Ακόμα και αν η διαπραγμάτευση για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας ολοκληρωθεί «αύριο το πρωί», είναι αμφίβολο αν η Ελλάδα προλαβαίνει πλέον να αξιοποιήσει μια κρίσιμη δυνατότητα που θα είχε υπό άλλες συνθήκες: αυτή της ένταξής της στο πρόγραμμα χαλάρωσης της Eυρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), του γνωστού QE. Κι αυτό, γιατί, όπως είναι σε θέση να γνωρίζουν όσοι παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο μέτωπο, εξακολουθεί να υπάρχει μια βασική εκκρεμότητα, που δεν είναι άλλη από την ανάλυση βιωσιμότητας τους ελληνικού χρέους από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Η ΕΚΤ μπορεί να έχει όλη την καλή διάθεση να εντάξει την Ελλάδα στο QE, έστω και τώρα, λένε όσοι γνωρίζουν, όμως οι πληροφορίες από τη Φρανκφούρτη αναφέρουν ότι ο πρόεδρός της, Μάριο Ντράγκι, δεν είναι διατεθειμένος επ’ ουδενί να αναλάβει αυτή την ευθύνη και το ρίσκο που συνεπάγεται. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός τραπεζίτης δεν θέλει σε καμία περίπτωση να βρεθεί, ύστερα από ένα ή δύο χρόνια, μόνος του, υπόλογος για την ένταξη της Ελλάδας στο QE, αν η οικονομία της υποτροπιάσει.
Γι’ αυτό και έχει ξεκαθαρίσει ότι η χώρα μας έχει πιθανότητες ένταξης στο πρόγραμμα μόνο στην περίπτωση που το ΔΝΤ συντάξει αυτή την περίφημη ανάλυση βιωσιμότητας. Κι αυτό, γιατί σχεδιάζει να «πατήσει» πάνω σε αυτή για να εκδώσει τη δική του, και έτσι να ανοίξει τον δρόμο της Ελλάδας προς το QE. Η όλη ιστορία παραπέμπει σε αλληλένδετους κρίκους. Κι έτσι συνεχίζεται και παρακάτω.
Ανάλυση βιωσιμότητας από το Ταμείο συνεπάγεται μεταξύ άλλων και ουσιαστική, δηλαδή οικονομική, συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό και όταν από την τελευταία συνάντηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, Αγκελα Μέρκελ, με τη Γαλλίδα διευθύντρια του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, προέκυψε ως αποτέλεσμα η συμμετοχή του τελευταίου με ένα ποσό της τάξης των περίπου 3 δισ. ευρώ, η χαρά ήταν μεγάλη σε πολλά κέντρα αποφάσεων, αν και το ποσό μόνο ως συμβολικό μπορεί να εκληφθεί και τίποτα περισσότερο.
•Στη Φρανκφούρτη, για παράδειγμα, διότι έτσι θεωρήθηκε ότι γίνεται το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της απαλλαγής της ΕΚΤ από τις μεγάλες ευθύνες, που περιγράφηκαν παραπάνω.
•Στο Βερολίνο, γιατί η κυβέρνηση θα μπορέσει να «περάσει» από τη Βουλή τη συμφωνία στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης. Γιατί, όσο και αν επιμένει η Αθήνα ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, από την καγκελαρία διαμηνύουν ότι αυτό δεν ισχύει επ’ ουδενί. Και προφανώς, κάτι περισσότερο ξέρουν. Με το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, η συμφωνία «περνάει». Χωρίς το ΔΝΤ καταψηφίζεται και μάλιστα σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη πολιτική συγκυρία για την κ. Μέρκελ, αφού είναι προεκλογική.
•Στην Αθήνα, διότι έτσι ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για το πρόγραμμα χαλάρωσης, που θα ρίξει τα επιτόκια και θα επιτρέψει στη χώρα να κάνει όνειρα για επιστροφή της στις αγορές, κάποια στιγμή στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.
Αν και στην περίπτωση της Αθήνας, θα υπάρχει πάντα ένας «αστερίσκος», σε ό,τι αφορά στα πιστεύω της για τον ρόλο του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα και ειδικότερα στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης. Κι αυτό γιατί στους κόλπους της κυβέρνησης είναι εδραία η άποψη ότι το Ταμείο έβαζε και βάζει τρικλοποδιές στην πρόοδο της διαδικασίας. Σε αυτό το σημείο, ταυτίζονται απόλυτα οι απόψεις του Μεγάρου Μαξίμου με το υπουργείο Οικονομικών (σ.σ.: πράγμα όχι και τόσο σύνηθες τον τελευταίο καιρό, όπως λένε όσοι γνωρίζουν το ενδοκυβερνητικό παρασκήνιο).
Ανεξαρτήτως πάντως όλων των παραπάνω, ένα συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα στο τέλος της ημέρας. Οτι το ΔΝΤ εξακολουθεί να κρατά εν πολλοίς στα χέρια του ένα βασικό «κλειδί» για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Γι’ αυτό και όσοι γνωρίζουν,επιμένουν να παρακολουθούν με μεγάλη προσοχή τη στάση του. Από αυτή θα εξαρτηθούν πολλά…