Η απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και η απαγόρευση εισόδου σε δύο πολίτες της Ρωσικής Ομοσπονδίας, που αποκάλυψε η «Κ» την περασμένη Τετάρτη, αποτελεί το τελευταίο δυσάρεστο επεισόδιο στις σχέσεις Αθήνας – Μόσχας, οι οποίες τα δύο προηγούμενα χρόνια έχουν περάσει αρκετές φάσεις. Παρά τα –υπαρκτά– προβλήματα και τους σαφέστατα διαφορετικούς στρατηγικούς προσανατολισμούς των δύο χωρών σε ό,τι αφορά τα Βαλκάνια, την Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και την Τουρκία, τους προηγούμενους μήνες είχε καταγραφεί μια προσπάθεια διατήρησης χαμηλών τόνων. Οπως είναι αναμενόμενο, η Αθήνα, παρά τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε. και τον σεβασμό στις συλλογικές αποφάσεις, προσπαθούσε να κρατήσει μια ισορροπημένη σχέση με τη Μόσχα. Το πλέον ενδεικτικό παράδειγμα είναι η άρνηση της Αθήνας να προχωρήσει σε απελάσεις Ρώσων διπλωματών για την περιώνυμη «υπόθεση Σκριπάλ», παρά τις πολύ έντονες πιέσεις από τους Δυτικούς εταίρους της, ελλείψει πραγματικών αποδείξεων.
Αντιθέτως, αναφέρουν διπλωματικές πηγές, για τις υποθέσεις που αφορούν τη δραστηριοποίηση των προσώπων τα οποία απελάθηκαν από τις ελληνικές αρχές, οι αποδείξεις ήταν αδιάσειστες. Πρακτικά, η Αθήνα βρέθηκε προ έντονου διλήμματος αν οι τέσσερις Ρώσοι πολίτες πρέπει να απελαθούν ή όχι, λόγω, μεταξύ άλλων, της πολύ έντονης δημόσιας αντιπαράθεσης σχετικά με το ονοματολογικό. Ωστόσο, δεδομένης της κατάστασης και των στοιχείων που βρέθηκαν στα χέρια των ελληνικών αρχών, η συγκεκριμένη επιλογή κρίθηκε μονόδρομος και μάλιστα στο ανώτατο δυνατό κυβερνητικό επίπεδο. Οι απελάσεις. που τελικά έγιναν (σύμφωνα με πληροφορίες οι δύο Ρώσοι διπλωμάτες αποχώρησαν από την Ελλάδα την Παρασκευή), κρίθηκε ότι θα πρέπει να αποτελέσουν ένα σχετικά μετριοπαθές μήνυμα, γι’ αυτό και επελέγησαν πρόσωπα που δεν βρίσκονται στις υψηλές βαθμίδες της πρεσβείας στην Αθήνα ή του προξενείου της Θεσσαλονίκης. Εκ των απελαθέντων, ο Βίκτορ Γιάκοβλεφ είναι σύμβουλος πρεσβείας Γ΄.
Φόβοι για κλιμάκωση
Οι πρώτες ρωσικές αντιδράσεις, δηλαδή η κλήση Ελληνα πρέσβη στη Μόσχα στο ομοσπονδιακό υπουργείο Εξωτερικών, για έντονες διαμαρτυρίες, αλλά και οι προειδοποιήσεις για αναλογική απάντηση, κρίνονται από την Αθήνα αναμενόμενες. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει ο φόβος για κλιμάκωση των αντιποίνων εκ μέρους των Ρώσων, όπως φάνηκε και από την πολύ έντονη δημόσια αντίδραση στην απόφαση της ελληνικής Δικαιοσύνης να εκδώσει τον «Mr. Bitcoin» Αλεξάντερ Βίνικ στη Γαλλία, καθώς κατηγορείται για ξέπλυμα «μαύρου» χρήματος μέσω Διαδικτύου.
Η Αθήνα θα προτιμούσε το κακό κλίμα στις σχέσεις με τη Μόσχα να περιοριστεί στα περιστατικά των τελευταίων ημερών. Ωστόσο είναι απολύτως σαφές ότι κάτι τέτοιο βρίσκεται πλέον πέρα από τις δυνατότητες της ελληνικής πλευράς. Αν η Μόσχα απαντήσει σκληρά, η Αθήνα θα βρεθεί ξανά προ διλήμματος. Ηδη η τάση αυτή φάνηκε στο οξύ σχόλιο διπλωματικών πηγών της Αθήνας, έναντι των ρωσικών κατηγοριών περί λήψης της απόφασης για απέλαση έπειτα από αμερικανικές πιέσεις.
Των ρωσικών κατηγοριών είχε προηγηθεί το σχόλιο αξιωματούχου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που τάχθηκε υπέρ του δικαιώματος της Ελλάδας να υπερασπίζεται την κυριαρχία της έναντι της «κακόβουλης ρωσικής επιρροής». Ο ίδιος αξιωματούχος συνέδεσε ευθέως την «κακόβουλη ρωσική επιρροή» με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών και την προσπάθεια Αθήνας και Σκοπίων να ολοκληρώσουν και να υλοποιήσουν τη συμφωνία των Πρεσπών.
Αν και η Αθήνα προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία του γεγονότος αλλά και τη σύνδεσή του με τις εξελίξεις στο ονοματολογικό, είναι σαφές ότι οι εξελίξεις σε ΠΓΔΜ και Ελλάδα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Στην ελληνική πλευρά των συνόρων, η δραστηριοποίηση εκκλησιαστικών κύκλων είναι γνωστή. Κάποιοι εξ αυτών αναμείχθηκαν ενεργά στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων διαμαρτυρίας εναντίον της λύσης στο ονοματολογικό. Αλλωστε αποτυπώθηκε και μέσω της απαγόρευσης εισόδου στη χώρα δύο Ρώσων πολιτών οι οποίοι είναι μέλη της Αυτοκρατορικής Ορθόδοξης Παλαιστινιακής Ενωσης.
Κύκλοι της Ιεραρχίας
Η Αθήνα γνωρίζει πολύ καλά για τη δράση συγκεκριμένων κύκλων της Ιεραρχίας σε τόσο στενή συνεργασία με πρόσωπα ρωσικής επιρροής, κάτι το οποίο ενοχλεί εδώ και χρόνια όχι μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αλλά και την Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Παράλληλα, αρκετοί στην Αθήνα εκτιμούν ότι η ρωσική διείσδυση στο Αγιον Ορος είναι πολύ σημαντικότερη απ’ όσο φαίνεται. Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, ότι οι συγκεκριμένες ειδήσεις προκάλεσαν κάποια αίσθηση και στην Κύπρο. Πριν από λίγους μήνες, με απόφαση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, πρακτικά αποφασίστηκε να μην πωληθεί ο τηλεοπτικός σταθμός της Εκκλησίας σε εταιρεία επιχειρηματία που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία. Μέσα στην κυπριακή Ιεραρχία εκφράζονται ανησυχίες για την επόμενη μέρα, καθώς η Μόσχα φαίνεται ότι έχει δικό της εκλεκτό, σε περίπτωση που τεθεί τέτοιο θέμα.