Οι θάνατοι από την COVID-19 αγγίζουν τις 900.000 παγκοσμίως. Η νόσος του κορωνοϊού 2019 έχει προκαλέσει θλίψη, οργή και πόνο, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα για το πώς αντιμετωπίζονται οι νεκροί που άφησε πίσω της η πανδημία. Οι παραδοσιακές κηδείες την περίοδο της καραντίνας εξαλείφθηκαν πλήρως εξαιτίας του φόβου της εξάπλωσης της ασθένειας, αναγκάζοντας τους πενθούντες να θρηνούν από απόσταση. Οι προσωρινές μαζικές ταφές, τα νεκροταφεία έκτακτης ανάγκης σε νησιά ή πάρκα, χωρίς αποχαιρετιστήριες τελετές, δεν βοήθησαν καθόλου στην «εξομάλυνση της καμπύλης» θλίψης. Σε περιόδους πένθους, ένα καταπραϋντικό περιβάλλον αντιπροσωπευτικό των διαφορετικών ηθικών και υπαρξιακών αρχών του καθενός απαλύνει τον πόνο των θρηνούντων.
Η διαχείριση της θνητότητας ήταν ανέκαθεν μεγάλο ζητούμενο. Για χρόνια, το δόγμα της σωματικής ανάστασης οδήγησε στην εμφατική απόρριψη της καύσης στη Δύση, ενώ στην Ανατολή η αποτέφρωση ήταν ευρέως διαδεδομένη, με την Ιαπωνία να κατέχει το υψηλότερο ποσοστό καύσης στον κόσμο. Το πρώτο σύγχρονο κέντρο αποτέφρωσης στη Δύση κατασκευάστηκε στο Μιλάνο το 1876. Μερικά από τα πιο εμβληματικά κέντρα είναι το Crematorium Woodland του Ερικ Γκούναρ Ασπλούντ στη Στοκχόλμη (1940), το Kakamigahara (2006) του Τόγιο Ιτο στην Τζιφού της Ιαπωνίας, το Heimolen (2008) των KAAN Architecten στο Βέλγιο και το Communal Crematorium (2013) του Χένινγκ Λάρσεν στο Ρίνγκστεντ στη Δανία.
Στην Ελλάδα, η αποτέφρωση των νεκρών θεσμοθετήθηκε με νόμο μόλις το 2006, τον Σεπτέμβριο του 2018 λειτούργησε το πρώτο ιδιωτικό κέντρο στην Ελλάδα –σε μελέτη του αρχιτεκτονικού γραφείου Monogon, στη Ριτσώνα– και τέλος Απριλίου, με τη σφραγίδα της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, άνοιξε ο δρόμος για τη λειτουργία του Κέντρου Αποτέφρωσης Νεκρών στον Ελαιώνα του Δήμου Αθηναίων. Για την ιστορία, να αναφερθεί ότι στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας κατέληξε περίπου το 10% των σορών θυμάτων του κορωνοϊού στη χώρα μας.
Το πιο ελπιδοφόρο μήνυμα, όμως, έρχεται από την Πάτρα. Αποτέλεσμα αρχιτεκτονικού διαγωνισμού ιδεών που προκήρυξε ο Δήμος Πατρέων το 2019, το πρώτο δημόσιο Κέντρο Αποτέφρωσης Νεκρών (ΚΑΝ) θα αρχίσει να χτίζεται –ελπίζουμε σύντομα– στις παρυφές του Παναχαϊκού όρους, στη βιομηχανική ζώνη του ΒΙΟ.ΠΑ. Γλαύκου Πατρών. Το Α΄ βραβείο κέρδισαν οι αρχιτέκτονες Στέλιος Ανδρικόπουλος, Κώστας Γρίβας (επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών) και Αλεξάνδρα Στράτου (εντεταλμένη διδάσκουσα στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών).
