«Ο Ταγίπ Ερντογάν είχε μια εμμονή: να αναδειχθεί ισότιμος με τους μεγαλύτερους σουλτάνους, τον Μωάμεθ τον Πορθητή και τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή… Ωστόσο κινδυνεύει να εξοστρακιστεί μέσω της κάλπης ως ένας απλός Ιζνογκούντ». Με αυτά τα λόγια περιέγραφε το «λυκόφως του σουλτάνου» η γαλλική Le Figaro σε άρθρο της για τις σημερινές εκλογές της Τουρκίας. Για πρώτη φορά από την άνοδό του στην εξουσία, το 2002, ο ισχυρός άνδρας της γειτονικής χώρας εμφανίζεται σε ρόλο αουτσάιντερ.
Τα πιο επιδραστικά διεθνή έντυπα (The Economist, Le Monde, Washington Post κ.ά.) τάχθηκαν υπέρ του αντιπολιτευόμενου υποψηφίου, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, εκτιμώντας ότι η ήττα του Ερντογάν θα στείλει ένα μήνυμα σε αυταρχικούς ηγέτες τύπου Ορμπαν και Μόντι, σε όλο τον κόσμο και κυρίως ότι θα φέρει την Τουρκία πιο κοντά στη Δύση. Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Τουρκία, Τζεφ Φλέικ, επισκέφθηκε τον Κιλιτσντάρογλου μεσούσης της προεκλογικής περιόδου, ενώ ο Γερμανός υπουργός Αγροτικής Οικονομίας, Τζεμ Ετσντεμιρ, ευχήθηκε ανοιχτά νίκη της αντιπολίτευσης.
Ενισχύοντας αυτές τις προσδοκίες, ο 74χρονος κεμαλικός πολιτικός κατήγγειλε ρωσική παρέμβαση στην εκλογική μάχη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Μόσχα βρίσκεται πίσω από τη διαρροή σεξουαλικού περιεχομένου βίντεο, που ανάγκασε τον Μουχαρέμ Ιντζέ να αποσυρθεί από την κούρσα στο παρά πέντε των εκλογών. Περίεργος ισχυρισμός, δεδομένου ότι όλα τα δυτικά μέσα εκτιμούσαν ότι η απόσυρση του -επίσης κεμαλικού- Ιντζέ αυξάνει τις πιθανότητες του Κιλιτσντάρογλου να εκλεγεί από τον πρώτο γύρο.
Υπάρχει, βέβαια, πάντα ο φόβος να επαληθευθεί ο παλιός αφορισμός, που λέει ότι σημασία δεν έχει μόνο ποιος ψηφίζει τι, αλλά και ποιος μετράει τις ψήφους. Η αντιπολίτευση θυμίζει ότι το 2014 ένα «ξαφνικό» μπλακ άουτ είχε διακόψει την καταμέτρηση των ψήφων σε 35 πόλεις – ο τότε υπουργός Ενέργειας απέδωσε το συμβάν σε μια γάτα που είχε μπει σε μετασχηματιστή τάσης. Επιπλέον, η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που κηρύχθηκε μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου σε 11 από τα 81 γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας έθεσε ερωτήματα για την κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων.
Αρνείται να χάσει
Γεγονός είναι ότι επί δύο δεκαετίες ο Ερντογάν επικρατούσε στις εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς εκτεταμένη νοθεία. Οταν έχασε, τον Ιούνιο του 2015, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα και κατάφερε να το ανατρέψει σε νέες εκλογές, τον Νοέμβριο. Το 2019 το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ προσπάθησε να ακυρώσει τη νίκη του Εκρέμ Ιμάμογλου στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης, αλλά αποδέχθηκε την πανηγυρική επικράτησή του στις επαναληπτικές εκλογές. Με δεδομένα, όμως, την ακραία πόλωση και το γεγονός ότι και τα δύο στρατόπεδα εμφανίζονται απολύτως πεπεισμένα ότι θα επικρατήσουν, διάχυτος είναι ο φόβος για αμφισβήτηση του αποτελέσματος και ταραχές. Η προειδοποίηση του υπουργού Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού ότι η Δύση θα επιχειρήσει «πολιτικό πραξικόπημα», προφανώς δεν απάλυνε αυτές τις ανησυχίες.
Οι σημερινές εκλογές θα καταγραφούν ως ιστορικό ορόσημο, μετά το σοκ του 2002 που γκρέμισε το παλιό πολιτικό σύστημα και έφερε στην εξουσία το ΑΚΡ.
