«Με άγγιξε ακριβώς εδώ. Να!» είπε ο Κάπτα Νίκος και έσκυψε για να μας δείξει ένα σημείο στη μέση τού γυμνού του κρανίου, όπου εναπόθεσε τα δάχτυλά της η Γκρέτα Γκάρμπο πριν από έξι δεκαετίες. «Τότε βέβαια δεν είχα φαλάκρα αλλά παιδικές μπούκλες. Θα αναρωτηθείς πώς βρέθηκε μια τέτοια σταρ σε ένα νησάκι μια σταλιά σαν το Τρίκερι. Ε, λοιπόν την είχε φέρει και αυτήν όπως και τον Ρότσιλντ, εδώ στην άκρη του κόσμου, ο δαιμόνιος ο Αλφόνς».
Δεν έμεινα ούτε μία βδομάδα για διακοπές στο μικρό νησί του Παγασητικού και ένα όνομα έβγαινε από τα χείλη των ντόπιων κάθε λίγο και λιγάκι. Φήμες και αντικρουόμενες πληροφορίες, έκαναν τα αυτιά μου να βουίζουν σαν να με έχει κυκλώσει έντομο.
«Ο Αλφόνς είχε νοικιάσει δωμάτια στο Μοναστήρι και προσκαλούσε προσωπικότητες», «Ο Αλφόνς μπλέχτηκε στο περίεργο περιστατικό του καρχαρία που κατασπάραξε μια Βιεννέζα συγγραφέα», «Ο Αλφόνς ήταν ναζί και βούταγε στα ναυάγια των Σποράδων για να βγάλει αρχαιότητες», «Ο Αλφόνς αποφάσισε το 1981 να ανεβεί σε μια βουνοκορφή του Πηλίου και να αυτοκτονήσει μέσα στη χιονοθύελλα». Μα ποιος ήταν αυτός ο Αλφόνς που αν και έχει πεθάνει 40 χρόνια, η ηχώ της ζωής του φτάνει με αναλλοίωτη ένταση μέχρι το 2020;
Το Διαδίκτυο μου έδωσε αρχικά κάποιες απαντήσεις, περισσότερα όμως βρήκα σ’ ένα μυθιστόρημα που μου δάνεισαν σε μία από τις δύο ταβέρνες του νησιού. Το υπέγραφε ο Κώστας Ακρίβος με τίτλο –τι άλλο;– «Ποιος θυμάται τον Αλφόνς» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Το ξεκοκάλισα με βουλιμική μανία μέσα σ’ ένα μεσημέρι. Βέβαια το περιεχόμενο του βιβλίου ήταν βασισμένο σε ντοκουμέντα εξαντλητικής έρευνας αλλά και μυθοπλασία, κάτι που μου ενέτεινε τη δίψα. «Υπάρχει και μια εκπομπή της ΕΡΤ» επανήλθαν οι ντόπιοι. Ηταν ένα αφιέρωμα του θρυλικού «Παρασκηνίου» σε σκηνοθεσία του Ηλία Γιαννακάκη που στηρίχθηκε στο βιβλίο του Ακρίβου.
Στη Μονή Ευαγγελιστρίας, στο Τρίκερι, άναβε φαναράκια για φωτισμό, καθώς δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα (Αρχείο Κ. ΑΚΡΙΒΟΥ).
Τελικά βρήκα τον συγγραφέα στο τηλέφωνο: «Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια, όμως η έρευνα γύρω από το πρόσωπο του Αλφόνς συνεχίζεται, είτε το θέλω είτε όχι. Ολο και κάποιος θα βρεθεί να μου πει μια ιστορία γι’ αυτόν. Είναι ένας μύθος που παραμένει ολοζώντανος στο Πήλιο αλλά και μέσα μου. Ηταν προσωπικότητα φωτεινή και σκοτεινή, μια φύση διττή, δαιμονική και αθώα».
Αυτή την περιπλοκότητα και την αμφισημία, ξετυλίγει και ο Γιαννακάκης στο ντοκιμαντέρ του. «Ο Χοχάουζερ ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις που σε αιχμαλωτίζουν, επειδή είναι αδύνατον να καταλάβεις τον χαρακτήρα τους. Στο τέλος τους συμπαθείς όχι γιατί είναι καλοί αλλά γιατί είναι γοητευτικοί», μου υπογράμμισε ο σκηνοθέτης.
Ιδού τι ξέρουμε για τον Αλφόνς Χοχάουζερ: Γεννήθηκε το 1906 στο Γιούντενμπουργκ, πόλη κοντά στο Γκρατς. Υιός εύπορου ξυλέμπορου, ήρθε σε σύγκρουση με τον πατέρα του, βετεράνο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από πολύ νωρίς. Διέκοψε το σχολείο για να εργαστεί σ’ ένα μεταλλείο κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Ηταν η πρώτη ανεπιτυχής απόπειρα να φύγει. Στα 17 του, ξεκίνησε ως άλλος Πάτρικ Λι Φέρμορ, ένα ταξίδι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό. Από την Ιταλία πέρασε δεξιόστροφα σε όλη τη μεσογειακή ακτή μέχρι που έφτασε στην Παλαιστίνη. Εργάστηκε ως καθαριστής δεξαμενών αλλά τσακώθηκε με τους Βρετανούς και ξαναέφυγε. Κάπως έτσι βρέθηκε τον Σεπτέμβριο του 1922 στο κατάστρωμα ενός βαποριού να βλέπει τη Σμύρνη να φλέγεται. Κατέληξε στη Βουλγαρία και από εκεί πέρασε το 1926 με τρεις φίλους του στην Ελλάδα. Είχαν μαζί τους μια φωτογραφική μηχανή και ήλπιζαν να ανοίξουν διαφημιστική εταιρεία στη Θεσσαλονίκη.
Ο Αυστριακός «Κουστό» Χανς Χας, σε πρώτο πλάνο, ετοιμάζεται για κατάδυση, με τον Αλφόνς πίσω του (Αρχείο Κ. ΑΚΡΙΒΟΥ).
Τα σχέδια πήγαν στραβά και ο Χοχάουζερ έφτασε ως περιφερόμενος φτωχοδιάβολος στον Βόλο με τη μηχανή στον ώμο. Είχε εντυπωσιακή εμφάνιση: ψηλός, λιγνός, μυώδης, με έντονα γαλάζια μάτια και πολύ χαρακτηριστικό περπάτημα. Αρχικά έγινε χοιροβοσκός, ύστερα ψαράς και μπήκε στα παραγαδιάρικα όπου έμαθε να πιάνει σκυλόψαρα. Το 1928 ήταν στο πλήρωμα του καϊκιού που εντόπισε και κατάφερε να ανασύρει το περίφημο άγαλμα του Δία του Αρτεμισίου. Το Λιμενικό επενέβη ως από μηχανής θεός και το γλυπτό κατασχέθηκε μόλις έγινε η ανέλκυσή του. Σήμερα αποτελεί κεντρικό έκθεμα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Συμβίωνε με τη φύση σαν θηρίο χάρις στην κράση του που ήταν παροιμιώδης: Ψάρευε, στη συνέχεια πεζοπορούσε για 4-5 ώρες μέχρι τον Βόλο, πουλούσε την ψαριά, επέστρεφε με τα πόδια και ξανάμπαινε στο καΐκι για ψάρεμα. Με το ξέσπασμα του Πολέμου, το 1939 κηρύχθηκε ανεπιθύμητος. Πήρε ένα κιλίμι, μια κανάτα και ένα καλάθι «από την πατρίδα», όπως έλεγε την Ελλάδα, και έφτασε ώς στην αλβανική ακτή όπου παραλίγο να χάσει τη ζωή του από επίθεση τρωκτικών. Στο ταξίδι επιστροφής στην Αυστρία γνώρισε μια κοπέλα με την οποία απέκτησε ένα παιδί. Ομως τόσο εκείνη όσο και το νεογέννητο πέθαναν μετά τη γέννα.
Τον κάλεσαν να καταταγεί στον στρατό και τον έβαλαν να υπηρετήσει στη Βέρμαχτ ως υποδεκανέα και διερμηνέα, χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι ντόπιοι τα έχασαν όταν είδαν μπροστά τους τον πρώην ρακένδυτο χοιροβοσκό και ψαρά να επιστρέφει με ναζιστική στολή το ’41. Από την μια, υπάρχουν τεκμηριωμένες μαρτυρίες ότι αξιοποίησε τη θέση του για να γλιτώσει πολλούς Ελληνες αντιστασιακούς και τα χωριά τους από την καταστροφική μανία του εχθρού. Από την άλλη, μια γυναίκα τον θυμάται τη δεκαετία του ’60 να τραγουδά στο Πήλιο ναζιστικά τραγούδια με Γερμανούς προσκόπους. Οταν τον πλησίασε για να διαμαρτυρηθεί, εκείνος της πέταξε μια κούπα κρασί στα μούτρα.
Η περίφημη «βιβλιοθήκη» του Αλφόνς με τους αρχαίους συγγραφείς, στους οποίους εντρυφούσαν οι καλεσμένοι του (Αρχείο Κ. ΑΚΡΙΒΟΥ).
Ο καρκίνος και ο «λευκός θάνατος» στο βουνό που αγάπησε
Το 1942, η γνώση των ελληνικών ακτών τον έκανε δεξί χέρι του Αυστριακού υδροβιολόγου και πρωτοπόρου κινηματογραφιστή Χανς Χας που ήρθε στην Ελλάδα για τα πρώτα υποβρύχια γυρίσματα. Εκτός από την εμμονή με τους καρχαρίες, ο Χας χρησιμοποίησε τον Αλφόνς για να του υποδείξει αρχαία ναυάγια και καταβυθισμένους οικισμούς από τα οποία ανέσυραν αντικείμενα. Μετά τον Πόλεμο ο Χοχάουζερ φυλακίστηκε για έναν χρόνο από τους Συμμάχους, στην Αυστρία. Αργότερα δήλωνε μετανοημένος για την αρχαιοκαπηλική δράση του.
Συνέχισε, ωστόσο, να συνεργάζεται με τον Χας –τον «Αυστριακό Κουστό»– και να ταξιδεύουν σε ολόκληρο τον κόσμο για γυρίσματα, από την Ερυθρά Θάλασσα ώς τα νησιά Γκαλάπαγκος. Εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες, να παίζει τον ίδιο του τον εαυτό.
Ξαναγύρισε προς κατάπληξη όλων στο Πήλιο μια Κυριακή του Μαρτίου του 1957. Μπήκε στην εκκλησία του χωριού Τρίκερι με παραδοσιακή τιρολέζικη στολή για να ζητήσει από τους ντόπιους να ενοικιάσει κάποια δωμάτια της Μονής της Ευαγγελίστριας στο ομώνυμο νησί Τρίκερι που βρίσκεται απέναντι. Πράγματι πήρε άδεια από τη μητρόπολη Δημητριάδος. Με την τότε σύντροφο και αργότερα σύζυγό του, Χαρίκλεια, αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο.
Τα επόμενα 11 χρόνια διεθνείς προσωπικότητες από την τέχνη, το επιχειρείν, τους βασιλικούς κύκλους φιλοξενήθηκαν στα πεντακάθαρα κελιά, που δεν είχαν ηλεκτρικό, ούτε ανέσεις, αλλά απέπνεαν μοναδική γαλήνη. Οι ξένοι έτρωγαν φρεσκοφουρνιστό ψωμί, θαλασσινά ψαρεμένα πριν από λίγες ώρες, χόρτα και κρέατα από το βουνό. Διάβαζαν αρχαίους συγγραφείς από τη βιβλιοθήκη του Αλφόνς. Εφευγαν παραζαλισμένοι από τη μαγεία της αγνής φύσης. Ο Χοχάουζερ ήταν μετά βεβαιότητος ο πρώτος που δοκίμασε τον αγροτουρισμό στη χώρα μας, αγάπησε το τοπίο και προέβλεψε ότι οι Ελληνες θα το γεμίσουν με τσιμέντο και νάιλον.
Το τραπέζι όπου έπαιρναν πρωινό στη Μονή οι πελάτες σε καρτ ποστάλ.
Η Βιεννέζα και το σκυλόψαρο
Η επιτυχία του εκνεύρισε ζηλόφθονους ντόπιους, ενώ ένα περιστατικό ήρθε να χαλάσει τη φήμη του. Μια Βιεννέζα συγγραφέας πήγε για κολύμπι με φιλικό της ζεύγος σε παραλία του νησιού. Οι φίλοι της ισχυρίστηκαν πως ένα σκυλόψαρο την καταβρόχθισε. Ούτε τότε, ούτε και αργότερα βρέθηκε ίχνος της αλλά μάλλον δεν ειπώθηκε και όλη η αλήθεια για το συμβάν.
Αγανακτισμένος από τις συνεχείς πιέσεις της μητρόπολης για αύξηση του ενοικίου, ο Αλφόνς έφυγε από το Τρίκερι και εγκαταστάθηκε στο χωριό Κουλούρι στο βόρειο Πήλιο, όπου έφτιαξε καλύβες με καλάμια για να υποδέχεται εκεί τους ξένους του. Το 1979 έμαθε ότι έχει καρκίνο με πρόβλεψη για έξι μήνες ζωής. Ενα πρωινό, το Γενάρη του ’81 ανέβηκε σε μια ψηλή κορφή μέσα στη χιονοθύελλα αποφασισμένος να πεθάνει από το ψύχος. Δεν ήθελε έναν «λευκό θάνατο» σε νοσοκομείο αλλά στο βουνό που αγάπησε. Το πτώμα του εντοπίστηκε τον Μάρτιο από βοσκούς με ένα σημείωμα που έλεγε «Εφτασα, αν είμαι τυχερός σε λίγο θα έχω παγώσει».
Η τελευταία του κατοικία ήταν ο τάφος που είχε χτίσει με τα χέρια του στο Κουλούρι. Στις γερμανόφωνες χώρες τον αποκαλούν «Ο ξυπόλυτος προφήτης του Πηλίου», εμείς τον λέμε σκέτα «Αλφόνς». Για πολλούς ήταν αυτός που προσπάθησε να ζήσει ως ο 13ος θεός των Ελλήνων.