Σε λίγες ημέρες ο Ελληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος πρόεδρος θα συναντηθούν –εκτός απροόπτου– για έκτη φορά σε διάστημα μικρότερο των 18 μηνών. Σε μια διαδικασία συντήρησης της ύφεσης και αποφυγής εντάσεων που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε μη σκόπιμες κρίσεις, οι δύο χώρες βιώνουν τη μεγαλύτερη περίοδο ηρεμίας εδώ και πολλά χρόνια. Αυτή η κατάσταση μοιάζει να μην είναι κάτι περισσότερο από ένα διάλειμμα στην αέναη συγκρουσιακή τροχιά στην οποία βρίσκονται οι δύο πλευρές εδώ και πάνω από μισό αιώνα, επομένως η επόμενη κρίση ίσως είναι θέμα χρόνου.
Η συγκυρία προσώρας είναι καλή, καθώς η Τουρκία σε μεγάλο βαθμό έχει σταματήσει –στο πλαίσιο μιας τακτικής επιλογής– να παραβιάζει τον ελληνικό εναέριο χώρο (όχι όμως τα χωρικά μας ύδατα), χωρίς ωστόσο να έχει αποστεί από τις πάγιες θέσεις της για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και τα όρια της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν διαφαίνεται πάντως προοπτική διεξόδου, για το πώς θα μπορούσαν οι δύο χώρες να σπάσουν τον κύκλο της αντιπαράθεσης ή της ακινησίας.
Δύο άξονες
Η ελληνική πολιτική των τελευταίων 50 ετών κινείται πάνω σε δύο άξονες: την αποτροπή της τουρκικής απειλής και την επιδίωξη της επίλυσης του ζητήματος της οριοθέτησης μέσω της διεθνούς Δικαιοσύνης. Εξισορρόπηση και διεθνές δίκαιο απολαμβάνουν ρητής και άρρητης διαχρονικής και ευρείας συναίνεσης παρά τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις σε τακτικό επίπεδο. Είναι πρόδηλο ότι η τήρηση του διεθνούς δικαίου είναι μονόδρομος, καθώς μόνο με συμφωνία οριοθέτησης ή δικαστικής επίλυσής της κατοχυρώνονται τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Διαφορετικά η έλλειψη διευθέτησης θα είναι διαρκής πηγή απειλής έντασης και κρίσεων, όπως ζήσαμε πρόσφατα το 2020 αλλά και προ εβδομάδων στην Κάσο. Τα υπόλοιπα μέτρα που προτείνονται αντί της οριστικής διευθέτησης δεν διασφαλίζουν τα δικαιώματα, απλώς συντηρούν την εκκρεμότητά τους με αδιόρατο το μέλλον.
Εδώ πρέπει να γίνουν δύο επισημάνσεις. Πρώτον, η εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής, που βασίζεται εν πολλοίς σε μια αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα –πρωτίστως στρατιωτική αλλά και διπλωματική– και η οποία είναι υπαρξιακής σημασίας για τη χώρα, έχει συνολικά λειτουργήσει. Δεδομένου ότι η Τουρκία έχει εγγενώς αναθεωρητικές βλέψεις, εδώ και πολλές δεκαετίες αυτές οι «φιλοδοξίες» έχουν αναχαιτιστεί σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά, παρά τα δικά μας σφάλματα στον χειρισμό συγκεκριμένων κρίσεων που δημιούργησαν ανοίγματα ευκαιρίας για την Αγκυρα.
Δεύτερον, η αποτροπή είναι προσωρινό μέσον και όχι πολιτικός στόχος. Και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί στην αδράνεια. Δεν είναι και δεν μπορεί να θεωρείται αυτοσκοπός. Είναι εργαλείο για να μετασχηματιστεί ο στρατηγικός υπολογισμός του αντιπάλου και να τον υποχρεώσει να αποδεχθεί ένα πλαίσιο συνύπαρξης αμοιβαία ωφέλιμο, μακριά από αναθεωρητικούς μαξιμαλισμούς. Στην περίπτωση της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας, ο σταθερός στόχος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι να αποδεχθεί η Τουρκία να προσφύγουν οι δύο χώρες στη διεθνή Δικαιοσύνη και έτσι να διευθετηθεί η αντιπαράθεση με τη μέγιστη δυνατή νομιμο-ποίηση που μπορεί να υπάρξει, ώστε να είναι κατά το μάλλον βιώσιμη.
Τα όρια της αποτροπής
Τα παραπάνω αποκτούν περιεχόμενο ανάλογο με την αντίληψη για τη φύση της ελληνοτουρκικής περίπτωσης. Υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι η διαφορά μας υπακούει σε κάποια νομοτέλεια που οδηγεί αναγκαστικά στη σύγκρουση και το μόνο που έχει σημασία είναι η Ελλάδα να είναι έτοιμη για τον πόλεμο που θα έλθει τελικά. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και σε αυτό το φαταλιστικό σενάριο, οι υποστηρικτές του αποδέχονται εμμέσως ότι η στρατιωτική αποτροπή έχει την –ύψιστη– σημασία της, αλλά έχει και όρια που τίθενται κάθε φορά από την εξέλιξη του ισοζυγίου σκληρής ισχύος και τις προβλέψεις που τη συνοδεύουν.
Τι σημαίνει αυτό; Πρώτον, ότι οι προβολές στο μέλλον με αφετηρία τα σημερινά δεδομένα δεν επιτρέπουν αισιοδοξία για τη διατήρηση της ισορροπίας ισχύος σε βιώσιμα για την ελληνική πλευρά επίπεδα. Ο,τι και αν ξοδέψουμε, η άλλη πλευρά έχει τη δυνατότητα να ξοδέψει πολύ περισσότερα και μάλιστα χωρίς λογοδοσία σε κάποια αρχή ή θεσμό. Αν το ελληνικό ΑΕΠ δεν αναπτύσσεται συνεχώς με υψηλούς ρυθμούς, οι δαπάνες για την αμυντική θωράκιση της χώρας έχουν «ταβάνι» τέτοιο που δεν θα επιτρέπει να εξισορροπηθεί μια οικονομία τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη, που ξοδεύει τουλάχιστον υπερδιπλάσια. Δεύτερον, χρειάζεται ταχύτατα να αναπτυχθούν συγκεκριμένοι τομείς καινοτομίας στην αμυντική τεχνολογία που να μειώνουν την τεράστια εξάρτηση από τρίτες χώρες. Τρίτον, απαιτείται συνολική και «ριζοσπαστική» αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Αν το ελληνικό ΑΕΠ δεν αναπτύσσεται συνεχώς με υψηλούς ρυθμούς, οι δαπάνες για την αμυντική θωράκιση της χώρας έχουν «ταβάνι» τέτοιο, που δεν θα επιτρέπει να εξισορροπηθεί μια οικονομία τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη, που ξοδεύει τουλάχιστον υπερδιπλάσια.
Κυρίως, όμως, χρειάζεται να προσαρμοστεί επιτέλους η στρατηγική μας κουλτούρα στα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας. Πρωτίστως, να αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε νομοτελειακό στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία επιδιώκει τη διεθνή νομιμοποίηση των πολιτικών της. Το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο είναι η καλύτερη απόδειξη ότι αναζητάει νομιμοποίηση, σχεδόν απεγνωσμένα. Προέκρινε ότι για να κερδίσει τη στρατηγικά κρίσιμη περιοχή ανατολικά και νοτίως της Κρήτης ήθελε ένα κράτος να συμβληθεί μαζί της. Δεν προχώρησε σε μονομερείς οριοθετήσεις. Επέλεξε όμως ένα ευάλωτο και ασύντακτο συμβαλλόμενο κράτος για να συναφθεί το γνωστό μνημόνιο. Η Τουρκία έχει μια δική της αντίληψη περί του Δικαίου της Θάλασσας, εξυπηρετώντας καταχρηστικά τα καθ’ υπερβολήν συμφέροντά της. Και μάλιστα το μνημόνιο, με το οποίο αγνοήθηκαν τα δικαιώματα των νησιών, προηγήθηκε της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, την οποία κατέκρινε ως παράνομη. Παρ’ όλα αυτά, η Αγκυρα είναι συνηθισμένη στη δημιουργία τετελεσμένων που ναι μεν είναι παράνομα, αλλά εν συνεχεία δύσκολα ανατρέπονται. Οχι ότι αποκλείεται να το πράξει στο μέλλον. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα κράτος που με δικές του καινοφανείς ερμηνείες του Δικαίου της Θάλασσας αμφισβητεί συστηματικά τη δικαιοδοσία, καθώς και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, σε συνδυασμό και με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας των νησιών που παράγουν τα δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες. Και η εφαρμογή του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας», που βρίσκεται σε εξέλιξη, περνάει μέσα από την ενίσχυση της στρατιωτικής και δη της ναυτικής της ισχύος, την εγκαθίδρυση βάσεων και ασφαλώς την ενεργοποίηση συμφωνιών, όπως η τουρκολιβυκή, ώστε να επιτευχθεί η πολυπόθητη παρουσία (και) νοτίως της Κρήτης.
