O Μίκης διηγείται την Ελλάδα και τη ζωή του

O Μίκης διηγείται την Ελλάδα και τη ζωή του

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H μουσική είναι ένα άυλο σύμπαν που, αντί για αστέρια και γαλαξίες, απαρτίζεται από νότες και αρμονίες. H πολιτική ζωή, ειδικά όπως αυτή ενός τόπου σαν την Ελλάδα του 20ού αιώνα, είναι κι αυτή ένα σύμπαν, μόνο που αντί για αστέρια έχει ανθρώπους, τους περισσότερους βουτηγμένους άλλοτε στον πόνο και στο αίμα, άλλοτε στο μίσος και την εκδίκηση, άλλοτε στο ελιξίριο της εξουσίας.

Και, ξαφνικά, για πρώτη φορά στην Ιστορία -και όχι μόνον της Ελλάδας- εμφανίζεται ένας άνθρωπος που ενώνει τα δύο αυτά σύμπαντα. Κι αυτό που συμβαίνει τότε είναι τόσο δύσκολο να το περιγράψεις όσο το να περιγράψεις τα αστέρια ένα βράδυ που ο ουρανός είναι γεμάτος από αυτά και λάμπουν, να περιγράψεις τους ήχους της θάλασσας ή το πού πέφτει κάθε σταγόνα μιας καταιγίδας και ποιον, ακριβώς, κόκκο χώματος έχει ποτίσει.

Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένα τέτοιο φυσικό φαινόμενο. Μια καταιγίδα στην ελληνική Ιστορία. Που την πότισε βαθιά, με μια πρωτόγνωρη μουσική ποιότητα και δύναμη, μα και ένα διαρκές και ανυποχώρητο ηθικό αίτημα ελευθερίας, από τα οποία ρίζωσαν πάρα πολλά σε αυτόν τον τόπο.

Πολλοί μπορεί να διαφωνούν με πολλές απόψεις του. Ομως όλοι ξέρουν ότι έζησε πάντα μέσα στην καρδιά της ιστορίας. Και όπως είναι βέβαιο ότι δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτήν τη χώρα που να μην έχει τραγουδήσει τα τραγούδια του, έτσι είναι βέβαιο και ότι ο Μίκης Θεοδωράκης πάντα υπηρέτησε και εξακολουθεί να υπηρετεί τα πιστεύω του με ενίοτε «αυτοκαταστροφικό» πάθος. Κι ενώ το απαράμιλλο μουσικό του ταλέντο θα ήταν αρκετό για να τον κατατάξει στους Μεγάλους της Ιστορίας, όπως εξίσου αρκετή θα ήταν και η μακρά πολιτική και κοινωνική του δράση, εκείνο που σχηματίζει τη μοναδικότητά του είναι το γεγονός ότι για μια ολόκληρη ζωή υπέταξε το πρώτο στη δεύτερη, υπηρετώντας αυτό το ηθικό αίτημα ελευθερίας με όλη του τη δύναμη και την ψυχή.

Στις 31 Μαρτίου του 1946 το όνομά του γράφτηκε για πρώτη φορά στον Τύπο: «Μιχ. Θεοδωράκης, φοιτητής, 20 χρονών, πολλαπλά κατάγματα με κλομπς στο κεφάλι. O Θεοδωράκης είναι ετοιμοθάνατος». Αυτή η αναφορά, στην τέταρτη σελίδα του «Ριζοσπάστη» της ημέρας των «εκλογών της αποχής», παραλίγο να ήταν και η τελευταία. Ομως, ο άγνωστος μεταξύ αγνώστων τότε φοιτητής της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου αλλά και του Ωδείου Αθηνών, αν και πέρασε αρκετές ώρες μόνος στον νεκροθάλαμο, τελικά, δεν σκοτώθηκε. Αντίθετα, έζησε μια «μυθιστορηματική» ζωή, που τόσο μουσικά και πνευματικά όσο και πολιτικά σφράγισε οριστικά και αμετάκλητα τη ζωή αυτού του τόπου: Από τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη», τα «Τραγούδια του Αγώνα» το «Πνευματικό εμβατήριο», το «Κάντο Χενεράλ» και το «Αξιον εστί», μέχρι την ίδρυση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη ή την καταλυτική επίδραση της «Λύσης Καραμανλή», ο Μίκης Θεοδωράκης με το έργο και τη δράση του καθόρισε την υπόσταση της σύγχρονης Ελλάδας τόσο βαθιά, ώστε είναι πλέον αδύνατον να τη φανταστεί κανείς χωρίς εκείνον, μα και αδύνατον να μετρήσει κανείς την επιρροή του στη διαμόρφωσή της.

Επιπλέον, πέρασε τα σύνορα του τόπου μας όσο κανείς άλλος Ελληνας της εποχής μας – μια και μόνη φράση του είναι πάντα ικανή να κάνει πολλές φορές τον γύρο της γης…

Ομως, όσο κι αν μοιάζει παράξοδο, εν πολλοίς, ο Μίκης Θεοδωράκης παραμένει ένας άγνωστος. Από την ώρα που οι παγκόσμιοι προβολείς έπεσαν πάνω του, με τη δύναμή τους, έριξαν σ’ ένα παράξενο σκοτάδι όσα από τη ζωή του δεν τα εστίασαν. Και, σήμερα, ο 78χρονος κορυφαίος συνθέτης αφηγείται ολόκληρη τη ζωή του και μαζί της την ελληνική ιστορία περίπου οκτώ δεκαετιών.

Σαράντα δύο χρόνια ελληνικής ιστορίας σε 650 σελίδες

Το δεύτερο, μετά το μπεστ σέλερ «Εγώ, ο Ιάκωβος», βιβλίο του ραδιοφωνικού σταθμού ΣΚΑΪ 100,3 και του Εκδοτικού Οργανισμού Λιβάνη «Αξιος εστί – O Μίκης Θεοδωράκης αφηγείται τη ζωή του στον Γ. Π. Μαλούχο και συνθέτει την ιστορία της νεότερης Ελλάδας! Από τον Μεσοπόλεμο την 21η Απριλίου» αποτελεί το πρώτο μέρος της δίτομης έντυπης εκδοχής της αντίστοιχης ραδιοφωνικής σειράς «Ντοκουμέντα» του ΣΚΑΪ 100,3, που μεταδίδεται από τις 20 Ιανουαρίου και η μετάδοσή της, εξακολουθεί μέχρι σήμερα, δημιουργώντας μια μοναδικότητα στην ελληνική ραδιοφωνική ιστορία. Στις περισσότερες από 650 σελίδες του, ο πρώτος τόμος διατρέχει τα γεγονότα από το 1925, έτος γέννησης του Μίκη Θεοδωράκη, μέχρι την εκδήλωση της τελευταίας ελληνικής δικτατορίας στις 21 Απριλίου το 1967. Το «Αξιος εστί» που θα βρίσκεται από αύριο στα βιβλιοπωλεία, παρουσιάζεται αύριο από τους κ. Κώστα Καραμανλή, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, Νίκο Κωνσαντόπουλο, πρόεδρο του Συνασπισμού της Αριστεράς, Κάρολο Παπούλια, βουλευτή Ιωαννίνων του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τον επίτιμο πρόεδρο του KKE κ. Χαρίλαο Φλωράκη, παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη.

