«He’s tough, but I like him» (Είναι σκληρός, αλλά τον συμπαθώ). Ετσι περιέγραψε τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο Ντόναλντ Τραμπ τον Οκτώβριο του 2017, όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να του μιλήσει για τις παραβιάσεις των τουρκικών μαχητικών. Ηταν μια επίσκεψη που έως εκείνη τη στιγμή είχε κριθεί επιτυχής, μάλιστα με την υπογραφή της πρώτης πραγματικά σημαντικής εξοπλιστικής συμφωνίας της μνημονιακής εποχής: την αναβάθμιση 85 αεροσκαφών F-16 στην εκδοχή Viper. Του ραντεβού Τραμπ – Τσίπρα στον Λευκό Οίκο είχε προηγηθεί μια εντατική κινητικότητα από τον τότε υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά, ο οποίος είχε επαφές με το επιτελείο του κ. Τραμπ ήδη από τις πρώτες ημέρες του 2016, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ αναλάμβανε τα καθήκοντά του. Μάλιστα, οι επαφές τότε είχαν γίνει στον Trump Tower στη Νέα Υόρκη, όπου έδρευε το επιτελείο.
Επί της πρώτης τετραετίας Τραμπ, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άρχισαν να επιδεινώνονται ραγδαία μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016. Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η βοήθεια που προσέφερε τότε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον Ερντογάν ήταν ουσιαστικά η κίνηση που σταδιακά οδήγησε στη συνεργασία και την κατανόηση μεταξύ τους.
Ωστόσο, το πραξικόπημα μεγέθυνε την –υφιστάμενη– καχυποψία του κ. Ερντογάν έναντι των Αμερικανών γενικότερα. Πέρα, πάντως, από την αμοιβαία συμπάθεια ανάμεσα στους κ. Τραμπ και Ερντογάν –η οποία επιβεβαιώθηκε και αυτές τις ημέρες, καθώς οι δύο άνδρες συνομίλησαν τηλεφωνικά ούτε 48 ώρες μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ προκαλώντας ένα σχετικό άγχος στην Αθήνα– οι επιλογές στρατηγικής απόκλισης της Αγκυρας από τις ΗΠΑ τιμωρήθηκαν για την αγορά ρωσικών πυραύλων S-400. Ο Τραμπ υπέγραψε την επιστολή αποπομπής της Τουρκίας από το πρόγραμμα των F-35, παρότι ήταν από τις χώρες που μετείχαν σε αυτό από την πρώτη ημέρα ανάπτυξής του (Joint Strike Fighter). Υπενθυμίζεται ότι η Τουρκία επρόκειτο να παραλάβει 100 F-35, ενώ ήδη την εποχή της αποπομπής της, Τούρκοι χειριστές εκπαιδεύονταν στα πρώτα έξι.
Ο ρόλος του Πάιατ
Την ίδια περίοδο, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις εξελίσσονταν αυτοτελώς. Σημαντική ήταν η θητεία ενός διπλωμάτη με τεράστια εμπειρία στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, του Τζέφρεϊ Πάιατ, που δημιουργούσε ένα δίαυλο μεταξύ Αθήνας και της αμερικανικής διοίκησης ο οποίος θα αποδεικνυόταν πολύτιμος σε αρκετές φάσεις. Μάλιστα, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ οι δύο πλευρές έφτασαν αρκετές φορές κοντά στην υπογραφή πολυετούς Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), η οποία δεν προχωρούσε, καθώς ο κ. Τσίπρας φαίνεται ότι φοβόταν την αριστερή πτέρυγα του τότε κυβερνώντος κόμματος.
Η αλλαγή κυβέρνησης στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2019 δεν άλλαξε σημαντικά τα πράγματα. Επί κυβερνήσεως Τραμπ εξελίχθηκαν και οι δύο σημαντικές ελληνοτουρκικές κρίσεις στον Εβρο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε, ενώ η κρίση του «Ορούτς Ρέις» ξεκινούσε, η Αθήνα προχώρησε σε τμηματική οριοθέτηση ΑΟΖ με το Κάιρο, με τις ευλογίες της Ουάσιγκτον, η οποία είχε ειδοποιηθεί, σε αντίθεση τότε με το Βερολίνο. Επιπλέον, τον Σεπτέμβριο του 2020, ενώ η κρίση του «Ορούτς Ρέις» είχε ξεθυμάνει μεν, συνεχιζόταν δε, ταξίδεψε έως τη Σούδα ο τότε υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, που έγινε δεκτός από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη στο πατρικό του σπίτι.
Η επιστροφή του κ. Τραμπ στον Λευκό Οίκο βρίσκει τα ελληνοτουρκικά σε ύφεση, τον κ. Μητσοτάκη πολιτικά κυρίαρχο και, ενδιάμεσα, τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις ακόμη ισχυρότερες. Πώς σκέφτεται η κυβέρνηση να αποκτήσει καλύτερες επαφές με ένα Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που είναι ελάχιστα αναγνωρίσιμο σε σχέση με εκείνο της πρώτης τετραετίας Τραμπ; «Τα πράγματα στην εξωτερική πολιτική είναι πολύ πιο απλά από όσο νομίζουμε. Οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είναι η καλύτερη διπλωματία», ανέφερε στην «Κ» κυβερνητικός αξιωματούχος, σε μια αποστροφή ενδεικτική του τρόπου που σκέφτεται να κινηθεί το Μέγαρο Μαξίμου.
«Οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είναι η καλύτερη διπλωματία», ανέφερε στην «Κ» κυβερνητικός αξιωματούχος, ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο θα κινηθεί το Μαξίμου.
Στην κορυφή βρίσκεται η προσωπική σχέση του κ. Μητσοτάκη με τον Μάικ Πομπέο. Η πρόσφατη –και άκρως συμβολική– συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρώην ΥΠΕΞ των ΗΠΑ σε εστιατόριο των Αθηνών ήρθε σε ένα χρονικό σημείο για να θυμίσει μία σχέση που προϋπήρχε. «Αλλά ο Πομπέο δεν είναι ο μόνος», σημειώνει η ίδια πηγή, καθώς το Μαξίμου θέλει να ενεργοποιήσει όλους τους διαύλους επικοινωνίας που ήδη υπάρχουν στο παρασκήνιο με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Η ελληνοαμερικανική κοινότητα πάντα έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στις σχέσεις των δύο χωρών και η «Ελλάδα έχει την τύχη να έχει πάντα στη Βουλή των Αντιπροσώπων ελληνικής καταγωγής βουλευτές». Οι τελευταίες εκλογές επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Τρεις ελληνικής καταγωγής υποψήφιοι εξελέγησαν με τους Ρεπουμπλικανούς. Πρόκειται για τον Γκας Μπιλιράκη, τον Μάικ Χαριδόπουλο και τη Νικόλ Μαλλιωτάκη. Το δίδυμο Μπιλιράκη – Μαλλιωτάκη έχει ουκ ολίγες φορές αναδείξει θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Ο κ. Μπιλιράκης, που είναι μέλος της Βουλής από το 2007, έχει αναδείξει την τουρκική επιθετικότητα αρκετές φορές.
Το λόμπι
Το ελληνοαμερικανικό λόμπι, που έχει ενεργό ρόλο σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, τα τελευταία χρόνια δουλεύει πιο επαγγελματικά, αποτελώντας μία σταθερή γέφυρα για την ελληνική κυβέρνηση και τις ΗΠΑ. Απόδειξη του τρόπου με τον οποίο κινείται είναι πως στις εκλογές δεν επιχείρησε να επηρεάσει κανέναν, στηρίζοντας τους ελληνικής καταγωγής υποψηφίους ανεξαρτήτως κόμματος. Ο Εντι Ζεμενίδης αποτελεί σημείο αναφοράς για το ελληνικό λόμπι και έχει στενές σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση.
Από την κυβέρνηση υπενθυμίζουν πως όλα τα νομοθετήματα ελληνικού ενδιαφέροντος που πέρασαν τα τελευταία χρόνια από το Κογκρέσο ψηφίστηκαν διακομματικά τόσο από Δημοκρατικούς όσο και από Ρεπουμπλικανούς. Ο Μάρκο Ρούμπιο, άλλοτε σφοδρός πολέμιος του Τραμπ, αλλά πλέον στενός σύμμαχός του που είναι στη λίστα για να αναλάβει κάποιο σημαντικό υπουργείο, ο Μάικ Τζόνσον, πρόεδρος της Βουλής των Aντιπροσώπων τον οποίο ο πρωθυπουργός είχε συναντήσει τον περασμένο Ιούλιο στην Ουάσιγκτον, και ο Τζιμ Ρις, μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων, με σκληρές θέσεις κατά της Τουρκίας, αποτελούν τρία ακόμη πρόσωπα με τα οποία η ελληνική πλευρά έχει σχέσεις. Τέλος, στη λίστα επαφών της ελληνικής κυβέρνησης είναι άλλοι δύο συνομιλητές του Τραμπ, ο διευθύνων σύμβουλος της JP Morgan Tζέιμι Ντίμον και ο Χάουαρντ Λόρμπερ, που το 2020 πολιτογραφήθηκε Ελληνας και συγκαταλέγεται στη λίστα με τους 50 πιο πλούσιους Ελληνοαμερικανούς επιχειρηματίες.
Η αθόρυβη διπλωματία
Πέρα από αυτές τις κινήσεις, ωστόσο, υπάρχει και η αθόρυβη διπλωματία. Στις 22 Νοεμβρίου θα μεταβεί στις ΗΠΑ η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Η επίσκεψη ήταν προγραμματισμένη από καιρό –έχοντας, βεβαίως, υπ’ όψιν ότι μεσολαβούσαν και οι αμερικανικές εκλογές–με αντικείμενο τις πολιτικές διαβουλεύσεις της με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενόψει της διετίας 2025-26, περιόδου κατά την οποία η Ελλάδα θα αποτελέσει μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η κ. Παπαδοπούλου, πέρα από τη θητεία της ως πρέσβειρας της χώρας στις ΗΠΑ (2019-23), γνωρίζει την αμερικανική πραγματικότητα από τα πρώτα βήματά της στο διπλωματικό σώμα. Εχει, μεταξύ άλλων, τακτική επαφή με τον Τζιμ Ρις, ο οποίος αποτελεί τον επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας. Οι συνολικότερα καλές επαφές της κυβέρνησης με το Κογκρέσο είχαν γίνει ορατές και πριν από λίγες εβδομάδες, όταν Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές και βουλευτές φιλοξενήθηκαν στο σπίτι του κ. Μητσοτάκη στα Χανιά, ενώ ξεναγήθηκαν και σε αρκετά υπουργεία στην Αθήνα.
Βέβαια, αν και όλες αυτές οι σχέσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμες, κανένας δεν μπορεί στην πραγματικότητα να προβλέψει ποια θα είναι τα στελέχη που θα αξιοποιήσει ο Τραμπ στην κυβέρνησή του. Προφανώς, αν ο Πομπέο τοποθετηθεί στο Πεντάγωνο ως υπουργός Αμυνας, όπως ακούγεται εδώ και καιρό, για την Αθήνα αρκετά πράγματα θα απλοποιηθούν, τουλάχιστον ως προς τις επαφές, καθώς το πιο χειροπιαστό σκέλος των ελληνοαμερικανικών σχέσεων αφορά την άμυνα και την ασφάλεια. Υπάρχουν αρκετά καλοί δίαυλοι σε διάφορα επίπεδα με τον Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, που υπηρέτησε ως ο τελευταίος σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της πρώτης προεδρίας Τραμπ (2019-21) και απήλαυε της απολύτου εμπιστοσύνης του, σε αντίθεση με τους προκατόχους του στη θέση (όπως ο Τζον Μπόλτον). Αξίζει να σημειωθεί ότι το όνομα του Ο’ Μπράιεν έχει αναπαραχθεί στα αμερικανικά ΜΜΕ ως ένα εξ όσων ακούγεται για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ (μαζί με εκείνο του Μάρκο Ρούμπιο). Ενώ, αντιθέτως, για τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας συζητείται, μεταξύ άλλων, εκείνο του Ρίτσαρντ Γκρενέλ, στενού συνεργάτη του Τραμπ και πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στη Γερμανία. Ενα πρόσωπο με το οποίο η Αθήνα διατηρεί επαφή σε διπλωματικό επίπεδο είναι και ο Ελμπριτζ Κόλμπι, που είχε διατελέσει υφυπουργός Αμυνας και στην πρώτη κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
____________________________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο επιδεικνύει καπέλο με το σλόγκαν «Κάνε την Αμερική Ξανά Μεγάλη», στο πλαίσιο της δεξίωσης για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, τον Μάρτιο του 2019. [Sarah Silbiger/The New York Times]