Ηδη από την πρώτη στιγμή της -κυριολεκτικά και μεταφορικά μετασεισμικής- ελληνοτουρκικής επαναπροσέγγισης που ξεκίνησε πέρυσι, έπειτα από το πολύνεκρο χτύπημα του Εγκέλαδου στη γείτονα, ήταν απολύτως σαφές ότι αυτή η διαδικασία θα κυλούσε υπό το βάρος δυσεπίλυτων διαφορών, ανοιχτών πληγών και εκκρεμοτήτων.
Στην ίδια τη Διακήρυξη των Αθηνών αναφέρεται άλλωστε, διόλου τυχαία, ότι τα μέρη δεσμεύονται μεν να καλλιεργούν πνεύμα αλληλεγγύης χωρίς όμως να θίγονται οι εκατέρωθεν νομικές θέσεις τους, ενώ και οι πολιτικές ηγεσίες στις δύο χώρες έχουν κατ’ επανάληψη παραδεχθεί δημόσια τους τελευταίους μήνες ότι υπάρχουν «γνωστές διαφορές», διαφορές οι οποίες φάνηκαν άλλωστε και κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Αγκυρα τον περασμένο Μάιο.
Στο πλαίσιο της κοινής συνέντευξης Τύπου που παραχώρησαν έπειτα από τη συνάντηση που είχαν στην τουρκική πρωτεύουσα την περασμένα άνοιξη, οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν βρέθηκαν να διαφωνούν για κατά βάση τέσσερα ζητήματα: τη μειονότητα στη Θράκη, τη Μονή της Χώρας που έγινε τζαμί με απόφαση της τουρκικής ηγεσίας, το Κυπριακό και… τη Χαμάς την οποία ο Τούρκος πρόεδρος έκρινε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί ενώπιον της διεθνούς κοινότητας.
Με φόντο την επέτειο της συμπλήρωσης 50 ετών από την τουρκική εισβολή, το Κυπριακό δεν θα μπορούσε, βέβαια, παρά να επιστρέψει στο προσκήνιο ως «αγκάθι».
Κυριάκος Μητσοτάκης και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρέθηκαν αμφότεροι στην Κύπρο στις 20 Ιουλίου, εκπέμποντας εκ διαμέτρου αντίθετα μηνύματα: ο μεν Ελληνας πρωθυπουργός υπέρ του σεβασμού των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ο δε Τούρκος πρόεδρος στον αντίποδα υπέρ της απόκλισης από το πλαίσιο όσων έχουν ψηφιστεί στον ΟΗΕ.
«Δεν αποδεχόμαστε τετελεσμένα και η επιδίωξή μας παραμένει μία: Κυπριακή Δημοκρατία με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, σε μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, σε ένα ενιαίο κράτος όπου όλοι οι πολίτες θα είναι και Κύπριοι και Ευρωπαίοι, χωρίς ξένο στρατό κατοχής, χωρίς αναχρονιστικές εγγυήσεις όπως ακριβώς το προβλέπουν τα ψηφίσματα του ΟΗΕ αλλά και ο σεβασμός στο ευρωπαϊκό κεκτημένο», δήλωσε ο Έλληνας πρωθυπουργός το βράδυ του Σαββάτου από τη Λευκωσία.
«Δεν συμβιβαζόμαστε με τη διχοτόμηση […] Κύρια έγνοια και προτεραιότητά μου είναι ο τερματισμός της κατοχής, η απελευθέρωση και η επανένωση της πατρίδας μας», διακήρυξε ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκος Χριστοδουλίδης, στο πλαίσιο της ιδίας εκδήλωσης για τη συμπλήρωση 50 ετών από το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή.
Η θέση της ελληνικής και της κυπριακής ηγεσίας υπέρ της ΔΔΟ και της επανένωσης δεν εκπλήσσει, καθότι πάγια.
Αυτή που έχει αλλάξει ωστόσο, και μάλιστα σημαντικά, τα τελευταία χρόνια, είναι η στάση της τουρκικής ηγεσίας η οποία επιμένει πια σε μια «λύση» τύπου δύο κρατών και διχοτόμησης, βγαίνοντας έτσι πλήρως έξω από το πλαίσιο των σχετικών ψηφισμάτων του ΟΗΕ.
Από το 2019 και έπειτα
Από την κατάρρευση των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά το καλοκαίρι του 2017 και έπειτα, η Τουρκία δείχνει να σκληραίνει τη στάση της στο Κυπριακό, υιοθετώντας προσεγγίσεις περισσότερο μαξιμαλιστικές και αναθεωρητικές από εκείνες του παρελθόντος.
Τον Σεπτέμβριο του 2019, ο τότε ΥΠΕΞ της Τουρκίας, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, εισήλθε στο περίκλειστο Βαρώσι συνοδεία Τούρκων δημοσιογράφων, κάνοντας κάτι που δεν είχε κάνει άλλος -τόσο υψηλόβαθμος- Τούρκος αξιωματούχος μετά τον Αύγουστο του 1974.
Περίπου έναν χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2020, σε μια περίοδο «προεκλογική» για τα κατεχόμενα, το κατοχικό καθεστώς θα προχωρούσε ένα βήμα παραπέρα ανοίγοντας μέρος της παραλίας του Βαρωσίου για «τον λαό και τους επισκέπτες», κάτι το οποίο επίσης δεν είχε ξαναγίνει μετά το 1974.
Τον Ιούλιο του 2021, ήταν η σειρά του Ερντογάν να μεταβεί στην κατεχόμενη Λευκωσία για να τιμήσει την τουρκική εισβολή, έχοντας στον πλευρό του όχι μόνο τον Τουρκοκύπριο Ερσίν Τατάρ αλλά και τον ηγέτη του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP) Ντεβλέτ Μπαχτσελί ο οποίος είχε έρθει από την Τουρκία για να τον συνοδεύσει. Ερντογάν και Μπαχτσελί είχαν μάλιστα τότε επισκεφθεί και το σπίτι του Αλπαρσλάν Τουρκές στην κατεχόμενη Λευκωσία, ενώ ο Τούρκος πρόεδρος είχε στείλει σειρά από μηνύματα… υπέρ της «λύσης» των δύο κρατών.
Προσωπικές επιθέσεις
Τρία χρόνια μετά, η τουρκική ηγεσία επιμένει στη γραμμή της διχοτόμησης, την οποία έχει ξεκινήσει άλλωστε να χαράσσει εδώ και χρόνια στο Κυπριακό, με τον Ερντογάν να επαναλαμβάνει πια από την πλευρά του ότι «μία ομοσπονδιακή λύση δεν είναι δυνατή» και να βάζει στο στόχαστρο συγκεκριμένα τον Ελληνα υπουργό Εθνικής Αμυνας Νίκο Δένδια.
Η τουρκική «βεντέτα» με τον Ν. Δένδια πάει βέβαια αρκετά πίσω: σε εκείνη την επεισοδιακή συνέντευξη Τύπου που είχε λάβει χώρα στην Αγκυρα τον Απρίλιο του 2021, όταν οι κ.κ. Δένδιας και Τσαβούσολγου είχαν βρεθεί, ως ΥΠΕΞ τότε, να ανταλλάσσουν «πυρά» μπροστά στις κάμερες σχετικά με: τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) και τη Συνθήκη της Λωζάννης, το μεταναστευτικό και τον ελληνικό εναέριο χώρο που δεν συμπίπτει με τα ελληνικά χωρικά ύδατα, τις υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά και την αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και την εμπλοκή της Ε.Ε. ως «τρίτου» στα ελληνοτουρκικά…
Τρία χρόνια μετά, ο ίδιος ο Ερντογάν προσωπικά (ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, κοντράρεται πια με τον εθνικιστή Μπαχτσελί στο εσωτερικό) αλλά και -πριν από αυτόν- το τουρκικό υπουργείο Αμυνας έσπευσαν να στοχοποιήσουν τον -ΥΕΘΑ πια- Νίκο Δένδια με την κατηγορία ότι ««κάνει καριέρα δημιουργώντας προβλήματα μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού». Στο ίδιο πλαίσιο, ο κ. Ερντογάν κάλεσε μάλιστα τον Κυριάκο Μητσοτάκη να «μαζέψει» τον υπουργό του.
Τι θα μπορούσε, άραγε, να επιθυμεί να επιτύχει η τουρκική πλευρά, μέσα από μια τέτοια κίνηση;
Οι πιθανές απαντήσεις, πολλές:
- να «απαλλαγεί» από έναν «ενοχλητικό» υπουργό;
- να σπείρει διχόνοια εντός της ελληνικής κυβέρνησης;
- να παρουσιάσει το ελληνικό μέτωπο ως μη-αρραγές στο Κυπριακό;
- να πιέσει προσωπικά τον ίδιο τον Κυρ. Μητσοτάκη;
- ή μήπως να ανεβάσει τους τόνους της αντιπαράθεσης κάνοντας μια επικοινωνιακή επίδειξη ισχύος η οποία όμως δεν θα τορπιλίζει τις εν εξελίξει ελληνοτουρκικές επαφές (εάν «φταίει» μόνο ένας υπουργός, τότε το όποιο «πρόβλημα» παύει να είναι κεντρικό);
«Ματαιοπονούν»
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης ήταν, πάντως, σαφής στην απάντησή του:
«Το γεγονός ότι συζητούμε με την Τουρκία, δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε και πολύ περισσότερο ότι υποχωρούμε. Το αντίθετο […] Κάθε απειλή προς την Κύπρο, γίνεται απειλή για όλη την Ε.Ε. Είναι προφανές ότι τις απόψεις αυτές συμμερίζονται και εκφράζουν, στο σύνολό τους, όλα τα μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης. Συνεπώς, ματαιοπονούν όσοι προσπαθούν να ανακαλύψουν δήθεν διαχωρισμούς ανάμεσα στα κυβερνητικά στελέχη.»
Γιατί τώρα;
Πέρα από τους όποιους «δήθεν διαχωρισμούς» ωστόσο, υπάρχει παράλληλα και η απειλή του ντε-φάκτο «διαχωρισμού» της Κύπρου στην οποία επενδύει και την οποία προωθεί -με ανησυχητική συνέπεια είναι η αλήθεια τα τελευταία χρόνια- η πλευρά της Άγκυρας.
Η τουρκική ηγεσία προφανώς κρίνει ότι αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο μπορεί να πιέσει στην παρούσα φάση, υπό το πρίσμα όσων μπορεί να ακολουθήσουν (βλ. μια νίκη Τραμπ στις ΗΠΑ) αλλά και όσων έχουν προηγηθεί διεθνώς τα τελευταία χρόνια (βλ. ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, νίκη Αζέρων στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, χάος στη Γάζα, ανάδυση χωρών του καλούμενου Παγκοσμίου Νότου που διεκδικούν ισχυρότερο ρόλο στον ΟΗΕ αλλά εκτός ΟΗΕ, μέσα από άλλα διεθνή σχήματα συνεργασίας)…
Κι όλα αυτά… δέκα χρόνια έπειτα από την ιστορική επίσκεψη που είχε πραγματοποιήσει στην Κύπρο -ως αντιπρόεδρος τότε των ΗΠΑ, τον Μάιο του 2014– ο νυν πρόεδρος Τζο Μπάιντεν…