Γιατί… κατούρησα τον Βενιζέλο

– Πού τον γνωρίσατε λοιπόν τον Βενιζέλο;

– Εκεί, λοιπόν, στην Ηπειρο, προεκλογικά, το ’32, ο Βενιζέλος ήρθε κατευθείαν στο σπίτι μας. Είχε έρθει με ένα αεροπλάνο τότε, μάλιστα είχε πάει και ο πατέρας μου με το αεροπλάνο, με τρεις τέσσερις επιβάτες. Θυμάμαι ότι ο Βενιζέλος μπήκε στο ανοιχτό αυτοκίνητο με τον πατέρα μου, αφού του κάνανε και μια υποδοχή. Εγώ ήμουν με τα παιδιά στον δρόμο? είδα τον πατέρα μου ξαφνικά με έναν κύριο με άσπρο μούσι να είναι μέσα στο αυτοκίνητο και πήγα κατευθείαν στο σπίτι μας.

Εκεί, λοιπόν, η μητέρα μου είχε κάνει ετοιμασίες. Είχαν έρθει κι άλλοι… H μητέρα μου ήταν λοιπόν στην κουζίνα με τις υπηρέτριες και μαγείρευαν. Ετοιμάστηκα κι εγώ να πάω στην τραπεζαρία. H μητέρα μου μου έδωσε και φόρεσα ένα κοστούμι ναυτικό που είχα. Πήγα μέσα στην τραπεζαρία κι είδα αυτούς τους κυρίους και, όταν ήρθε το φαγητό, πήγα κι εγώ να φάω. O πατέρας μου σηκώθηκε πάνω και μου είπε: «Στην κουζίνα!» Εγώ δεν το δέχτηκα αυτό. Αρχισα να φωνάζω, να ουρλιάζω, και ο Βενιζέλος λέει:

«Γιατί φωνάζει το παιδί; Ελα εδώ, παιδί μου. Πώς σε λένε, παιδί μου;

Ο πατέρας μου του απαντάει:

«Μίκης, δηλαδή Μιχάλης».

«Α! Σαν τον παππού σου, Μιχαλάκης», μου λέει ο Βενιζέλος και με παίρνει κοντά του.

Εγώ όμως δεν τον ήθελα καθόλου, γιατί ήθελα μια δικαίωση από τον πατέρα μου. O πατέρας μου είχε γίνει άγριος και έλεγε: «Να πάει στην κουζίνα», οπότε κατούρησα τον Βενιζέλο και έχασε και τις εκλογές!

– Πώς αντέδρασε;

– Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι όμως ότι έφαγα πολύ ξύλο την άλλη μέρα…

Στο EAM για την Ελλάδα

Δεν υπήρχε άλλος λόγος να μπει κανείς μέσα στο EAM παρά μόνο η αγάπη του στην Ελλάδα. Δεν το καταλαβαίνετε αυτό; Ποιον άλλο λόγο είχε για να μπει; Εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Εγώ, όταν ήταν να μπω στην ΕΠΟκαι έμαθα ότι είναι μαρξιστική, λενινιστική και τα λοιπά, πήρα τη μεγάλη εγκυκλοπαίδεια του Κανελλόπουλου και διάβασα τι είναι όλα αυτά. Τι ξέραμε; Τίποτα… Και καλά εγώ, ήμουν μαθητής του γυμνασίου και μπορούσα να διαβάσω. Ομως ο χωριάτη που άφηνε τη γυναίκα του, το παιδί του και έπαιρνε το όπλο και πήγαινε να σκοτωθεί, πήγαινε για το μαρξισμό, το λενινισμό ή για τον Στάλιν ή θα πολέμαγε αυτός για τη «μαμά Σοβιετική Ενωση»; Αστεία πράγματα! Ηταν ακριβώς όπως οι αρματολοί και οι κλέφτες: βγήκαν για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μιλούσαν για «κοινωνική δικαιοσύνη», μα αυτό το έλεγε και ο Μακρυγιάννης, αυτό το έλεγαν και οι αγωνιστές του ’21 εναντίον των κοτζαμπάσηδων. Εμείς ζητούσαμε τα αυτονόητα. Αυτός είναι μαρξισμός; Αλίμονο, αυτό είναι κοινωνική δικαιοσύνη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT