Στον πρώτο Αττίλα, η αποτυχία της ελληνικής πλευράς ήταν απόλυτη: η Τουρκία εγκατέστησε προγεφύρωμα, απέκρουσε τις αντεπιθέσεις εκείνης της νύχτας και κατόπιν μπορούσε απρόσκοπτα να το ανεφοδιάζει, ενώ κυριαρχούσε και στον αέρα. Κατόπιν, παραβιάζοντας την εκεχειρία, η Τουρκία επεξέτεινε τη ζώνη ελέγχου της, οδήγησε τη Διάσκεψη της Γενεύης σε αδιέξοδο, εξαπέλυσε τη δεύτερη εισβολή, τον Αττίλα ΙΙ, και κατέλαβε περίπου το 38% της έκτασης του νησιού μέσα σε τρεις μόλις ημέρες (14-16 Αυγούστου). Ηταν μια τεράστια καταστροφή.
Εκτοτε, συχνά διατυπώθηκε ο ισχυρισμός, κυρίως από την Ακρα Δεξιά, ότι τον Αύγουστο του 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή επέλεξε να μην πολεμήσει ενώ, υποτίθεται, μπορούσε. Αυτή η κατηγορία για «προδοσία» των δημοκρατικών και του Καραμανλή προσωπικά επιχειρεί να εξισορροπήσει το γεγονός ότι η ήττα επήλθε στον πρώτο Αττίλα από άφρονες στρατηγικές επιλογές της χούντας. Αγαπημένα επιχειρήματα των ακροδεξιών είναι ότι η Ελλάδα μπορούσε να στείλει στρατεύματα, ότι διέθετε ορισμένα υπερσύγχρονα αεροπλάνα F4 Phantom που μπορούσε να χρησιμοποιήσει στην Κύπρο και ότι ο Καραμανλής απέφυγε τη σύγκρουση με τη φράση «η Κύπρος είναι μακράν» (την οποία, σημειωτέον, δεν φαίνεται ποτέ να είπε ο ίδιος). Αλλά δεν είναι μόνον (ή πάντοτε μόνη της) η Ακρα Δεξιά. Η φημολογία περί του μυθώδους «φακέλου της Κύπρου» που μυστηριωδώς κρατείται «κλειστός» αποτέλεσε οργανικό τμήμα των θεωριών συνωμοσίας της μεταδικτατορικής εποχής. Συχνά χρησιμοποιήθηκε, με τρόπο ασύστολα λαϊκιστικό, και από τα αριστερά του Καραμανλή. Η υπόθεση εργαλειοποιήθηκε πολιτικά και ανασύρθηκε μετά την αποχώρηση του Καραμανλή από την Προεδρία της Δημοκρατίας το 1985, ακριβώς για να πληγεί ο ίδιος. Τότε συγκροτήθηκε όχι ένας «φάκελος» με έγγραφα, αλλά μια σειρά μαρτυριών (μεταγενέστερων, που δεν είναι καθόλου το ίδιο), οι οποίες όμως και πάλι δεν έδειξαν κάποια αβελτηρία της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας για τις 14-16 Αυγούστου.
Απόλυτη αδυναμία εμπλοκής σε πόλεμο
Υπήρχε, λοιπόν, η δυνατότητα στρατιωτικής εμπλοκής της χώρας τον Αύγουστο του 1974; Τα διαθέσιμα έγγραφα –δημοσιευμένα από το 1997– των συσκέψεων της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας με τη στρατιωτική ηγεσία δείχνουν ότι δεν υπήρχε. Στις 12-13 Αυγούστου (πριν από την έναρξη του «Αττίλα ΙΙ»), οι ηγέτες των Ενόπλων Δυνάμεων ενημέρωσαν την κυβέρνηση ότι η τουρκική πλευρά διέθετε υπεροχή στις δυνάμεις ξηράς, περίπου 3:1, καθώς και στον αέρα. Παρά την ποιοτική (αλλά όχι και ποσοτική) υπεροχή του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, ανέκυπτε και το πρόβλημα ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν ανοχύρωτα και επομένως εύκολη λεία μιας τουρκικής ενέργειας. Με απλά λόγια, οι συσχετισμοί των στρατιωτικών δυνάμεων δεν επέτρεπαν στην Ελλάδα, μόνη της, μια στρατιωτική επιλογή.
Ο «Αττίλας ΙΙ» σε πλήρη εξέλιξη…
Δεν ήταν, όμως, μόνον οι αριθμοί των αρμάτων, των αεροσκαφών και των στρατιωτών. Μετά την επταετή χούντα και το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στις 15 Ιουλίου, δεν υπήρχε ενότητα στο εσωτερικό μέτωπο είτε στην Ελλάδα είτε στην Κύπρο – παράγοντας αναγκαίος για τη διεξαγωγή σύγχρονου πολέμου (όπως θα έπρεπε να είχαμε μάθει το 1940). Αλλά, πολύ περισσότερο, ανέκυπτε το μέγιστο πρόβλημα της αποτυχίας της επιστράτευσης που είχε κηρύξει η χούντα. Αποτυχημένη επιστράτευση σήμαινε ότι δεν υπήρχε σημαντικός όγκος αξιόμαχων δυνάμεων και δυνατότητα για αποτελεσματική αξιοποίησή τους στο πεδίο της μάχης. Εκείνες τις ημέρες, επομένως, υπήρχε πράγματι καλή αεροπορία (αλλά η ακτίνα δράσης της δεν έφτανε στην Κύπρο)· καλό Πολεμικό Ναυτικό· και ορισμένες αξιόμαχες επίλεκτες μονάδες και σχηματισμοί όπως οι μοίρες καταδρομών και τα τεθωρακισμένα – αλλά τα μισά από τα τελευταία ήταν στην Αθήνα για να την κρατούν υποταγμένη, όχι στο μέτωπο… Στρατός, όμως, με την έννοια της ολοκληρωμένης ένοπλης δύναμης, ικανής να διεξάγει πόλεμο, δεν υπήρχε. Οπως τόνισε μεταγενέστερα ο Π. Κανελλόπουλος, η επιστράτευση ήταν «η μεγαλύτερη αποτυχία που έχει ποτέ συμβεί στη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδος» και οδήγησε σε κατάρρευση το ίδιο το χουντικό καθεστώς.
Στρατός εκτός ελέγχου
Τέλος, η ίδια η κυβέρνηση δεν έλεγχε τον στρατό. Είναι ενδεικτικό ότι στις 11 Αυγούστου, ο Καραμανλής, έπειτα από πληροφορίες των υπουργών Εθνικής Αμύνης, Ευ. Αβέρωφ και Δημοσίας Τάξεως, Σ. Γκίκα, για πιθανό στρατιωτικό κίνημα, κάλεσε τους αρχηγούς του Στρατού Ξηράς και σε μια δραματική συνάντηση τους ανάγκασε να αποσύρουν από το Λεκανοπέδιο Αττικής τις δυνάμεις τους, που κρατούσαν όμηρο την κυβέρνηση. Ηταν μόλις τρεις ημέρες πριν από την έναρξη του «Αττίλα ΙΙ»… Χωρίς στρατό, χωρίς αεροπορική κάλυψη στην Κύπρο, με τους Τούρκους να έχουν εδραιώσει το προγεφύρωμά τους εκεί, με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ανοχύρωτα, χωρίς συμπαγές εσωτερικό μέτωπο, με πολλούς αξιωματικούς να συνωμοτούν για να ανατρέψουν την κυβέρνηση, και με τον ίδιο τον πρωθυπουργό να αντιμετωπίζει τις απόπειρες δολοφονίας του, ακριβώς εκείνες τις ημέρες… Καμία χώρα δεν κάνει πόλεμο έτσι.
Ενδεχόμενη αποστολή ενισχύσεων στο νησί
Υπήρχε, όμως, η επιλογή της ενίσχυσης των δυνάμεων στην Κύπρο; Από το πρωί της 14ης Αυγούστου, σε συσκέψεις στο Πεντάγωνο, εξετάστηκαν οι δυνατότητες αποστολής υποβρυχίων και αεροσκαφών, καθώς και μιας μεραρχίας. Ωστόσο, η στρατιωτική ηγεσία επισήμανε στην κυβέρνηση ότι τα αεροσκάφη δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εξέλιξη των επιχειρήσεων και δεν θα είχαν καύσιμα για να επιστρέψουν.
Ο «Νηρεύς», ένα από τα δύο σύγχρονα υποβρύχια του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού.
Επομένως, χρήση τους στην Κύπρο θα συνεπαγόταν και την απώλειά τους, άρα εδραίωση της αεροπορικής υπεροχής της Τουρκίας και στο Αιγαίο.
Η προετοιμασία μιας μεραρχίας θα απαιτούσε 6 ή 7 ημέρες και πάντως δεν θα μπορούσε να φθάσει στη νήσο, αφού κατά τη μετάβασή της θα ήταν εκτεθειμένη στις επιθέσεις της τουρκικής αεροπορίας.
Ο Καραμανλής εξέτασε το ενδεχόμενο να επιβιβαστούν στα πλοία της νηοπομπής ο ίδιος και ο Αβέρωφ, ελπίζοντας ότι η παρουσία τους θα απέτρεπε τουρκική επίθεση· ζητήθηκε επίσης βρετανική συνδρομή για να φτάσουν στην Κύπρο οι ελληνικές δυνάμεις. Αλλά σε λίγο είχε γίνει σαφές ότι η τουρκική επιχείρηση ολοκληρωνόταν με ταχείς ρυθμούς και η δράση έστω και μιας ελληνικής μεραρχίας δεν θα αναχαίτιζε την τουρκική προέλαση – αντίθετα, η πιθανότατη καταστροφή της απλώς θα μεγιστοποιούσε την τουρκική υπεροχή και στο Αιγαίο.
Ιδιαίτερα ενδεικτική των τεράστιων ελλειμμάτων στρατηγικής (αλλά και κοινής λογικής) είναι η συζήτηση –ακόμη γίνεται– για τη δυνατότητα χρήσης των 20 περίπου αεροσκαφών Phantom, που είχαν πράγματι μεγαλύτερες δυνατότητες από τα F84 και F86 που διέθετε η χώρα το 1964 ή από τα F104 που παρέλαβε εκείνο το έτος.
Η ακτίνα δράσεως
Το ερώτημα στην περίπτωσή μας δεν είναι το εάν τα Phantom ήταν καλά αεροπλάνα. Το ερώτημα είναι το εάν είχαν επαρκή ακτίνα δράσεως για να επιχειρήσουν στην Κύπρο.
Ασφαλώς, η ακτίνα δράσεως δεν είναι εύκολα υπολογίσιμη: εξαρτάται από τον οπλισμό που φέρει το αεροσκάφος (που και αυτός εξαρτάται από το είδος της αποστολής που εκτελεί), από το ύψος πτήσεως, από την πιθανότητα εμπλοκής με την εχθρική αεροπορία κ.λπ. Με άλλα λόγια, η ακτίνα δράσεως δεν είναι ένας σταθερός «αριθμός», αλλά ένα τόξο πιθανών τιμών. Ωστόσο, τα F4 δεν είχαν μεγαλύτερη ακτίνα δράσης σε σύγκριση με τα παλαιότερα εκείνα αεροσκάφη. Δεν μπορούσαν να εκτελέσουν επιχειρήσεις αεροπορικής υποστήριξης στην Κύπρο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για λόγους ηθικού, ήταν σημαντικό για τους μαχητές στην Κύπρο να δουν «ένα ελληνικό αεροπλάνο».
Αιχμάλωτοι των τουρκικών δυνάμεων εισβολής με καλυμμένα τα μάτια.
Ωστόσο, το ελληνικό αεροπλάνο που θα φαινόταν στον κυπριακό ουρανό εκείνες τις ημέρες, θα έφευγε κατόπιν για τη Συρία για να παραδοθεί εκεί, και δεν θα επέστρεφε για να μετρήσει στον συσχετισμό δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας. Αυτό η Ελλάδα το ήξερε από την εποχή της κρίσης του 1964.
Μια συζήτηση εκτός πραγματικών δεδομένων
Η μάχη του Ιουλίου 1974 δεν ήταν εκ των προτέρων χαμένη. Αλλά στις 20 Ιουλίου η τουρκική εισβολή βρήκε την Αθήνα απομονωμένη και ανίκανη, και μια εμφύλια σύγκρουση στην ίδια την Κύπρο, με τις στρατιωτικές της δυνάμεις αδύναμες να αποκρούσουν την εισβολή· και τα πολυβολεία στο Πέντε Μίλι ανεπάνδρωτα. Ελλαδίτες και Ελληνες Κύπριοι πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα, αλλά τούτο δεν αρκούσε για να μεταβάλει τα δυσμενή στρατηγικά δεδομένα. Η εδραίωση του τουρκικού προγεφυρώματος στις 20-21 Ιουλίου προδίκασε το αποτέλεσμα. Τον Αύγουστο, στον δεύτερο «Αττίλα» των τριών ημερών, δεν υπήρχε στρατιωτική επιλογή.
Είναι, όμως, πολύ ανησυχητικό το πόσο εύκολα αναβιώνει, ακόμη και σήμερα, η «συζήτηση» περί κάποιας «προδοσίας» του Καραμανλή και της δημοκρατικής κυβέρνησης. Βέβαια, ο Ιωαννίδης δεν πίστευε ότι η Κύπρος είναι «μακράν» και γι’ αυτό έκανε ό,τι έκανε… Αλλά είναι αδιανόητο να συζητούμε την εισβολή στην Κύπρο (και ιδιαίτερα τη δεύτερη εισβολή του Αυγούστου) λες και μπορούσαμε να την αποτρέψουμε με δύο υποβρύχια και είκοσι Phantom, σαν να παίζουμε ηλεκτρονικό παιχνίδι στο play station. Το γεγονός ότι η συζήτηση αυτή γίνεται ακόμη, απλώς αποδεικνύει ότι αποδεχόμαστε τη «λογική» του Ιωαννίδη και τον τυχοδιωκτισμό του: αρνούμαστε να δούμε την πραγματική τρέλα του 1974, και απλώς στεναχωριόμαστε γιατί δεν πέτυχε…
* Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.