Τι αλήθεια πιστεύουν και τι επιθυμούν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ; Και γιατί, ενώ στις έρευνες διαρκώς αυξάνονται, οι περισσότεροι φαίνονται διατεθειμένοι ακόμη και να μην ψηφίσουν καθόλου, από το να εμπιστευθούν οποιοδήποτε κόμμα βρίσκεται ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Ν.Δ.;
Τα ερωτήματα αυτά τείνουν να λάβουν υπαρξιακές διαστάσεις στην Κεντροαριστερά. Και εν πολλοίς δικαιολογημένα, διότι είναι όντως πρωτοφανές αυτό που καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις. Ενώ όλες πια συμφωνούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει τουλάχιστον το 1/3 των ψηφοφόρων του –δηλαδή κατ’ έλασσον 10-12 ποσοστιαίες μονάδες από τις 35 που κέρδισε το 2015– κανένα κόμμα της Κεντροαριστεράς δεν καρπώνεται αυτήν την κατάρρευση. Ακόμη και η Δημοκρατική Συμπαράταξη που κάπως έχει ανακάμψει τους τελευταίους μήνες, στις πιο ευνοϊκές για εκείνην έρευνες εκτιμάται ότι θα αποσπούσε μάξιμουμ το 7-8% των ψήφων. Από 6,3% που έλαβε στις τελευταίες εκλογές.
Η πλήρης αδυναμία να προβλέψει κανείς «τι θα κάνουν οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ» εξηγεί και γιατί οι διεργασίες στην Κεντροαριστερά δεν έχουν τελειωμό. Κάτι που οφείλεται βέβαια και στο γεγονός ότι όλοι οι πρωταγωνιστές προσβλέπουν στους «συριζο-κοψοχέρηδες», μετέχοντας σε ένα ιδιόμορφο παιχνίδι στρατηγικής και αναβάλλοντας όσο μπορούν τις τελικές τους αποφάσεις.
Και για να γίνουμε σαφέστεροι, ας δούμε πώς κινούνται οι βασικοί παίκτες του χώρου. Η κ. Φώφη Γεννηματά είναι ίσως η πιο ξεκάθαρη περίπτωση. Προφανής της στόχος είναι στο συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης (οριστικοποιήθηκε για τις 29 Ιουνίου) να επιβεβαιώσει την πρωτοκαθεδρία της ως προέδρου της ΔΗΣΥ χωρίς καν να χρειαστεί η επανεκλογή της από τη βάση. Εχει άλλωστε γι’ αυτό ήδη διασφαλίσει τη συναίνεση τόσο της ΔΗΜΑΡ όσο και του κ. Γ. Παπανδρέου.
Οι σκόπελοι, ωστόσο, που καλείται να ξεπεράσει η κ. Γεννηματά δεν είναι λίγοι. Και δημοσιοποιούνται τις τελευταίες μέρες, καθώς αρκετά στελέχη του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ των οποίων και ο γραμματέας του κόμματος Στ. Ξεκαλάκης, της καταλογίζουν ευθέως ότι έχει αθετήσει την απόφαση του προηγούμενου συνεδρίου να μετεξελιχθεί η ΔΗΣΥ σε έναν πραγματικά νέο προοδευτικό φορέα. Και την καλούν να απευθύνει ένα νέο κάλεσμα τόσο στον κ. Στ. Θεοδωράκη όσο και στην πρωτοβουλία των τριών (Αννα Διαμαντοπούλου, Γ. Ραγκούσης, Γ. Φλωρίδης) και να μην οριστικοποιήσει τις εξελίξεις στον χώρο στις 29 Ιουνίου, όπως θα συμβεί αν διεξαχθεί τότε το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Κάτι που σημειωτέον πρότεινε στο προχθεσινό πολιτικό συμβούλιο και κ. Κ. Σκανδαλίδης, επιχειρώντας να βρει μια χρυσή τομή ανάμεσα στις αποκλίνουσες απόψεις.
Μια τέτοια αναβολή επισημαίνεται ότι θα έβρισκε ίσως σύμφωνο και τον κ. Ευ. Βενιζέλο. Η αναφορά στον τέως πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται τυχαία. Ο κ. Βενιζέλος αισθάνεται πλέον –και δεν το κρύβει– ένα τεράστιο χάσμα με την κ. Γεννηματά. Σε ιδεολογικό επίπεδο θεωρεί ότι η τακτική των ίσων αποστάσεων που κρατά το ΠΑΣΟΚ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ. όχι μόνον είναι μικροκομματική, αλλά αποβαίνει εις βάρος του εθνικού συμφέροντος. Διαφωνεί επιπλέον και με τον τρόπο που λαμβάνονται τον τελευταίο καιρό οι αποφάσεις στο ΠΑΣΟΚ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν προηγείται κανένας σοβαρός διάλογος. Ως εκ τούτου, όσοι συνομιλούν με τον κ. Βενιζέλο πιστεύουν ότι δεν υπάρχει περίπτωση να μετάσχει σε ένα συνέδριο της ΔΗΣΥ στα τέλη Ιουνίου αν αυτό διεξαχθεί με τους όρους που φαίνεται να το δρομολογεί επί του παρόντος η Χαρ. Τρικούπη. Ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις του κ. Βενιζέλου σε περίπτωση οικειοθελούς αποχώρησής του μένει να φανεί, αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι ο τέως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα επιλέξει να μην πολιτευθεί στις επόμενες εκλογές, χωρίς όμως κάτι τέτοιο να επιβεβαιώνεται από τους συνεργάτες του.
Σε κάθε περίπτωση, αν προκύψει έξοδος του κ. Βενιζέλου από το ΠΑΣΟΚ, πολλοί πιστεύουν ότι θα επηρεαστούν γενικότερα οι ισορροπίες στα κόμματα του χώρου. Σε μια τέτοια εξέλιξη, άλλωστε, ανομολόγητα μοιάζουν να προσβλέπουν τόσο στο Ποτάμι όσο και στις τάξεις των τριών (Αννας Διαμαντοπούλου, Γ. Ραγκούσης, Γ. Φλωρίδης) εκτιμώντας ότι θα απέβαινε προς όφελος τους.
Παράλληλα, βέβαια, τόσο ο κ. Θεοδωράκης όσο και η Ωρα Αποφάσεων είτε το θέλουν είτε όχι βρίσκονται και μεταξύ τους πια σε μια ιδιάζουσα «μάχη». Διότι είναι προφανές ότι ο τρόπος της πολυσυζητημένης σύμπραξής τους θα εξαρτηθεί στο εξής από το αν η πρωτοβουλία των τριών θα αποκτήσει στις επόμενες δημοσκοπήσεις μεγαλύτερη δυναμική από αυτήν του Ποταμιού όταν αρχίσει να μετράται επισήμως ως κόμμα. Αν αποδειχθεί το αντίθετο, εκ των πραγμάτων οι τρεις θα πρέπει να ξανασκεφθούν την πρόταση Θεοδωράκη που με δυο λόγια είναι «ελάτε να φτιάξουμε όλοι μαζί ένα αμιγώς μεταρρυθμιστικό “Ποτάμι plus” απέναντι στο ΠΑΣΟΚ για να μπούμε σίγουρα στη Βουλή, και μετά τις εκλογές αναδεικνύουμε τον αρχηγό του νέου σχήματος».