Σε κάθε περίπτωση, οι σημερινές εκλογές θα καταγραφούν ως σημείο καμπής στην πολιτική ιστορία της Τουρκίας, ο επόμενος σταθμός μετά το σοκ του 2002, που γκρέμισε το παλιό πολιτικό σύστημα και έφερε στην εξουσία το ΑΚΡ. Η πρώτη δεκαετία του Ταγίπ Ερντογάν ήταν η καλύτερη περίοδος της Τουρκικής Δημοκρατίας μετά το πραξικόπημα του Κενάν Εβρέν το 1980 (παρεμπιπτόντως, και η πιο ήρεμη περίοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά τον «Αττίλα»). Το ΑΚΡ εμφανιζόταν ως «ισλαμοδημοκρατικό», κατ’ αντιστοιχία προς τους Ευρωπαίους Χριστιανοδημοκράτες, μια συντηρητική κοινωνικά, αλλά φιλελεύθερη πολιτικά δύναμη εκδημοκρατισμού, που περιόρισε τους πασάδες του στρατού στους στρατώνες, με στρατηγικό στόχο την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε.
Γύρω στο 2012, όμως, το σύστημα Ερντογάν υφίσταται μια κακοήθη μεταμόρφωση από την «ισλαμοδημοκρατία» στον ισλαμοεθνικισμό, κάτι που αποκρυσταλλώνεται αργότερα με τον νέο κυβερνητικό συνασπισμό του ΑΚΡ με το ακροδεξιό ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί (Γκρίζοι Λύκοι). Δύο εξελίξεις έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Η πρώτη ήταν η συνειδητοποίηση, από πλευράς Ερντογάν, ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις της Ε.Ε. δεν επιθυμούν πλήρη ένταξη της χώρας του. Πρόσφατα το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel δημοσιοποίησε έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών, που αποκάλυψαν ότι από το 1992 ο τότε καγκελάριος Χέλμουτ Κολ δήλωνε κατ’ ιδίαν πως η Τουρκία δεν θα γίνει ποτέ μέλος της Ενωσης.
Την ίδια εποχή ξεσπάει η λεγόμενη Αραβική Ανοιξη, που ώθησε τον Ερντογάν να επιδιώξει ηγεμονικό ρόλο στον σουνιτικό κόσμο, σε συνεργασία με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους – ένα νεοοθωμανικό υποκατάστατο του χαμένου ευρωπαϊκού ονείρου. Η εκτροπή προς τον αυταρχισμό, που κορυφώθηκε μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ήταν το συνακόλουθο αυτής της μετάλλαξης. Είναι ενδεικτικό ότι δύο πρωταγωνιστές της πρώτης δεκαετίας Ερντογάν, ο αρχιτέκτονας της εξωτερικής του πολιτικής Αχμέτ Νταβούτογλου και ο τσάρος της Οικονομίας Αλί Μπαμπατζάν, ηγούνται σήμερα δύο κομμάτων του αντιπολιτευόμενου συνασπισμού.
Η επόμενη ημέρα
Ο Ταγίπ Ερντογάν ήρθε στην εξουσία ύστερα από τον καταστροφικό σεισμό του 1999 και την ολέθρια οικονομική κρίση του 2001. Για τους ίδιους λόγους, έναν σεισμό και μια νέα οικονομική κρίση, απειλείται να φύγει σήμερα. Ωστόσο, ούτε η αντιπολίτευση έχει να παρουσιάσει μια πειστική απάντηση στα οξύτατα προβλήματα της Τουρκίας. Ακόμη κι αν καταφέρει να έρθει στην εξουσία ύστερα από μια σχετικά ομαλή μετάβαση (ένα τεράστιο ΑΝ), οι πάντες γνωρίζουν ότι τα έξι κόμματα που τη στηρίζουν (κεμαλικοί, ακροδεξιοί εθνικιστές, ισλαμιστές) διαφωνούν σχεδόν στα πάντα, εκτός από την ανάγκη εξοστρακισμού του Ερντογάν. Επιπλέον, οι δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την αντιπολίτευση να υπολείπεται του κυβερνητικού συνασπισμού στις βουλευτικές εκλογές. Τέλος, η νέα κυβέρνηση θα χρειαστεί να λάβει άκρως αντιδημοφιλή μέτρα για τη σταθεροποίηση της οικονομίας, κάτι που θα μπορούσε να την υπονομεύσει γρήγορα.
Με αυτά τα δεδομένα, η Τουρκία, με ή χωρίς τον Ερντογάν στο πηδάλιο, είναι πολύ πιθανό να εισέλθει σε μια περίοδο έντονης πολιτικής αστάθειας και κοινωνικών εντάσεων. Το πρόβλημα για τη Δύση είναι ότι οι μοχλοί επίδρασής της στο τουρκικό γίγνεσθαι προβάλλουν κατά πολύ αποδυναμωμένοι. Η Ε.Ε. δεν έχει να προσφέρει στην Αγκυρα παρά την τελωνειακή ένωση και την κατάργηση της βίζας – αρκετά, ίσως, για συνέχιση της σύμπραξης στο μεταναστευτικό, αλλά όχι για περισσότερα πράγματα. Οι δε ΗΠΑ μάλλον δεν πρόκειται να παραιτηθούν από την επένδυση στους Κούρδουςπου τους εξασφαλίζουν προγεφυρώματα στη Συρία, στο Ιράκ και τα πετρέλαιά τους. Επομένως, η σχέση Δύσης – Τουρκίας μάλλον θα συνεχίσει να είναι περιπετειώδης και απρόβλεπτη.
Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr