Το σκηνικό στη Λιβύη έχει αλλάξει. Βρίσκεται σε εξέλιξη μια προσπάθεια εξομάλυνσης στο εσωτερικό και αποκατάστασης σχέσεων στο εξωτερικό.
Η Ελλάδα ως γειτονική χώρα έχει κάθε λόγο να ενδιαφέρεται, και δικαιούται να έχει λόγο.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός μεταβαίνει την Τρίτη στην Τρίπολη, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών, με στόχο την επανεκκίνηση των σχέσεων με τη Λιβύη. Πρώτο βήμα, συμβολικό και ουσιαστικό, η επαναλειτουργία της ελληνικής Πρεσβείας στην Τρίπολη, που σε συνδυασμό με την επανασύσταση του γενικού προξενείου στη Βεγγάζη, θα διευκολύνει την υλοποίηση της προσέγγισης και στο πλαίσιο αυτό της ανάπτυξης της διμερούς συνεργασίας, κυρίως στην ενέργεια, αλλά και στις κατασκευές και σε άλλους τομείς.
Προφανώς, η Ελλάδα στηρίζει τη νέα λιβυκή κυβέρνηση και προσβλέπει σε σχέσεις καλής γειτονίας. Στις διεθνείς σχέσεις χρειάζεται ρεαλισμός. Οταν κάνεις λάθη, οφείλεις να τα αναγνωρίζεις γρήγορα και να προβαίνεις σε διορθωτικές κινήσεις.
Υπό αυτό το πρίσμα, η μάλλον βιαστική απόφαση απέλασης του Λίβυου πρέσβη και νυν μεταβατικού προέδρου της χώρας, Μοχάμαντ αλ Μένφι, μετά την υπογραφή του τουρκολιβυκού μνημονίου, και η υπερβολική ταύτιση με τον στρατάρχη Χάφταρ, δεν πρέπει να αποτελέσουν εμπόδιο στην οικοδόμηση μιας νέας, εκατέρωθεν επωφελούς, σχέσης μεταξύ των δυο γειτονικών χωρών.
Και, φυσικά, το νόμισμα έχει δυο όψεις. Δεν μπορεί η Αθήνα να αγνοήσει το γεγονός ότι η προηγούμενη κυβέρνηση, του Φαγέζ αλ Σάρατζ, ήταν σε πλήρη σύμπλευση με τον Ταγίπ Ερντογάν και οι ενέργειές της δεν υπήρξαν φιλικές προς την Ελλάδα. Αλλά τώρα και οι δυο πλευρές πρέπει να κοιτάξουν στο μέλλον.
Η τουρκική επιρροή δεν έχει εκλείψει, όπως επιβεβαίωσαν οι πρόσφατες επισκέψεις στην Άγκυρα των μεταβατικών πρόεδρου και πρωθυπουργού της χώρας.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, στρατηγικός στόχος για την Ελλάδα, όχι εύκολα υλοποιήσιμος, παραμένει ο τερματισμός του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου, όπως φυσικά και η αποχώρηση ξένων δυνάμεων και μισθοφόρων από τη χώρα.
Το τελευταίο ζήτησαν και οι υπουργοί Εξωτερικών τριών ευρωπαϊκών χωρών – Γερμανίας, Γαλλίας και Ιταλίας – σε πρόσφατη επίσκεψή τους στην Τρίπολη, οι οποίοι, ωστόσο, δεν ασχολήθηκαν με το θέμα που απασχολεί την Ελλάδα, το μνημόνιο Σάρατζ – Ερντογάν.
Όπως και στη διεθνή διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη, οι μεγάλοι της ΕΕ άφησαν την Ελλάδα «εκτός». Κατανοητά τα εμπορικά συμφέροντα κάποιων σημαντικών χωρών, αλλά η γεωγραφία εκ των πραγμάτων καθιστά την Ελλάδα χώρα που ενδιαφέρεται άμεσα για τις εξελίξεις στη Λιβύη, ενώ η επιθετική παραβίαση από την Τουρκία των κυριαρχικών δικαιωμάτων μιας χώρας-μέλους της Ενωσης δεν είναι δυνατόν να αφήνει αδιάφορους τους εταίρους της.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα επιθυμεί σχέσεις καλής γειτονίας με τη Λιβύη, οι οποίες προφανώς θα πρέπει να στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο. Μια τέτοια θετική εξέλιξη όχι μόνο θα διευκολύνει την οικοδόμηση της διμερούς συνεργασίας, αλλά και θα επιτρέψει στην Ελλάδα να χρησιμοποιήσει τον ρόλο της ως ισότιμο μέλος της ΕΕ για να διευκολύνει την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων της Ένωσης με την Τρίπολη.
Καθώς οι έχοντες την εξουσία στην Τρίπολη «ζυγίζουν» όλες τις παραμέτρους αυτής της σύνθετης εξίσωσης θα διαπιστώσουν ότι δεν υπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας τους η απομάκρυνση από την Ελλάδα.
Σε αυτό το πλαίσιο θα ήταν χρήσιμο να αποφύγουν την ενεργοποίηση του παράνομου μνημονίου Σάρατζ – Ερντογάν, αλλά και να εξετάσουν την προοπτική επανεκκίνησης του διαλόγου με τη Αθήνα για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας – Λιβύης, ο οποίος είχε διακοπεί πριν μια δεκαετία.
Ο ρόλος της μεταβατικής κυβέρνησης της Λιβύης είναι συγκεκριμένος. Είναι προφανές ότι δεν δύναται να λάβει καθοριστικές αποφάσεις. Ωστόσο, η σημερινή επίσκεψη προσφέρει μια ευκαιρία για μια νέα αρχή και τη βελτίωση του κλίματος με ένα σημαντικό Ευρωπαίο γείτονα και δυνητικά χρήσιμο εταίρο.