Επιτάφιος για τη φωνή της Ρωμιοσύνης

7' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το ανάστημα, η αρχοντιά και η αγέρωχη εμφάνιση του Γρηγόρη Μπιθικώτση δεν καθρέφτιζαν μόνο το χαρακτήρα του αλλά και αυτό ακριβώς που εκπροσώπησε στο ελληνικό τραγούδι επί 55 χρόνια. Η «ξύλινη» φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση, «δωρική» την είπαν άλλοι, έφερε τα πάνω κάτω στο τραγούδι, δημιούργησε σχολή, κυρίως όμως έδωσε την αμεσότητα του λαϊκού στον ήχο του έντεχνου. Μια φωνή που, χωρίς εύκολα τεχνάσματα και επιδεικτικές τσαλκάντζες, πάντρεψε τη μελοποιημένη ποίηση με τη λαϊκή δύναμη, που έφτασε από τα αλώνια μέχρι τα σαλόνια. Αυθεντικός λαϊκός καλλιτέχνης, πολύ καλός μουσικός και συνθέτης 250 τραγουδιών, κορύφωσε την καριέρα του τραγουδώντας τον «Επιτάφιο» και το «Αξιον Εστί» του Μίκη Θεοδωράκη, συμβάλλοντας με την ερμηνεία του στην αλλαγή της πορείας του τραγουδιού τα χρόνια του ’60. Ηταν ο καταλληλότερος ερμηνευτής των ποιητών, γιατί η φωνή του είχε μέτρο, χροιά, λαϊκότητα, δύναμη και κρυμμένο αυστηρό λυγμό. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι ερμηνείες του δεν ξεπεράστηκαν από κανέναν άλλο έως σήμερα.

«Σερ Μπιθί» τον βάφτισε ο Ψαθάς, τίτλος που του άρεσε -δεν το αρνιόταν- όπως δεν αρνήθηκε, όμως και το άλλο του μισό, τη λαϊκότητα της καταγωγής του. Μάγκας επίσης, «σωστός» όπως του άρεσε να λέει, «κύριος» για όσους τον γνώριζαν και, πάνω απ’ όλα, θυμόσοφος. Η φωνή του ταυτίστηκε με τα κοινωνικοπολιτικά σκαμπανεβάσματα της Ελλάδας που τα τραγούδησε με αρχοντικό αίσθημα. Εκπροσώπησε την άλλη πλευρά της χώρας, μια εποχή που το κοινό διχαζόταν ανάμεσα στο παράπονο του Καζαντζίδη και την περήφανη συγκίνηση του Μπιθικώτση.

Του άρεσε να θυμούνται ότι είναι συνθέτης -ιδίως τα τελευταία χρόνια που ήθελε αυτό να μπαίνει πάνω από τον τραγουδιστή Μπιθικώτση- δεν ήταν τσιγκούνης στα συναισθήματα, αντιθέτως ήταν γενναιόδωρος και ευχαριστημένος. Από τους ελάχιστους ίσως καλλιτέχνες που έφυγαν ευχαριστημένοι, δικαιωμένοι και τιμημένοι εν ζωή.

«Είναι νόμος. Το ‘πε ο Μπιθικώτσης…»

Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν το 2000, στο σπίτι του στην οδό Εβρου, στο Χαλάνδρι. Το ίδιο κομψός όπως παλιά, με ελαφρά κυρτωμένους τους ώμους από τις περιπέτειες της υγείας του, αλλά όπως πάντα συγκινητικός και αφοπλιστικός. Το κομπολογάκι σταθερή αξία στο χέρι και το χαμόγελο, αληθινό και μετρημένο. «Αυτά που σου λέω να τα ακούς: είναι νόμος. Το’ πε ο Μπιθικώτσης», τελείωνε τις κουβέντες που όφειλα να προσέξω.

Αφορμή της συνάντησης ήταν οι «Χάρτες», ο δίσκος που κυκλοφόρησε ο γιος του, που είχε βαφτίσει με το δικό του όνομα. «Ηθελα άμα φύγω από τη ζωή να γυρίζει κάποιος στο σπίτι και να τον λένε Γρηγόρη». Καλός οικογενειάρχης και ερωτευμένος με τη σύζυγό του Μεταξία, που επαινούσε διαρκώς για τη νοικοκυροσύνη της, έπαιζε το κομπολογάκι, ξετυλίγοντας την ιστορία του και μαζί την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού και την ιστορία της Ελλάδας. Πώς χτύπησε το χέρι στο τραπέζι προκειμένου να πείσει τον Μηλιόπουλο της Κολούμπια για να πει ο ίδιος τα τραγούδια του, λέγοντας ορθά κοφτά: «Θα γίνω ο καλύτερος τραγουδιστής της Ελλάδας». Πώς δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ όταν πρωτοάκουσε τη «Μαργαρίτα Μαργαρώ» του Θεοδωράκη με τον Χιώτη. Για τους σημερινούς τραγουδιστές που γδύνονται, σε αντίθεση με την εποχή του που «ξόδευαν πολλά για να ντυθούν», για το μεγαλύτερο παράπονο της ζωής του: «Επί χρόνια δεν ήξερα τι ημέρα είναι. Τα Χριστούγεννα τα κατάλαβα από τον καιρό που σταμάτησα τα μαγαζιά».