«Ηταν μια θαρραλέα κίνηση του Δήμου Πατρέων να διεξαγάγει τον διαγωνισμό. Δεν έχουμε ενημέρωση σχετικά με τα επόμενα στάδια, αλλά ο δήμος έχει εκφράσει την επιθυμία να εφαρμόσει τη μελέτη μας. Το πρέπον θα ήταν να εμπλακούμε ως αρχιτέκτονες μελετητές και ως επικεφαλής των υπολοίπων μελετών στα επόμενα στάδια, καθώς διατηρούμε την πατρότητα της πρότασης. Είναι ένα κτίριο που το οραματιστήκαμε, το αγαπάμε και το γνωρίζουμε καλά – το έχουμε “κατοικήσει”». Ενα δημόσιο κέντρο αποτέφρωσης θα δώσει τον τόνο για περαιτέρω εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους, ενισχύοντας τη θρησκευτική ελευθερία και αυτοδιάθεση. «Ενα δημόσιο κέντρο αναλαμβάνει την υποχρέωση να κάνει τη διαδικασία της αποτέφρωσης ευρύτερα προσβάσιμη, επικυρώνοντάς την ως αποδεκτή εναλλακτική, αλλά και εξασφαλίζοντας το δυνατόν χαμηλότερο κόστος», αναφέρουν οι αρχιτέκτονες στην «Κ».
Αεροφωτογραφία, με κατεύθυνση ανατολική, της περιοχής όπου θα ανεγερθεί το πρώτο δημόσιο Κέντρο Αποτέφρωσης Νεκρών, έξω από την Πάτρα.
Σέβεται τον πολίτη
Η μελέτη διαθέτει όλες τις αισθητικές και λειτουργικές ποιότητες, αποτελώντας αρχιτεκτονικό παράδειγμα για κτίρια δημοσίων υπηρεσιών που σέβονται τον πολίτη. «Τα δημόσια κτίρια λειτουργούν, ιδανικά, ως υπόδειγμα για την αρχιτεκτονική ηθική κάθε εποχής. Στη χώρα μας αυτό είναι επιτακτικό, καθώς έχει εκλείψει. Βασικές σύγχρονες επιταγές για τη δημιουργία υποδειγματικών δημόσιων χώρων θεωρούμε πως είναι η βιώσιμη κατασκευή και η ανοικτή προσβασιμότητα για όλους (inclusivity)».
Μιας και το αποτεφρωτήριο θα συντηρείται από τον δήμο, η οικολογική, βιοκλιματική και βιώσιμη διάσταση της πρότασης αποτελεί σαφώς ζητούμενο. «Το συγκρότημα έχει μόνο μία εκτεθειμένη εξωτερική όψη, κατασκευασμένη από πεπιεσμένη γη, ένα απόλυτα φιλικό προς το περιβάλλον υλικό. Το υπόλοιπο εξωτερικό κέλυφος καλύπτεται από ένα φυσικό τοπίο χαμηλής συντήρησης. Χώμα γόνιμο με άγρια ποώδη βλάστηση της περιοχής. Αγρωστώδη, αγριολούλουδα, βολβοί, φρύγανα, μικροί θάμνοι, και ενδημικά δέντρα».
«Με την κατάργηση φινιρίσματος του εξωτερικού κελύφους μειώνεται το κόστος κατασκευής και η μακροχρόνια συντήρηση του κτιρίου. Τα προϊόντα των εκσκαφών θα αξιοποιηθούν για να κατασκευάσουν το μεγαλύτερο μέρος του συγκροτήματος: τον τύμβο, το τοπίο ενθύμησης και τη βασική όψη. Η ίδια η χρήση του χώματος ως φυσική μόνωση μειώνει σημαντικά τις ενεργειακές απαιτήσεις του κέντρου», αναφέρουν στην «Κ» οι αρχιτέκτονες του έργου και προσθέτουν: «Το κτιριολογικό είναι πολύπλοκο και άγνωστο για τα ελληνικά δεδομένα. Το αποτεφρωτήριο είναι ένα παράξενο υβρίδιο – συνδυασμός μιας βιομηχανικής (σχεδόν) μονάδας με έναν βαθιά τελετουργικό και συναισθηματικά φορτισμένο χώρο.
Ηταν πολύ σημαντικό να βρεθεί κοινός τόπος για τους θρηνούντες και για τους εργαζομένους, δύο ομάδες ανθρώπων που το κατοικούν μέσα σε δύο τελείως διαφορετικές συνθήκες. Επιχειρήσαμε να χορογραφήσουμε τις κινήσεις και τις συναντήσεις τους με φυσικότητα και τη λιγότερη δυνατή αμηχανία».
Η είσοδος του πρώτου δημόσιου ΚΑΝ, που αναμένεται να ανεγερθεί στις παρυφές του Παναχαϊκού Ορους.
Οι αρχιτέκτονες εμπνέονται από τις πρωτογενείς ταφικές δομές των τύμβων και σχεδιάζουν ένα σχεδόν υπόσκαφο συγκρότημα, εσωστρεφές, απολύτως λειτουργικό και ταυτόχρονα μνημειακό και μυστικιστικό. Ο πυρήνας του κτιρίου, ένα μεγάλο κεντρικό αίθριο και η μικρή εσωτερική αυλή καύσης, φιλτράρει το φως και καδράρει τον ουρανό και τον τόπο. Ο επισκέπτης κατηφορίζει στην αχαϊκή γη έχοντας πλάι του το υδάτινο στοιχείο. «Η κεντρική ιδέα είναι ένας χωμάτινος τύμβος που ο πυρήνας του τρυπιέται γεμίζοντας με φως. Κάτι “βαρύ” και “σκοτεινό” μετουσιώνεται σε ελαφρύ και φωτεινό. Είναι μια αισιόδοξη προσέγγιση», εξηγούν στην «Κ».
Οι αρχιτέκτονες σχεδιάζουν ένα διάτρητο διάφραγμα από κιβωτούς-τεφροδόχους προσανατολισμένους ώστε να επιτρέπεται στο φως της δύσης να εισχωρεί στο αίθριο, αναδεικνύοντας το ανάγλυφο δάπεδο. Το χαραγμένο μοτίβο του έχει αναφορές στον γεωμετρικό διάκοσμο των κεραμικών της Αρχαϊκής περιόδου, με σύμβολα οικεία σε πολλές θρησκείες και πολιτισμούς. Πόσο σημαντική είναι η μικροκλίμακα αλλά και οι συμβολισμοί σε έργα τέτοιας χρήσης; «Οι συμβολισμοί είναι άχρηστοι αν δεν υποστηρίζονται από φροντίδα στη μικροκλίμακα που αγγίζει το χέρι και το μάτι των ανθρώπων. Ο διάκοσμος δεν είναι συμβολικός, αλλά έχει ουσιαστικό, διαμεσολαβητικό ρόλο, φέρνοντας τα “μεγάλα” (π.χ. ιστορική – πολιτισμική συνέχεια, ερωτήματα για την ύπαρξη και τη θνητότητα) στην κλίμακα που μπορεί να βιώσει και να απολαύσει ο άνθρωπος», απαντούν οι αρχιτέκτονες.
«Τα υλικά που πρωταγωνιστούν είναι το χώμα και η φυσική φύτευση, οι κατακόρυφες επιφάνειες από πεπιεσμένη γη, το λευκό ανεπίχριστο σκυρόδεμα που δέχεται με ομορφιά το φυσικό φως και το συνεχώς μεταβαλλόμενο σε κατεύθυνση, ένταση, διαύγεια και χρώμα φως. Το φως αναδεικνύει με τη σειρά του την υλικότητα των χώρων. Οι γεωμετρίες των σκιών λειτουργούν σαν ηλιακό ρολόι, οργανώνοντας με ήπιο τρόπο την καθημερινότητα του κέντρου, αλλά και δίνοντας αφορμές για στοχασμό σχετικά με τη ροή του χρόνου και την κυκλικότητα της ζωής».
Aποψη της αυλής καύσης.
Ο αποχωρισμός και η ενθύμηση
Πώς τελικά διαχειρίζεται κανείς «αρχιτεκτονικά» τη θλίψη; Πώς οικειοποιείται τον θάνατο και την απώλεια; Οι αρχιτέκτονες τονίζουν εμφατικά πως το αποτεφρωτήριο που σχεδίασαν δεν φιλοξενεί τον θάνατο.
«Φιλοξενεί τον αποχωρισμό, αλλά και την ενθύμηση, και κυρίως δίνει τη δυνατότητα να επιλέξει κανείς τη δική του τελετουργία, τον δικό του τρόπο, για να ζήσει και να τιμήσει αυτές τις τόσο σημαντικές στιγμές στη ζωή των ανθρώπων. Η θλίψη ζητάει παρηγοριά, χρόνο, συντροφιά και την υπόσχεση ότι μπορεί κανείς να περάσει μέσα και πέρα από αυτήν, στο φως και στη “μεγαλύτερη εικόνα” των πραγμάτων».