Στην αποτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο πλαίσιο του συνεδρίου «Μεταπολίτευση: 50 χρόνια μετά», κατέστη σαφές ότι και οι τρεις πρώην υπουργοί Εξωτερικών (Μπακογιάννη, Βενιζέλος, Κοτζιάς) τάσσονται υπέρ μιας ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, μακριά από αντιλήψεις αδράνειας και υποστηρίζουν τη διερεύνηση των δυνατοτήτων διευθέτησης των ζητημάτων που καθορίζουν τη σχέση μας με την Τουρκία εδώ και τουλάχιστον 50 χρόνια. Μπορεί σε επιμέρους ζητήματα να προέκυψαν διαφορετικές προσεγγίσεις. Ωστόσο, ήταν εμφανής η συναντίληψη για την ανάγκη να αναζητηθούν κοινοί παρονομαστές με την Αγκυρα. Και βέβαια να προταχθεί η λεγόμενη «θετική ατζέντα», χωρίς πάντως αυτή να αποτελεί πανάκεια για τη μακροημέρευση της ύφεσης, στην οποία βρισκόμαστε εδώ και σχεδόν ένα χρόνο.
Στη συζήτηση επιβεβαιώθηκε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες κινήθηκε ανάμεσα σε δύο βασικούς κύκλους: τη συνειδητή ακινησία, που ενσωματωνόταν στην αντίληψη ότι η συζήτηση με την τουρκική πλευρά ήταν χάσιμο χρόνου από τη μια, και την επιδίωξη εξεύρεσης λύσης για την οριοθέτηση, αρχικά, δηλαδή στη δεκαετία του 1970, της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου και αργότερα υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης σε Αιγαίο και μετέπειτα και ανατολική Μεσόγειο, από την άλλη. Μάλιστα, κατά την υπουργία Βενιζέλου είναι που διευρύνθηκε ο γεωγραφικός χώρος ώστε να συμπεριληφθεί και η ανατολική Μεσόγειος.
Η παθητικότητα δεν έχει να κάνει τόσο με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις όσο με την αναζήτηση εργαλείων ενίσχυσης του διπλωματικού μας αποτυπώματος, κάτι που εν τέλει επηρεάζει και τα ελληνοτουρκικά. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Τουρκίας, χωρίς να γίνονται συγκρίσεις, είναι ότι συμμετέχει σε πολλά διπλωματικά τραπέζια. Και η άποψή της σε ορισμένες περιπτώσεις αποκτά βαρύνουσα σημασία. Επειδή λοιπόν οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι στατικές, ανάλογα με τις συνθήκες, αλλά και τη θέση μας στο περιφερειακό, ευρωπαϊκό και ευρύτερο στερέωμα, εισακουόμαστε περισσότερο ή λιγότερο από τους ισχυρούς δρώντες, επομένως ο λόγος μας έχει αντίστοιχη απήχηση σε σχέση με την Τουρκία. Ο Νίκος Κοτζιάς συχνά αναφέρεται στην ανάγκη ειδίκευσης στα τρία «δ»: διαπραγμάτευση, διαμεσολάβηση, διαιτησία.
Πριν από την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Ιταλία, πλην της συμφωνίας καθορισμού υφαλοκρηπίδας με τη Ρώμη το 1977, η Ελλάδα δεν είχε συμφωνήσει με κανένα όμορο κράτος πάνω σε ζητήματα θαλασσίων ζωνών. Ασφαλώς, η συμφωνία του 2009 με την Αλβανία, την οποία στη συνέχεια αναίρεσε το συνταγματικό δικαστήριο της γειτονικής χώρας, ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ σοβαρής προσπάθειας από πλευράς μας. Εντούτοις, πριν από τις δύο οριοθετήσεις με Ιταλία και εν συνεχεία με την Αίγυπτο –με τη δεύτερη ειδικότερα να πυροδοτείται ως απάντηση στο παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο– η Ελλάδα εμφανιζόταν είτε ως απρόθυμη είτε ως ανίκανη να διευθετήσει τις θαλάσσιες ζώνες με γειτονικά κράτη. Επακόλουθα, όταν κατηγορούσαμε και ορθά την Τουρκία για στρεψοδικία και απροθυμία εξεύρεσης συμφωνίας, στα μάτια πολλών στο εξωτερικό δεν ήμασταν πειστικοί.
