Η στιγμή που άρχισε να μετράει από το μηδέν η διαδικασία προσέγγισης Αθήνας και Αγκυρας μπορεί να εντοπιστεί λίγες ώρες μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου, όταν στο Λευκό Παλάτι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής που είχε χτυπήσει τη χώρα του. Η ανάγκη ανασυγκρότησης της τουρκικής οικονομίας, μάλιστα σε μια φάση κρίσιμη λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, οδήγησε την Αγκυρα σε μια άνευ προηγουμένου στροφή στην εξωτερική πολιτική της, κάτι που συμπαρέσυρε και τα Ελληνοτουρκικά.
Από τις 6 Φεβρουαρίου μέχρι και σήμερα ουσιαστικά δεν γίνονται παραβιάσεις στο Αιγαίο, όχι διότι οι χειριστές των τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών το αποφεύγουν, αλλά επειδή απλούστατα έχει παύσει σχεδόν καθολικά η δραστηριότητα της τουρκικής αεροπορίας πάνω από το αρχιπέλαγος.
Πριν από λίγες ημέρες, το επιτελείο του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη επικοινώνησε με τους συνεργάτες του κ. Ερντογάν στην Αγκυρα ζητώντας μια μικρή μετάθεση της συνάντησης που θα γινόταν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη αύριο το απόγευμα. Τελικά η συνάντηση θα γίνει την Τετάρτη, στις 20 Σεπτεμβρίου.
Αιτία και αυτή τη φορά μια καταστροφή που οφείλεται σε παράγοντες πέρα και πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις: τις πλημμύρες στη Θεσσαλία που στοίχισαν σε ανθρώπινες ζωές, οδήγησαν μεγάλο μέρος του κάμπου κάτω από το νερό και –μακροπρόθεσμα– δημιουργούν για την Ελλάδα ένα κόστος αποκατάστασης το οποίο θα πάρει χρόνια να καλυφθεί.
Ορισμένοι έμπειροι παρατηρητές των ελληνοτουρκικών σχέσεων σημειώνουν ότι –τηρουμένων των αναλογιών– οι πλημμύρες της Θεσσαλίας είναι για την ελληνική οικονομία ένα βάρος ανάλογο (αν και όχι αντίστοιχο) με τις ισοπεδωμένες εκτάσεις της νότιας Τουρκίας στο Χατάι, το Καχραμανμαράς και στην Αντιόχεια.
Πρακτικά, σε χρονική διάρκεια η επιχειρησιακή νηνεμία στο Αιγαίο έχει ήδη ξεπεράσει την προηγούμενη αντίστοιχη περίοδο που ακολούθησε τους σεισμούς του 1999 σε Κωνσταντινούπολη και Νικομήδεια τον Αύγουστο και Αθήνα τον Σεπτέμβριο. Και ήδη συζητείται η επιμήκυνση του μορατόριουμ μέχρι και το τέλος του έτους.
Αυτή τη στιγμή, πάντως, είναι στο τραπέζι το ενδεχόμενο μείωσης του χρονικού εύρους της μείζονος διακλαδικής άσκησης «Παρμενίων ’23», λόγω του κόστους αλλά και της καταπόνησης που ήδη υφίσταται το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων στη Θεσσαλία, μάλιστα σε πραγματικές και όχι εικονικές συνθήκες (αν και όχι σε πολεμικά σενάρια). Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα κριθούν μετά το ραντεβού Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, το οποίο υπό τις παρούσες συνθήκες ενδεχομένως οδηγήσει σε αλλαγή προτεραιοτήτων.
Οι συναντήσεις σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών θα χρειαστεί να επαναληφθούν και τον επόμενο χρόνο, ανεξάρτητα από την πορεία που θα έχει το ραντεβού της 16ης Οκτωβρίου στην Αθήνα.
Υπενθυμίζεται ότι Αθήνα και Αγκυρα βρίσκονται προ των πυλών της υπογραφής συμφωνίας συνεργασίας στον τομέα της Πολιτικής Προστασίας, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθούν συνέργειες πάνω σε ζητήματα που εκ των πραγμάτων επηρεάζουν τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία, όπως οι σεισμοί, οι κακοκαιρίες ή οι θερινές πυρκαγιές.