Η δύσκολη ισορροπία
Η διαδικασία προσέγγισης είναι πολύτιμη σε αυτό το πλαίσιο. Και εφόσον δεν συμβεί κάτι δραματικό, η Αθήνα δεν έχει κανένα συμφέρον να την «παγώσει» ή να την οδηγήσει σε κατάρρευση. Οχι, πάντως, και να θυσιάσει στο όνομα της προσέγγισης την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της (συνεχής και σύνθετη διαδικασία απέναντι σε ένα αναθεωρητικό γείτονα), ούτε να δέχεται αδιαμαρτύρητα και να αφήνει αναπάντητες τις παρεκκλίσεις της Αγκυρας από τη Διακήρυξη των Αθηνών. Σε κάθε περίπτωση, το προηγούμενο του 2020, όταν η Τουρκία επέλεξε να ανεβάσει την ένταση, βρήκε την ελληνική στάση δικαιωμένη εν τοις πράγμασι. Ισχυρές δυνάμεις στάθηκαν δίπλα μας και όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και «στο πεδίο». Απλώς, απαιτείται προσοχή προκειμένου να μη δώσουμε ένα οιονεί συγχωροχάρτι στην Τουρκία, το οποίο θα χρησιμοποιήσει για να αναβαπτιστεί έναντι της Δύσης.
Ωστόσο, οι εκκρεμότητες όσο δεν επιλύονται διαιωνίζονται και επαυξάνονται. Και μπορεί τώρα να διάγουμε μια περίοδο με «ήρεμα νερά» έστω και με αποκλίσεις, εντούτοις τα ίδια προβλήματα θα εμφανίζονται στο μέλλον και μάλιστα πιο εντατικά. Πιθανή ενεργοποίηση της συμφωνίας Αγκυρας – Τρίπολης θα σημάνει σύγκρουση, διότι στην ίδια περιοχή η Ελλάδα απολαύει των δικαιωμάτων της ένεκα της οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο. Τα έχει κατοχυρώσει μεν, αλλά η διένεξη υφίσταται και γι’ αυτό απαιτείται και με το Δίκαιο της Θάλασσας να διευθετηθεί, αν όχι με συμφωνία μεταξύ όλων, τότε ως τελευταία κίνηση με προσφυγή ενώπιον της διεθνούς Δικαιοσύνης. Εξαιρετικά αμφίβολο, αλλά στην παρούσα συγκυρία δεν αρκεί το μορατόριουμ. Απαιτείται να καταστρωθεί μια συνολική στρατηγική και να υπάρχει πολιτική βούληση. Είναι αναγκαίο βήμα για να αποδεσμεύσει η χώρα διπλωματικές δυνάμεις που έχουν προσδεθεί στο ελληνοτουρκικό πεδίο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, για να ασκήσει μια πιο ενεργητική εξωτερική πολιτική, με πρωτοβουλίες και μεσολάβηση στην αρένα της διεθνούς πολιτικής. Πρέπει, πάντως, να προηγηθεί η σωστή ανάγνωση του Δικαίου της Θάλασσας για να προκύψει η κατά το δυνατόν σαφέστερη εικόνα περί του αποτελέσματος, κάτι το οποίο είναι προβλεπτό με βάση τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων. Αυτή είναι η πυξίδα στη στρατηγική της νομικής λύσης. Θα προκύψει κάτι οριστικό με βάση το διεθνές δίκαιο, στο οποίο η χώρα ομνύει. Και, βέβαια, στο τέλος της ημέρας καλό θα είναι μέσω αυτής της τακτικής να έχουν τεθεί προς επίλυση όλα τα μείζονα ζητήματα που έχουν επίκεντρο τη θάλασσα. Πράγματι, οι συναντήσεις των δύο ηγετών έχουν θετικό πρόσημο, αλλά πρέπει να εκκινήσει ο διάλογος για τα θέματα αυτά. Ετσι και αλλιώς, η Αγκυρα αναζητεί αφορμές για να επαναφέρει τις παραβιάσεις και κατά το δοκούν την ένταση.
Το παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής
Σε ένα γενικότερο επίπεδο, όμως, είναι καιρός η ελληνική εξωτερική πολιτική να σταματήσει να ετεροκαθορίζεται, τουλάχιστον στον βαθμό που διαχρονικά αυτό γίνεται. Και αυτό θα συμβεί αν καταλάβουμε ότι δεν είμαστε το κέντρο του κόσμου και τα συμφέροντά μας δεν θα συναντώνται πάντοτε με αυτά τρίτων στην περιοχή. Η επίσκεψη Σίσι στην Αγκυρα αντιμετωπίστηκε σχεδόν με πανικό σε κάποιους κύκλους και ως αποτυχία της Αθήνας. Μια τέτοια μικρονοϊκή αντίδραση είναι αποτέλεσμα ανικανότητας να αντιληφθούμε ότι η Τουρκία (και άλλες χώρες) έχουν συμφέροντα έξω και πέρα από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η προσέγγιση με την Αίγυπτο και κάποια στιγμή στο μέλλον με το Ισραήλ είναι δεδομένες. Η παρουσία της Τουρκίας στο Αφρικανικό Κέρας, αλλά και το μέγεθός της, της προσδίδουν τέτοια γεωπολιτική σημασία που καμία χώρα δεν μπορεί να την αγνοήσει. Είναι λάθος να θεωρούμε ότι όλα είναι σχέσεις «μηδενικού αθροίσματος». Η βελτίωση των σχέσεων με το Κάιρο δεν οδηγεί σε ελληνική απώλεια, ούτε πρόκειται να έχει ως αποτέλεσμα μια συνολική αλλαγή στην περιοχή. Αλλωστε, αυτός που προσαρμόζεται είναι η Αγκυρα (βλ. Λιβύη) και αυτό οφείλει να μας κάνει να προβληματιστούμε για το πώς εξελίσσεται το παιχνίδι της διεθνούς πολιτικής.
Η Ελλάδα πρέπει να δώσει έμφαση στους συντελεστές ισχύος πέραν της στρατιωτικής, να ενδυναμώσει την ήπια αλλά και την εσωτερική ισχύ της, να τονώσει τη θέση της εντός της δυτικής συμμαχίας, αφουγκραζόμενη παράλληλα τις διεθνείς δυναμικές, να χειραφετηθεί στρατηγικά αλλά και να και να αυξήσει την αξία της, επειδή μπορεί να είναι πολύτιμη σε διάφορα πεδία, επιτυγχάνοντας τη σύμπτωση συμφερόντων και τη στρατηγική σύγκλιση με σημαντικούς δρώντες.
Ο κ. Πέτρος Λιάκουρας είναι καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Ο κ. Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.
Φωτ. Στιγμιότυπο από τη διαδικασία νατοϊκής αξιολόγησης μονάδων των Ενόπλων Δυνάμεων τον περασμένο Ιούνιο, οι οποίες κρίθηκαν «επιχειρησιακά έτοιμες – Combat Ready» για ανάληψη αποστολών ειδικών επιχειρήσεων. «Χρειάζεται ταχύτατα να αναπτυχθούν συγκεκριμένοι τομείς καινοτομίας στην αμυντική τεχνολογία, που να μειώνουν την τεράστια εξάρτηση από τρίτες χώρες. Απαιτείται συνολική και “ριζοσπαστική” αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων», αναφέρουν οι γράφοντες. ΑΠΕ-ΜΠΕ