημα» σε μια προστατευμένη παιδική ηλικία, θωρακισμένη από βεβαιότητες που όμως έχουν, εν τω μεταξύ, ανεπανόρθωτα κλονιστεί. «Γι’ αυτούς η παγκοσμιοποίηση δεν υπήρξε ποτέ. Είναι και πρέπει να παραμείνει έξω από τα ελληνικά σύνορα. Και κυρίως, δεν πρέπει να επηρεάσει την κοινωνική μας δομή, τη συλλογική μας συνείδηση και τις πρακτικές μας. Εξ ου και η συνωμοσιολογία ως θεμέλιο της πολιτικής τους», εκτιμά ο Παναγιωτόπουλος.
Το στερεότυπο του κουλτουριάρη
Σε κάθε στερεότυπο μένει ξεχασμένη λίγη αλήθεια. Ετσι και στα στερεότυπα του κουλτουριάρη αριστερού και του λαϊφστάιλ δεξιού, που αναμηρυκάζει ο Καρανίκας στο άρθρο του στην «Αυγή». «Η ανισοκατανομή του πολιτισμικού κεφαλαίου στη μεταπολίτευση είναι», σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτόπουλο, «ιστορική πραγματικότητα». Οι αριστεροί μπορούσαν να προβάλλουν μιαν άλλη πολιτισμική ταυτότητα έναντι όχι μόνο των δεξιών –όπως προσπαθεί να παρουσιάσει ο Καρανίκας– αλλά και έναντι των –πασοκικών, ως επί το πλείστον– στρωμάτων του Κέντρου.
Για τον κ. Παναγιωτόπουλο, αυτή η διαφορά της Αριστεράς οφείλεται στο γεγονός ότι ήδη από τη δεκαετία του ’60, οπότε πυροδοτείται η κοινωνική κινητικότητα, «δεν υπάρχει διαρκής, αναπαραγόμενη και ολοκληρωμένη ηγετική, αστική δύναμη». Ο πλούτος είναι εφήμερος και ρηχός. Οι κεφαλαιοκράτες είναι «προσωρινοί». Το αποτέλεσμα είναι ότι στη μεταπολιτευτική Ελλάδα ο κοινωνικός ανταγωνισμός ευνοεί «εκείνους που μπορούσαν να οργανώσουν την ταυτότητά τους μέσα από πολιτισμικές δεξιότητες».
«Μπορούσες», λέει ο καθηγητής, «να ανέβεις στην κοινωνική ιεραρχία ή να στέκεσαι αρκετά ψηλά στην κλίμακά της με βάση την πολιτισμική υπεροχή που πράγματι είχες έναντι εκείνων που διέθεταν ένα πιο συμβατικό, μόνο οικονομικό κεφάλαιο».
Μπορούσες, με άλλα λόγια, κατά τον τσαρουχικό ορισμό, να είσαι ό,τι δηλώσεις. Και, αν κρίνει κανείς από τις «πολιτισμικές δεξιότητες» των πρωθυπουργικών συμβούλων, το μπορείς ακόμη. Μπορείς να διεκδικείς κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο, επικαλούμενος μόνο τις ράχες των βιβλίων.