Μεταξύ της Δικαιοσύνης και της απονομής
της Δικαιοσύνης, υπάρχει ένας ολόκληρος
κόσμος που τις χωρίζει.
Emmeline Pankhurst
Υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες, η απονεμομένη Δικαιοσύνη δεν είναι Δικαιοσύνη. Τούτο συμβαίνει, όταν, μεταξύ αυτής και της ορθής απονομής του Δικαίου, παρεμβάλλεται ένας «κόσμος» που αποτελείται, από σκοπιμότητες, παρεμβάσεις, εξαρτήσεις, ενδοιασμούς, υποχωρήσεις, ιδιοτέλεια, υστεροβουλία, φιλοδοξία, προσωποληψία. Αυτός ο κόσμος, που δεν πρέπει να υπάρχει, ωθεί τον Δικαστή, όταν παίρνει από το χέρι της Θεάς τη ζυγαριά και βλέπει ότι πρέπει να σύρει το ξίφος, δεν το πράττει. Λέγεται και γράφεται, αιώνες τώρα, ότι η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη. Αυτό είναι αλήθεια.
Αφορά, όμως, μόνο τη Δικαιοσύνη, διότι αυτή, ως έννοια, προερχόμενη από τη θεϊκή ιδιότητα του Δικαίου Οντος, είναι εξ ορισμού ανεξάρτητη. Επομένως, θέμα ανεξαρτησίας και εξαρτήσεως, περιστασιακής ή πρόσκαιρης, ανακύπτει μόνο για τους λειτουργούς της. Εκείνους, δηλαδή, οι οποίοι, ενεργώντας εθελοντικά και όχι κατ’ απονομήν, έχουν αναλάβει τη μετουσίωσή της σε πράξη, στη περίπτωση που οι σχέσεις των κοινωνών με το τεθειμένο δίκαιο, διαταράσσονται απλώς ή βρίσκονται σε πλήρη σύγκρουση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τόσον οι αμέσως βλαπτόμενοι, όσον και οι λοιποί κοινωνοί, αναμένουν την επανόρθωση της επελθούσης προσωπικής ή και κοινωνικής ζημίας, συντελουμένης με την «απόδοση εκάστω το προσήκον», όπως όρισε την απονομή της Δικαιοσύνης ο Αριστοτέλης.
Και εδώ, στο κρίσιμο αυτό σημείο της «αποδόσεως του προσήκοντος», ανακύπτει η προσωπικότητα και το «αδέκαστον» του Δικαστή. Είναι η στιγμή κατά την οποία πρέπει να καταδείξει, με την απόφασή του, ότι μεταξύ αυτής και του απονεμητέου δικαίου, δηλαδή μεταξύ της Δικαιοσύνης και της απονομής της με την απόφασή του, δεν μεσολάβησε τίποτε από τα προαναφερθέντα στοιχεία που συνιστούν τον «κόσμο που τις χωρίζει». Και ακόμη, δεν πρέπει να λησμονούν ότι αποτελούν το ανάχωμα, μεταξύ της κυβερνητικής αυθαιρεσίας και του πολίτη. Ας θυμηθούν στο σημείο αυτό, το επεισόδιο μεταξύ του βασιλιά της Πρωσίας, Φρειδερίκου του Μέγα και του μυλωθρού του Πότσδαμ, (υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο) και ότι «αν απουσιάζει η Δικαιοσύνη, τι άλλο είναι η πολιτική εξουσία, παρά οργανωμένη ληστεία;» (Ιερός Αυγουστίνος).
Σήμερα, στους χαλεπούς καιρούς που διερχόμαστε, οι Δικαστές καλούνται, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να λειτουργήσουν απαλλαγμένοι από τα στοιχεία που συνιστούν τον «κόσμο» αυτό και να πείσουν την καταρρέουσα κοινωνία μας, ότι η Δικαιοσύνη συνιστά πράγματι τον πυλώνα της Δημοκρατίας μας, πάνω στον οποίο στηρίζεται, αυτή, και, ειδικότερα, οι κλονιζόμενοι και βαρυαλγούντες κοινωνοί. Δεν επιτρέπεται, δικαστές ή πρώην δικαστές (δεν έχει διευκρινισθεί ακόμη), να αποκαλούνται «Ρασπούτιν», υπενθυμίζοντας τον ραδιούργο καλόγερο της τσαρίνας Αλεξάνδρας, της Ρωσίας. Δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται μηνύσεις κατά δικαστών για κατάχρηση εξουσίας (δηλαδή για κακουργηματική συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους). Δεν επιτρέπεται τα ονόματά τους να συζητούνται επικριτικά στη Βουλή. Αλλωστε, πρέπει να έχουν κατά νουν, ότι, όπως συνηθίζεται στα καθ’ ημάς, η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, συνδέεται, πάντοτε, με τον διασυρμό, και όχι μόνο, εκείνων των δικαστών που κατέδειξαν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ότι υπήρξαν, ο αποφευκταίος «κόσμος», περί του οποίου ανωτέρω ομιλήσαμε και πολύ περισσότερο, όταν στον «κόσμο» αυτόν, κρίσιμο υπήρξε, στη δεδομένη περίπτωση, το στοιχείο της εξαρτήσεως από πολιτική εξουσία. Και δεν πρέπει να λησμονούν, τέλος, ότι «το σπαθί της Δικαιοσύνης δεν έχει θήκη» (Zosef de Maistre).
* Ο κ. Λουκάς Λυμπερόπουλος είναι επίτιμος αρεοπαγίτης, Δ.Ν.