Στα θετικά καταγράφηκε η αξιοπρόσεκτη συνέχεια των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2010 μέχρι σήμερα στην πολιτική μας στην ανατολική Μεσόγειο και η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που μας προσέφερε η διάρρηξη των σχέσεων της Τουρκίας με Ισραήλ και Αίγυπτο, αλλά και η προσοχή του ευρωπαϊκού και αμερικανικού παράγοντα στους υδρογονάνθρακες και τις ΑΠΕ της ανατολικής Μεσογείου και την εκμετάλλευση αυτών.
Ενας επιπρόσθετος προβληματισμός, ωστόσο, που δεν απαντήθηκε επαρκώς και παραμένει εκκρεμής σχετίζεται με την επέκταση των χωρικών μας υδάτων. Οχι μόνο γιατί δείχνουμε φοβικότητα απέναντι στο τουρκικό casus belli, αφού δεν έχουμε προβεί σε ανάλογη κίνηση ούτε καν νοτίως της Κρήτης, αλλά και γιατί αρχίσαμε να συζητούμε για την αυτονόητη χάραξη γραμμών βάσης και το κλείσιμο κόλπων το 2018, παρουσιάζοντας μια ανεξήγητη αβελτηρία. Θα έπρεπε να έχουμε κινηθεί κλιμακωτά για να αυξήσουμε και την πίεση στην τουρκική πλευρά, στην κατεύθυνση σταδιακής επέκτασης σε διάφορα σημεία της επικρατείας και να έχουμε αναρτήσει στον ΟΗΕ το κλείσιμο των κόλπων.
Επιπλέον, στα αμιγώς διμερή, η Τουρκία λόγω αναθεωρητισμού έχει συνήθως την πρωτοβουλία των κινήσεων και αξιοποιώντας την αδυναμία εξεύρεσης λύσης, που η ίδια επιφέρει με τις άτοπες θέσεις της, «φορτώνει» την ατζέντα με ακόμη πιο ανεκδιήγητες διεκδικήσεις. Δεν έχουμε βρει το αντίδοτο σ’ αυτό και ενώ είναι καθοριστική η κατοχύρωσή μας μέσω συμμαχιών και ενίσχυσης της αποτρεπτικής ισχύος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να αναστείλουμε την αυξανόμενη τουρκική επιθετικότητα. Ακόμη κι αν έχει καταλαγιάσει για τακτικούς λόγους, κάποια στιγμή αν δεν καταγραφεί πρόοδος στις διαβουλεύσεις, η Τουρκία θα επαναφέρει δυναμικά την αναθεωρητική της ατζέντα. Αυτό οφείλουμε να το εμποδίσουμε.
Τέλος, στο εύστοχο ερώτημα του κ. Βενιζέλου αν η Δύση έχει στρατηγική συνέχεια, θα πρόσθετα πως το ζητούμενο είναι σε έναν κόσμο όλο και πιο άναρχο να επιβάλλουμε κανόνες σεβασμού και συμπεριφοράς σε έναν «άτακτο» παίκτη, όπως η Τουρκία. Αυτό προϋποθέτει συνολικό πλάνο και όραμα για την περιοχή και παροχή λύσεων σε μία Δύση που «ψάχνεται». Μάλιστα, η σχέση της τελευταίας με την Αγκυρα δεν θα πρέπει να αιωρείται σε κενό αέρος και η σφραγίδα στην όποια νέα συνθήκη πρέπει να είναι (και) ελληνική.
O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.