Δεν χώρεσαν όλα σε εκείνη τη συνέντευξη πατέρα και γιου στην «Καθημερινή». Ορισμένα αποσπάσματα από τη συζήτηση τα δημοσιεύουμε πρώτη φορά σήμερα, όπως καταγράφτηκαν δίπλα στο πιάνο:

Αυτοί της διανόησης…

– Οι ποιητές πώς σας αντιμετώπιζαν;

– Το χέρι του Ελύτη ακόμη το αισθάνομαι πάνω στον ώμο μου. Στο στούντιο, όταν τελείωσα το «Αξιον Εστί», με αγκάλιασε. Το ‘πα μια κι έξω. Ο Μίκης γύριζε τις παρτιτούρες και εγώ τις σελίδες με τον στίχο.

– Ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης;

– Ολοι αυτοί της διανόησης με αγάπησαν.

– Οι δικοί σας, από την άλλη, πώς το πήρανε; Ηταν πιο λαϊκοί.

– Με κοροϊδεύανε. Μου λέγανε «τι σαχλαμάρες είναι αυτά που λες». Δεν ξέρω κατά πόσο το πιστεύανε. Μετά τα τραγούδησαν και οι ίδιοι, όλοι αυτοί που τα κατηγόρησαν.

– Εσείς τα πιστεύατε τότε;

– Κι εγώ τα κατηγόρησα. Δεν είχα μπει στο νόημα. Ηταν και η μουσική νεοφερμένη και ο στίχος του ποιητή περίεργος. Ηταν όμως όλα τυχερά.

– Τα αγνοούσατε αλλά δεν τα περιφρονούσατε.

– Εδιωξα πολλά τραγούδια. Και του Μίκη δεν είπα πολλά και του Χατζιδάκι. Αν ξυπνήσεις έναν Ελληνα νυχτιάτικα σε μια γειτονιά και του ζητήσεις να σου πει ένα τραγούδι του Χατζιδάκι θα σου πει ή το «Γαρύφαλλο στ’ αφτί» ή τον «Αητό χωρίς φτερά». Το «Χάρτινο το φεγγαράκι» το ξέρει διαφορετικός κόσμος. Εγώ ξέρω τι θα πει «Τζοκόντα», όμως το 80% του λαού ξέρει τι θα πει «Αητός».

Το καρέ της μουσικής

– Ανάμεσα στους δύο ποιον ξεχωρίζατε;

– Αμα ακούς τον Θεοδωράκη πρέπει να κλείσεις το κουμπί για να ακούσεις τον Χατζιδάκι. Είναι ένα θηρίο με δυο μάτια. Διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο ένας επικός, ο άλλος εσωτερικός. Εγώ δέντρο της λαϊκής μουσικής βάζω τον Βαμβακάρη. Ο Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος κλώνος και όλοι οι άλλοι ακολουθούν: ο Μητσάκης, ο Χιώτης, ο Παπαϊωάννου, ο Καλδάρας. Κι εγώ κλώνος είμαι. Το καρέ είναι: στη λαϊκή μουσική ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης, και στην έντεχνη ο Μίκης και ο Μάνος.

– Τώρα που οι λαϊκοί τραγουδιστές αλλά και ορισμένοι συνθέτες, θέλουν τα τραγούδια τους σώνει και καλά να τα ντύσουν με μεγάλες ορχήστρες πώς σας φαίνεται;

– Μόνο του Μίκη του πάει να κάνει ό,τι θέλει. Του ταιριάζουν αυτά γιατί τα γέννησε.

– Στη σημερινή εποχή της ποπ κουλτούρας νιώθετε αμηχανία;

– Και τότε υπήρχε αυτό. Τώρα, όμως, το ελαφρύ έγινε κυρίως πιάτο. Στη συζήτηση το λόγο παίρνει και ο γιος του. «Μετά το 2010 νομίζω ότι θα ακούμε ήχους διαστημικούς. Εκεί θα φτάσουμε. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε στο παλιό λαϊκό». Ο Σερ Μπιθί αρπάζεται: «Μα τι λέτε τώρα, τρελαθήκατε; Ποτέ δεν θα σταματήσει εκείνο το λαϊκό». «Αν υπάρχουν δέκα πολυεθνικές που υποστηρίζουν έναν ήχο, μπαμπά, τελείωσε».

– Πάντως σήμερα δεν υπάρχουν και οι κατάλληλοι άνθρωποι, όπως ο Λαμπρόπουλος, για να υποστηρίζουν νέα πράγματα.

– Αποκλείεται. Αυτός που πίνει κρασί από βαρέλι, δεν θα πιει ποτέ από μπουκάλι, τι μου λέτε;

«Τα δικά μου παιδιά, μπαμπά, ξέρεις τι θα ακούνε;».

«Γρηγοράκη, κάνεις περίπατο μεγάλο».