Από τη διπλωματία των σεισμών του 1999 στη διπλωματία των σεισμών (και των πλημμυρών) του 2023 έχει, παράλληλα, κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι των διαφορών Ελλάδας και Τουρκίας, κυρίως με την υπαιτιότητα της Αγκυρας.
Από την ελληνική πλευρά η ανάγκη για ανασυγκρότηση των δύο χωρών σε κατάσταση νηνεμίας, ενώ παράλληλα γίνεται προσπάθεια για συζητήσεις που μπορεί να οδηγήσουν σε κάποια διπλωματική πρόοδο, αποτελεί ξεκάθαρη προτεραιότητα.
Και υπάρχει βούληση για επιμήκυνση της διαδικασίας σε βάθος χρόνου και όχι εξάντληση των συζητήσεων στις προγραμματισμένες επαφές του ερχόμενου διμήνου. Αν και το ραντεβού των υφυπουργών Εξωτερικών Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και Μπουράκ Ακσαπάρ στην Αθήνα για τον πολιτικό διάλογο περιγράφεται ως πολύ σημαντικό (η ατζέντα γι’ αυτό θα τεθεί την ερχόμενη Τετάρτη από τους δύο ηγέτες στη Νέα Υόρκη), είναι απολύτως δεδομένο ότι η συζήτηση δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια συνάντηση.
Οι συναντήσεις σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών θα χρειαστεί να επαναληφθούν και τον επόμενο χρόνο, ανεξάρτητα από την πορεία που θα έχει το ραντεβού της 16ης Οκτωβρίου. Υπενθυμίζεται ότι στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου ο κ. Ακσαπάρ θα συναντηθεί και με τον υφυπουργό Εξωτερικών για την Οικονομική Διπλωματία Κώστα Φραγκογιάννη για τη θετική ατζέντα (η οποία περιλαμβάνει τις «μικρές νίκες», δηλαδή τα άμεσα παραδοτέα αποτελέσματα), ενώ στα τέλη Νοεμβρίου ή στις αρχές Δεκεμβρίου τοποθετείται το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας – Τουρκίας στη Θεσσαλονίκη.
Αυτή τη στιγμή η μόνη διαδικασία θεσμοθετημένων επαφών ανάμεσα σε Αθήνα και Αγκυρα που δεν έχει δρομολογηθεί είναι η συζήτηση για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) σε επίπεδο υπουργείων Εθνικής Αμυνας. Σ
ύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, αν και η ημερομηνία δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί, ο επόμενος γύρος των ΜΟΕ θα διεξαχθεί κάποια στιγμή εντός του ερχόμενου Νοεμβρίου, σε κάθε περίπτωση πριν από το ΑΣΣ της Θεσσαλονίκης. Δεδομένου ότι ο επόμενος γύρος ΜΟΕ πρέπει να διεξαχθεί στην Αγκυρα, οι σχετικές προτάσεις αναμένονται από την τουρκική πλευρά, η οποία δεν φάνηκε να διαφωνεί με την παραίνεση της Αθήνας για επιστροφή στην παλαιότερη μορφή των επαφών υπό την αιγίδα έμπειρων διπλωματών και όχι στρατιωτικών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορεί να επιτευχθεί πρόοδος. Στα ΜΟΕ μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος ιδίως ως προς τη συμφωνία για τον χρόνο και τη διάρκεια διεξαγωγής στρατιωτικών ασκήσεων στον χώρο του Αιγαίου.
Οπως ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές, έχει σημειώσει, μακροπρόθεσμος στόχος είναι η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την επίλυση της διαφοράς που συνδέεται με τις θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδας. Ωστόσο, μέσα από όλους τους πιθανούς διαύλους η κυβέρνηση προσπαθεί να κρατήσει τις ελπίδες για την προσφυγή στη Χάγη χαμηλά, αφενός διότι οι διαπραγματεύσεις με τον Ερντογάν είναι πάντα απρόβλεπτες, αφετέρου επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή Αθήνα και Αγκυρα θα πρέπει να έχουν καταλήξει και σε προηγούμενες δράσεις. Εν ολίγοις, προεξοφλείται ότι ο δρόμος είναι μακρύς, δίχως εγγυημένα αποτελέσματα.