Χριστούγεννα στην πόλη, Πάσχα στο χωριό, έλεγε η παλιά συνταγή. Και πράγματι, ο εορτασμός του Πάσχα αποτελούσε πάντα μια σταθερή ευκαιρία για μαζική έξοδο των κατοίκων των αστικών κέντρων στα χωριά, για την υποδοχή της άνοιξης, την επαφή με τη φύση και κυρίως τη ζωντανή επικοινωνία με τους παππούδες, τις γιαγιάδες και τις οικογένειες που ζουν στην επαρχία. Χωριά και οικισμοί σε όλη την Ελλάδα γέμιζαν κόσμο, «ανασταίνονταν» κάθε Πάσχα, τα χαμόγελα, οι ευχές ξεχείλιζαν. Κάθε χρόνο· εκτός από φέτος.
Είναι πολλές οι δεκαετίες που πρέπει να γυρίσουμε πίσω, ίσως πρέπει να φθάσουμε στην εμπόλεμη, πολυαίμακτη δεκαετία του ’40 για να βρούμε Πάσχα χωρίς έξοδο. Η πανδημία του κορωνοϊού έκλεισε τους δρόμους και υποχρεώνει πολλές οικογένειες να κάνουν Πάσχα χωριστά, αλλά με τη σκέψη στα αγαπημένα τους πρόσωπα.
«Ερημα είναι τα χωριά εδώ πάνω, δεν κυκλοφορεί ψυχή. Καπνίζουν μερικά τζάκια, είχε κι άσχημο καιρό τις προηγούμενες μέρες, αλλά ο κόσμος κάθεται μέσα. Ετσι κι αλλιώς λίγοι είμαστε», λέει στην «Κ» ο Σωτήρης, από ημιορεινό χωριό της Φθιώτιδας. «Αλλιώς το είχαμε φανταστεί το Πάσχα», συμπληρώνει. Για τους κατοίκους τέτοιων μικρών χωριών, το Πάσχα ήταν πάντα μια ανάσα ζωής.
«Καταθλιπτικό είναι το κλίμα στο χωριό, δεν υπάρχει όρεξη, ενώ παλιά τέτοια εποχή ήταν γεμάτο χαρά και προετοιμασία. Οι άνδρες ανέβαιναν στο βουνό για να κόψουν πουρνάρια για το ψήσιμο των αρνιών, ενώ στο μαγαζί είχαν αρχίσει οι παραγγελίες», λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Δάρας, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. «Ειδικά οι παππούδες έχουν πάθει μεγάλη ζημιά. Είναι απογοητευμένοι. Ερχονταν πέρυσι, ψώνιζαν, έλεγαν πως θα έρθουν τα εγγόνια τους, πως θα τα βάλουν να γυρίσουν τη σούβλα. Κάθε χρόνο έχουμε μεγάλο γλέντι, στη γειτονιά μας ψήνουμε όλοι μαζί, πάνω από δέκα αρνιά σε ένα λάκκο, τώρα παρακαλάμε να βρέχει». Οσο κι αν είναι θλιβερή η εικόνα, ο καθένας σκέφτεται πως είναι κυρίως οι μεγάλοι άνθρωποι που πρέπει να προφυλαχθούν.
Περίπου 2.000 κατοίκους έχει τον χειμώνα η Αμφίκλεια, άλλοι τόσοι έρχονταν το Πάσχα, οι περισσότεροι με καταγωγή από το κεφαλοχώρι, αλλά και αρκετοί επισκέπτες που θέλουν να ζήσουν το περίφημο ρουμελιώτικο Πάσχα.
Πέρα από τις κοινωνικές επιπτώσεις, και οι οικονομικές δεν είναι καθόλου αμελητέες. «Τρεις φορές κάτω θα είναι οι πωλήσεις αρνιού φέτος στο χωριό, καθώς και οι ντόπιοι θα ψωνίσουν πολύ λιγότερο, αφού δεν υπάρχει κλίμα γιορτής. Ολα τα μαγαζιά δούλευαν πολύ εκείνες τις μέρες, φέτος θα είναι νέκρα. Μεγάλη ζημιά θα πάθουν και οι κτηνοτρόφοι, που έχουν ξοδέψει για να μεγαλώσουν τα αρνάκια και τώρα θα τους μείνουν…» συμπληρώνει ο κ. Δάρας.
«Το βράδυ είναι δύσκολο»
«Είμαστε δύσκολα, κλεισμένοι μέσα στο σπίτι. Η μέρα κάπως περνάει, κάνουμε και κάποιες δουλειές, στο σπίτι, στον κήπο, πάμε και λίγο στα ζωντανά, το βράδυ όμως είναι πολύ δύσκολο. Δεν έχεις έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Ευτυχώς που υπάρχει και το τηλέφωνο και τα λέμε με τα παιδιά και τα εγγόνια που είναι στην Αθήνα», λέει στην «Κ» ο κ. Κώστας Ζουρτσάνος, από την Κυπαρισσία όπου βρίσκεται τώρα. Αλλιώς το προετοίμαζε το Πάσχα ο κύριος Κώστας. «Πάντα κάναμε ωραία γιορτή, μαζευόταν όλη η οικογένεια και ψήναμε όλοι μαζί, βάζαμε και τραγούδια, μια χαρά». Δεν χάνει, όμως, το κουράγιο του: «Εχουμε περάσει και πιο δύσκολα, θα το πολεμήσουμε κι αυτό, πιο πολύ με ανησυχεί τι θα γίνει μετά…» τονίζει.
Πρωτόγνωρη θα είναι η κατάσταση και στην Αθήνα, αφού για πρώτη φορά όλοι οι κάτοικοί της θα μείνουν στην πρωτεύουσα. Και όχι μόνο δεν επιτρέπεται να ταξιδέψουν στην επαρχία, αλλά δεν θα μπορούν ούτε να ψήσουν στις πιλοτές ή στις αυλές, για να αποφευχθεί η συνάθροιση αρκετών ατόμων. Μάλιστα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος συνέστησε το αρνί να μαγειρευτεί φέτος στον φούρνο.
Μέρες σαν όλες τις άλλες της καραντίνας θα είναι για τους περισσότερους κατοίκους της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και η Κυριακή του Πάσχα. Πάντως, ήδη υπάρχουν σκέψεις για «αντάρτικο σούβλας» και «ψησταριές με παραλλαγή», καθώς φαίνεται πως κάποιοι θα εξαντλήσουν την εφευρετικότητά τους για το πώς θα σουβλίσουν και θα ψήσουν τον οβελία, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη της αστυνομίας, που θα πρέπει να (μην) οσμιστεί την τσίκνα, γιατί πιθανόν οπτική επαφή δεν θα υπάρχει. Πίσω αυλές και βεράντες, ταράτσες και άλλα μη ορατά σημεία αναζητούνται από όσους επιμένουν να θέλουν να γυρίσουν τη σούβλα.
Ισως όμως το πιο σημαντικό είναι να σκεφτούμε όλοι πως η ζωή θα ξαναγυρίσει με όλες τις χαρές της και πως το πιο βασικό τώρα είναι να προφυλάξουμε όσους αγαπάμε, τους συμπολίτες μας και ειδικά τους ανθρώπους με αυξημένο κίνδυνο από τη μετάδοση του κορωνοϊού.
«Κάνουμε έκκληση, μην έρθετε στα νησιά»
Ερημα είναι και τα νησιά, που τέτοιες μέρες ζωντάνευαν από τους επισκέπτες της εορτής του Πάσχα. Σαν να έχει πάρει παράταση ο χειμώνας, τίποτα δεν θυμίζει προηγούμενες χρονιές, ειδικά σε νησιά-πασχαλινούς προορισμούς, όπως η Σίφνος και η Φολέγανδρος. Και όμως, οι δήμαρχοι και των δύο νησιών καλούν τον κόσμο να μην τους επισκεφθεί την επόμενη βδομάδα!
«Κάνουμε έκκληση να μην υπάρξει καθόλου μετακίνηση προς τα νησιά τις επόμενες ημέρες. Ακόμη και μόνιμοι κάτοικοι Σίφνου που ξεχειμωνιάζουν στην Αθήνα, ας έρθουν μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων», λέει στην «Κ» η κυρία Μαρία Ναδάλη, δήμαρχος Σίφνου. Η Σίφνος, όπως η Φολέγανδρος και άλλα νησιά, δεν έχει μέχρι στιγμής κρούσμα κορωνοϊού. «Είναι πολύ σημαντικό για εμάς να συνεχιστεί αυτό. Μεταξύ των 2.500 μονίμων κατοίκων, οι 973 είναι άνω των 70 ετών. Καταλαβαίνετε τον κίνδυνο. Ταυτόχρονα, η ιατρική κάλυψη είναι ελλιπέστατη. Μία αγροτική γιατρός κι ένας επιμελητής β΄, ενώ δεν υπάρχει παιδίατρος (παρότι προβλέπεται), αν και έχουμε εκατοντάδες παιδιά», τονίζει η δήμαρχος Σίφνου.
Μπορεί λοιπόν φέτος με θλίψη να αναπολούν οι Σιφνιώτες την περιφορά των Επιταφίων, τα πανηγύρια μετά την Ανάσταση, τα πασχαλινά έθιμα, όπως τα παραδοσιακά παιχνίδια (τα τσούνια και την κουνίστρια), αλλά το κρίσιμο είναι «να έχουμε την υγειά μας και θα τα πούμε το καλοκαίρι».
Ιδιαίτερο είναι το Πάσχα και στη Φολέγανδρο, όπου οι 600 μόνιμοι κάτοικοι συνήθως τριπλασιάζονται και οι γιορτές κρατούν τρεις ημέρες, με περιφορά της εικόνας σε όλους τους οικισμούς και στα πλεούμενα.
«Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση, αλλά πρέπει να είμαστε όλοι πολύ προσεκτικοί για να την ξεπεράσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Εμείς καλέσαμε τον κόσμο να μην έρθει στο νησί και όποιος κάτοικος τελικά κατέβει να μείνει σε καραντίνα 14 ημερών, κάτι που ευτυχώς τηρείται», λέει στην «Κ» η κ. Ευθαλία Παπαδοπούλου, δήμαρχος Φολεγάνδρου. Κι εδώ έντονο είναι το πρόβλημα της ιατρικής κάλυψης, καθώς υπάρχει μόνον ένας αγροτικός γιατρός, καθώς κι ένας ακόμη μαζί με μία νοσηλεύτρια από τους «Γιατρούς του Κόσμου». «Το νησί εξαρτάται από τον τουρισμό, να είμαστε καλά να τα πούμε το καλοκαίρι», σημειώνει η κυρία Παπαδοπούλου.