Η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί τη σημερινή εκλογική αναμέτρηση στην Τουρκία με κομμένη την ανάσα. Τα διακυβεύματα άλλωστε είναι πολλά: προσωπικά (για έναν εκ των Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου δεν θα υπάρξει πιθανότατα επόμενη ευκαιρία), οικονομικά (ο επόμενος ηγέτης καλείται να λάβει γρήγορα αντιδημοφιλείς αποφάσεις για την ανάταξη της οικονομίας, που ενδεχομένως να συμπεριλαμβάνουν ακόμη και το ΔΝΤ), γεωπολιτικά (θα διατηρήσει την ίδια αποκλίνουσα από τη Δύση ημιαυτόνομη πορεία η χώρα ή θα επιστρέψει στο δυτικό στρατόπεδο και με ποιους όρους), δημοκρατίας και κράτους δικαίου (η γειτονική χώρα βρίσκεται σε παρατεταμένη και ατελέσφορη φάση εκδημοκρατισμού από το 1950), αλλά και ταυτότητας (η τουρκική κοινωνία είναι διαιρεμένη κάθετα και οριζόντια και η μάχη της κοσμικότητας απέναντι στο πολιτικό Ισλάμ είναι σφοδρή και το αποτέλεσμα αβέβαιο).
– Φάκελος «Κ» για τις τουρκικές εκλογές: Η ώρα της κρίσης για τον Ερντογάν –
Βέβαια, ενώ συγκρούονται δύο κόσμοι, οι δύο μεγάλοι συνασπισμοί είναι τόσο συμπεριληπτικοί ώστε τα σχήματα καταλήγουν να είναι εμφανώς ετερόκλητα. Ποια είναι η συγκολλητική ουσία; Για τον νυν κυβερνητικό συνασπισμό, η συγκολλητική ουσία είναι η εξουσία και η πάση θυσία διατήρησή της. Ο Μπαχτσελί υπήρξε στο παρελθόν σκληρός επικριτής του Ερντογάν, αλλά παραδοσιακά επιλέγει τον ρόλο του κυβερνητικού μπαλαντέρ για να προσφέρει τις ψήφους του στο κοινοβούλιο και να τις ανταλλάσσει με κυβερνητικά αξιώματα και επιρροή. Η σχέση του με το βαθύ παρακράτος και οι ακραίες αντιλήψεις του τον έχουν μετατρέψει σε βαρίδι, όμως αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν δεν μπορεί να τον αποτινάξει από πάνω του. Αντιθέτως μάλιστα, οι δύο ελάχιστης απήχησης σχηματισμοί που προστέθηκαν σε αυτόν του AKP με το MHP, είναι ακόμη πιο περιθωριακοί και οι μεν θέσεις του υιού Ερμπακάν για τις γυναίκες αναχρονιστικές, η δε δράση των ισλαμιστών Κούρδων που έχουν κατηγορηθεί για μαζικές δολοφονίες ομοεθνών τους τη δεκαετία του 1990 επικίνδυνη.
Σε αυτή λοιπόν τη συμμαχία αρκετών ακραίων στοιχείων, αδιαμφισβήτητος ηγέτης είναι ο Ερντογάν, το κόμμα του οποίου εμφανίζει εν μέσω οικονομικής κρίσης, στην οποία έχουν συμβάλει καθοριστικά και οι πολιτικές του, αξιοσημείωτη αντοχή, που το φέρνει πάνω από το 35%. Ομως, οι εταίροι του το τραβούν προς τα κάτω με τα χαμηλά ποσοστά τους, με αποτέλεσμα η αντιπολίτευση των έξι κομμάτων, υπό την προϋπόθεση να αθροίσουμε και το φιλοκουρδικό κόμμα, που κατέρχεται στις εκλογές με άλλη ονομασία, έχει πιθανότητες επικράτησης και στις βουλευτικές εκλογές. Σημειώνεται πως το κόμμα Κιλιτσντάρογλου στις δημοσκοπήσεις, παρά την άνοδό του κατά σχεδόν 7%, παραμένει κάπου στο 30%. Ετσι κι αλλιώς στην Τουρκία, παραδοσιακά, μετά τις βουλευτικές εκλογές προκύπτουν ανακατατάξεις και μετακινήσεις βουλευτών, αν και αυτή τη φορά τα σχήματα φαίνονται μπετοναρισμένα. Εξάλλου, για την αντιπολίτευση ο συνδετικός κρίκος είναι η ανατροπή του Ερντογάν. Είναι χαρακτηριστικό ότι καλύπτει ένα φάσμα από την άκρα και εθνικιστική Δεξιά μέχρι τη φιλελεύθερη Αριστερά, ενώ οι Κούρδοι έχουν κακές αναμνήσεις από την Ακσενέρ, όταν είχε διατελέσει υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Τσιλέρ. Πρόκειται δηλαδή για έναν ετερόκλητο συνασπισμό, με εύλογη την ανησυχία για το κατά πόσο ο Κιλιτσντάρογλου θα δείξει τη στιβαρή ηγεσία που απαιτείται, αλλά και θα καταφέρει να συνθέσει τις –σε κάποια θέματα– εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις των εταίρων του, ιδίως αν συμπεριλάβουμε και τους Κούρδους σε αυτούς. Μέσα σε όλα, η απόσυρση Ιντζέ, ενώ μάλιστα έχει ολοκληρωθεί η ψηφοφορία για τους Τούρκους του εξωτερικού, διαταράσσει τις ισορροπίες, δίνοντας παράσταση νίκης στον Κιλιτσντάρογλου, με τον τελευταίο να κατηγορεί τη Ρωσία για συνωμοσία και την κυβέρνηση να βλέπει γκιουλενικό δάκτυλο, βάζοντας εμμέσως στο κάδρο τους Αμερικανούς. Μέχρι την Παρασκευή δεν είχε επιβεβαιωθεί η φημολογία για απόσυρση και του Σινάν Ογάν, έτερου προεδρικού υποψηφίου, οι ψήφοι του οποίου θα κατευθυνθούν στον Ερντογάν.
Σε ένα ρευστό και αβέβαιο περιβάλλον, που δεν γνωρίζουμε καν αν το αποτέλεσμα θα γίνει δεκτό, η γειτονική χώρα εισέρχεται σε φάση εσωστρέφειας, άγνωστο για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Η ενασχόληση με τη διόρθωση των φάλτσων στην οικονομία και η ανοικοδόμηση των σεισμόπληκτων περιοχών καθίστανται η απόλυτη προτεραιότητα, ανεξαρτήτως νικητή. Επίσης η πόλωση, ακόμη κι αν δεν έχουμε οριακό και αμφισβητούμενο αποτέλεσμα, θα παραμείνει, γιατί ένα μεγάλο και δυναμικό κοινό αποστρέφεται τον αυταρχικό Ερντογάν και ένα άλλο είναι απόλυτα ταυτισμένο με το σύστημά του. Το γεγονός πως ακολουθούν αυτοδιοικητικές εκλογές σε εννέα μήνες ενισχύει το παραπάνω σενάριο, γιατί κανείς δεν θα παρατήσει τα όπλα, προσδοκώντας αλλαγή των συσχετισμών και πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Συνάμα, η συνοχή θα είναι το ζητούμενο. Για τον Κιλιτσντάρογλου, για να συγκρατήσει τυχόν φυγόκεντρες τάσεις απ’ όσους δεν ικανοποιηθούν από τον καταμερισμό της εξουσίας. Για τον Ερντογάν, ώστε να αναζητήσει συναινέσεις ή έστω συνεννοήσεις, ας πούμε με τους Κούρδους, και όσους βρέθηκαν απέναντί του, γιατί μια ακόμη πενταετία με όρους διώξεων και εκφοβισμών δεν θα είναι βιώσιμη. Στην εξωτερική πολιτική, ενδεχόμενη αλλαγή σελίδας θα οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις σε αισθητική-στυλ, στην επανάκαμψη των θεσμών και δη του υπουργείου Εξωτερικών και στην επανατοποθέτηση των σχέσεων με τη Δύση σε νέες βάσεις. Η Τουρκία θα γίνει φαινομενικά πιο διαλλακτική, θα αποσυρθεί μερικώς από κοντινά μέτωπα και θα επιχειρήσει επίθεση γοητείας με οδηγό τον εκδημοκρατισμό και την επαναφορά του κράτους δικαίου, μεταξύ άλλων, για να εξασφαλιστεί υποστήριξη προκειμένου να ξεριζωθεί το ερντογανικό καθεστώς. Αλλά είναι λάθος να θεωρούμε ότι η «επανάσταση» στο εσωτερικό θα φέρει και ανάλογη συνθήκη στις εξωτερικές σχέσεις. Ολα αυτά, με την αίρεση πως όλα θα κυλήσουν ομαλά…
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων, καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος και αναλυτής διεθνών θεμάτων του Ant1.