Η αποτυχία της συνόδου στη Βάρνα δεν δημιουργεί τετελεσμένα τα οποία η Αθήνα δεν ανέμενε, αλλά αναγκάζει την ελληνική πλευρά να επιταχύνει τη γενικότερη προσπάθεια αναπροσαρμογής στα νέα δεδομένα της τουρκικής προκλητικότητας. Οι βασικοί παράγοντες της ανησυχίας στην Αθήνα είναι αρχικά η εργαλειοποίηση των διμερών διαφορών Ελλάδας – Τουρκίας, ώστε η Αγκυρα να επιτύχει υποχωρήσεις από την Ε.Ε. και, έπειτα –κατά τα φαινόμενα τουλάχιστον– μερική επιτυχία των περιφερειακών στόχων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Η προώθηση εν ολίγοις των τουρκικών θέσεων για τη Συρία και το Ιράκ και η διαφαινόμενη συμβιβαστική διάθεση των συμμάχων έναντι της Αγκυρας, προκειμένου να διατηρήσουν την Τουρκία εντός του δυτικού στρατοπέδου, δημιουργούν την αίσθηση ότι το «παζάρι» θα διαρκέσει για αρκετούς μήνες ακόμα και ότι στο τραπέζι θα παραμείνουν «καυτά» για την Αθήνα θέματα, όπως οι δύο κρατούμενοι στρατιωτικοί. Πρόκειται, βεβαίως, για σενάριο απευκταίο για την Αθήνα, καθώς μετά τον Αύγουστο, όταν η χώρα θα εισέλθει σχεδόν επισήμως σε προεκλογική περίοδο λόγω της τυπικής λήξης του οικονομικού προγράμματος, οι πιθανότητες αύξησης της έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο θα παραμείνουν σοβαρές.
Σημαντικός είναι ο φόβος σε Αθήνα και Λευκωσία, ότι εντός αυτού του ιδιαίτερα προβληματικού διεθνούς περιβάλλοντος, με την Τουρκία να έχει διακηρύξει ότι δεν θα επιτρέψει τη συνέχιση γεωτρήσεων στην κυπριακή ΑΟΖ, θα ανοίξει ξανά και το Κυπριακό, αυτή τη φορά απολύτως συνδεδεμένο με το ενεργειακό. Αυτή η δυσοίωνη προοπτική εξηγεί και τη σπουδή της Λευκωσίας να προσφύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, τακτική η οποία βρίσκει απολύτως σύμφωνη και την Αθήνα.
Οι πολιτικοί αρχηγοί
Η περίοδος παρατεταμένης κρίσης στα ελληνοτουρκικά αποτελεί, μεταξύ άλλων, ένα από τα βασικά επιχειρήματα που αναμένεται να αναπτύξει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς τις επόμενες ημέρες στις συναντήσεις που θα έχει με τους πολιτικούς αρχηγούς, προκειμένου να ζητήσει την κατανόηση και τη στήριξή τους στην προσπάθεια για επίλυση των διαφορών με την ΠΓΔΜ και την Αλβανία. Προκειμένου, εν ολίγοις, να σταματήσει να καταναλώνεται διπλωματικό κεφάλαιο προς αυτή την κατεύθυνση.
Αυτή η αίσθηση ουσιαστικής αδυναμίας των Δυτικών να επέμβουν προς την Αγκυρα, αλλά και η πραγματική πολιτική ζημιά που φαίνεται να υφίσταται η κυβέρνηση από την υπόθεση των δύο κρατουμένων στην Αδριανούπολη αξιωματικών, οδήγησε τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να ζητήσει και τη βοήθεια του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, κάτι που –εν πολλοίς– εξηγεί και την ουσιαστική άρνηση της Αθήνας να απελάσει διπλωμάτες από τη ρωσική ομοσπονδία, όπως οι περισσότερες από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι Τούρκοι δεν έχουν επιδείξει συμπεριφορά ουσιαστικά διαφοροποιημένη από τις συνήθεις μεθόδους τους, τις τελευταίες ημέρες στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Παραμένουν επικεντρωμένοι σε στοχευμένες προκλήσεις, όπως η παρενόχληση του ελικοπτέρου που μετέφερε τον αρχηγό ΓΕΣ προ δεκαημέρου ή η δέσμευση θαλασσίων περιοχών στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω NAVTEX (με την 438/18 οι Τούρκοι δέσμευσαν περιοχή κοντά στο Καστελλόριζο για άσκηση με πυρά που, θεωρητικά, θα πραγματοποιηθεί αύριο, Μ. Δευτέρα).
Ο σκεπτικισμός
Η έκτακτη άσκηση «Πυρπολητής» έδωσε τη δυνατότητα στο ΓΕΕΘΑ να αξιολογήσει τη δυνατότητα των τακτικών μονάδων να ανταποκριθούν σε μια έκτακτη επιχείρηση. Ωστόσο, υπάρχει αρκετός σκεπτικισμός για την επικοινωνιακή διαχείριση της άσκησης και, κυρίως, για το γεγονός ότι έγιναν γνωστές κρίσιμες λεπτομέρειες του σεναρίου που τέθηκε σε εφαρμογή, περιλαμβανομένης της γεωγραφικής περιοχής στην οποία εξελίχθηκε. Ενδεικτικά, την ίδια ημέρα έγινε άσκηση πυρών στο σύμπλεγμα των Οινουσσών (περιλαμβανομένης της νησίδας Παναγιά), δίχως αυτό να λάβει το εύρος της δημοσιότητας του «Πυρπολητή». Σε γενικές γραμμές, ο σκεπτικισμός των στρατιωτικών για τη χρήση των Ενόπλων Δυνάμεων ως «φόντο» τηλεοπτικών πλάνων και πολιτικών δηλώσεων, έχει αυξηθεί τις τελευταίες εβδομάδες, παρότι, για ευνόητους λόγους, δεν εκφράζεται.
Η αναβάθμιση των F-16