«Σε κάμποσα χρόνια δεν θα υπάρχει ζεϊμπέκικο, ούτε καν μπουζούκι», επιμένει ο γιός του.

«Η Ακρόπολη να γκρεμιστεί, τη «Φραγκοσυριανή» θα την τραγουδάνε. Νόμος. Το είπε ο Μπιθικώτσης. Κι άπαξ τραγουδήσουν τον Μάρκο θα θυμούνται και τον Τσιτσάνη».

Ο Θεοδωράκης θυμάται και καταγράφει

– Για το «Αρχιπέλαγος» ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει στη σειρά «Μελοποιημένη ποίηση» (εκδόσεις Υψιλον): «Σκέφτομαι πως εκείνες οι μοναδικές ερμηνείες του Μπιθικώτση, του Χιώτη, της Λίντα και του Καζαντζίδη δεν θα μπορούσαν να γίνουν, αν δεν υπήρχε διάχυτο και ισχυρό το αίσθημα της φιλίας και του αμοιβαίου θαυμασμού. Πίστευα στις φωνές και στην τέχνη τους σα να ‘τανε θεοί».

– «Ηθελα τα «Επιφάνια» -ακριβώς γιατί ο στίχος ήταν τόσο διανοουμενίστικος- να τα περάσω σε όσο το δυνατόν πιο πλατύ κοινό με λαϊκό μουσικό ένδυμα. Αλλωστε αυτή ήταν η πρώτη φορά που ελεύθερος στίχος φιλοδοξούσε να γίνει απλό λαϊκό τραγούδι. Να συντροφεύει δηλαδή τον κοσμάκη παντού. Στο γιαπί, στην ταβέρνα, στην εκδρομή, στην παρέα. Οταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση «πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες πήραμε τη ζωή μας, βάλε παύση πριν πεις λάθος». Στα αυτιά μου είχα την προτροπή – παράκληση του ποιητή: «Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα». Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Ομως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…».

Σεφέρης, Ελύτης και Γιάννης Ρίτσος

– Το καλοκαίρι του ’62 ο Σεφέρης ήθελε να δει πώς ο κόσμος ακούει τα τραγούδια με την ποίησή του. Μαζί με τον Μίκη και τον Γ. Π. Σαββίδη τριγυρνούσαν στις ταβέρνες της Πλάκας για να ακούσει το «Περιγιάλι το κρυφό». Και γράφει ο συνθέτης: «Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στην τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για ένα διπλωμάτη».

– «Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το τραγούδι της «Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» τραγουδισμένο από άλλη φωνή», είχε πει και ο Οδυσσέας Ελύτης.

– «Η φωνή του Μπιθικώτση έλαμψε στα τραγούδια του Θεοδωράκη», δήλωσε ο Γιάννης Ρίτσος ενώ ο συνθέτης του «Αξιον Εστί» και της «Ρωμιοσύνης» που έμελλε να είναι οι σταθμοί στην καριέρα του λαϊκού ερμηνευτή παραδέχτηκε πέρσι: «Γεννήθηκε για να πει αυτά τα τραγούδια κι εγώ λες και τα έγραψα για να τα πει ο Μπιθικώτσης».

Από τις πλουσιότερες δισκογραφίες στην ελληνική μουσική

Η δισκογραφία του Γρηγόρη Μπιθικώτση είναι από τις πλουσιότερες στην ελληνική μουσική σκηνή. Εχει τραγουδήσει τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζιδάκι, Σταύρου Ξαρχάκου, Βασίλη Τσιτσάνη, Μάρκου Βαμβακάρη, Δήμου Μούτση, Γιάννη Σπανού, Ακη Πάνου κ.ά,. ενώ έχει συνθέσει ο ίδιος περισσότερα από 250 τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες όπως τα: «Επίσημη αγαπημένη», «Αμφιβολίες», «Μια γυναίκα φεύγει», «Το μεσημέρι καίει το πρόσωπό σου», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Τρελοκόριτσο», «Εγνατίας 406» κ.ά..

Από τη δισκογραφία του αναφέρουμε ενδεικτικά τα άλμπουμ σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη: «Επιτάφιος» (β’ ηχογράφηση, ποίηση Γ. Ρίτσου), «Αξιον Εστί» (ποίηση Οδυσσέα Ελύτη), Ρωμιοσύνη (ποίηση Γιάννη Ρίτσου), «Πολιτεία» (Α΄ ηχογράφηση με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Μαρινέλλα, σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου), «Πολιτεία Β΄» (ποίηση Κώστα Βάρναλη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκινόπουλου, Νίκου Γκάτσου), «Αρχιπέλαγος» (ποίηση Νίκου Γκάτσου, Οδυσσέα Ελύτη, Γιάννη Θεοδωράκη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Πάνου Κοκκινόπουλου, Μίκη Θεοδωράκη), «Επιφάνια» (σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη όπου συμμετέχει ο Μανώλης Χιώτης), «Ομορφη Πόλη» (ποίηση Δημήτρη Χριστοδούλου, Ερρίκου Θαλασσινού, Μποστ και Ακου Δασκαλόπουλου). Επίσης: «Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη» και πολλά άλλα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT