Απέναντι στην πρωτοφανή και κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα, η κυβέρνηση περιορίζεται να απαντά με επικοινωνιακή διπλωματία, αναζητώντας δηλώσεις συμπαράστασης, συχνά χλιαρές, από εταίρους και συμμάχους. Ομως, μια ενεργητική εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να αντιδρά απλώς αντανακλαστικά στις προκλήσεις της άλλης πλευράς, αλλά να προωθεί ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο, με τελικό σκοπό την εμπλοκή της Τουρκίας σε ουσιαστικό διάλογο με βάση το διεθνές δίκαιο. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι, άλλωστε, δυναμικές, με ζητήματα να ανακύπτουν κάθε μέρα (δηλώσεις, θέματα αλιείας, μετανάστευσης, παραβιάσεις). Συνεπώς, ο διάλογος δεν πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στην οικονομική διπλωματία και οποιαδήποτε πρωτοβουλία για συζήτηση άλλων θεμάτων να θεωρείται επίφοβη.
Η επέκταση των χωρικών υδάτων δεν αποτελεί πανάκεια, αλλά τμήμα μιας παρόμοιας συγκροτημένης στρατηγικής άσκησης στοχευμένης πίεσης προς την Τουρκία. Θυμίζω ότι η σχετική πολιτική απόφαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για τμηματική επέκταση είχε ανακοινωθεί ήδη το 2018, κατά την τελετή παράδοσης – παραλαβής Κοτζιά σε Τσίπρα, και ο σχετικός νόμος είχε ανακοινωθεί στο ΕΣΕΠ το 2019 αλλά και στη Βουλή. (Θεωρήσαμε ότι η προηγούμενη επιλογή της επέκτασης με Προεδρικά Διατάγματα είχε αφενός συνταγματικό πρόβλημα, δεδομένου ότι ρητά προβλέπει το Σύνταγμα –άρθρο 27, παρ. 1– ότι καμία μεταβολή στα όρια της επικράτειας δεν μπορεί να γίνει χωρίς νόμο, που ψηφίζεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αφετέρου παρόμοιο μείζον ζήτημα έπρεπε να συζητηθεί αναλυτικά στη Βουλή.)
Οι πρόωρες εκλογές δεν επέτρεψαν να ψηφιστεί ο νόμος. Η Νέα Δημοκρατία, πάντως, είχε δημαγωγήσει τότε και ως προς την εθνική αυτή επιλογή, χαρακτηρίζοντάς την, με δηλώσεις των τομεαρχών Εξωτερικών και Αμυνας, επικίνδυνη, διότι «υποσκάπτει θεμελιώδεις θέσεις της εξωτερικής μας πολιτικής» και ως «προσχώρηση στην επιχειρηματολογία της Τουρκίας». Εμείς, φυσικά, ως πατριωτική δύναμη ευθύνης στηρίξαμε την τμηματική επέκταση στο Ιόνιο όταν την έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση της Ν.Δ., σε μια κυβίστηση χωρίς αυτοκριτική. Η αντιφατική πολιτική της κυβέρνησης όμως συνεχίστηκε: ενώ τον Ιανουάριο του 2021 ο υπουργός Εξωτερικών ρητά προανήγγειλε, όπως είχαμε προηγουμένως ζητήσει, την επέκταση των χωρικών υδάτων νότια και ανατολικά της Κρήτης, έκτοτε αδράνησε πλήρως, παραπέμποντας το θέμα στις ελληνικές καλένδες. Είναι προφανές ότι θα ήταν πολύ προτιμότερο η επέκταση να είχε γίνει τότε, σε ουδέτερο από πλευράς έντασης πολιτικό χρόνο.
Ο Αλέξης Τσίπρας επανέφερε την πρόταση στην τελευταία Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., με πρώτο βήμα την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας νότια και ανατολικά της Κρήτης, στο Καστελλόριζο και αργότερα όπου αλλού στην Ανατολική Μεσόγειο κριθεί ότι είναι αναγκαίο. Η λογική της πρότασης υπερακοντίζει κατά πολύ την ανάγκη να διεμβολιστεί το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, ούτως ώστε να μην υπάρξει επανάληψη της κρίσης του 2020, όταν το τουρκικό ερευνητικό «Oruc Reis» πραγματοποίησε έρευνες εντός της υφαλοκρηπίδας μας, έως τα 6,5 ν.μ. από το Καστελλόριζο και 8 ν.μ. από τη Ρόδο χωρίς συνέπειες.
Η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η επανέναρξη διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη, αλλά και η συνέχιση των συνομιλιών με την Αίγυπτο για επέκταση της σημερινής ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας.
Η ενέργεια αυτή –άσκησης κυριαρχίας– εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου η Ελλάδα θα καλέσει τις όμορες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο σε συνομιλίες, προκειμένου να υπάρξει οριοθέτηση της ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας με προσφυγή στη Χάγη. Η πρώτη κίνηση πρέπει να είναι η επανέναρξη διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη, αλλά και η συνέχιση των συνομιλιών με την Αίγυπτο για επέκταση της σημερινής ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας. Παράλληλα, η χώρα μας πρέπει να επιδιώξει την άσκηση πίεσης προς την Τουρκία, προκειμένου να έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για οριοθέτηση των θαλάσσιων οικονομικών ζωνών με εμάς και τις άλλες όμορες χώρες, στη βάση του δίκαιου της θάλασσας. Εξυπακούεται ότι αναγκαίος όρος για μια παρόμοια διαπραγμάτευση είναι η συμμετοχή σε αυτήν της Κύπρου. Στο πλαίσιο αυτό, μετά τις κυπριακές εκλογές, μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα δυναμική για επανέναρξη των δικοινοτικών συνομιλιών. Παράλληλα μπορεί να δοθεί έτσι ώθηση στην επανεκκίνηση των διερευνητικών συνομιλιών Τουρκίας και Ελλάδας, που δεν αφορούν τρίτες χώρες και επικεντρώνονται στο Αιγαίο.
Σήμερα που βλέπουμε ακόμα και χώρες όπως το Ισραήλ και τον Λίβανο, που είναι σε κατάσταση πολέμου, να βρίσκουν τον δρόμο για να ενεργοποιηθεί η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων, είναι ανάγκη και εμείς να κινηθούμε δημιουργικά και ενεργητικά. Σήμερα μπορούμε και πρέπει να επιδιώξουμε την ενθάρρυνση και την πίεση από τους συμμάχους μας προς την Τουρκία προκειμένου να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου. Ενα τραπέζι στο οποίο, άλλωστε, και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος είναι ανοιχτός, εφόσον στο παρελθόν είχε καταθέσει ανάλογη πρόταση για συναφή διεθνή διάσκεψη.
Δεν είναι καιρός για αναβλητική ή επικοινωνιακή διπλωματία.
* Ο κ. Γιώργος Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr