Την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959 ακολούθησε η υποβολή των 13 σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, το 1963, για τροποποίηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ξεκίνησε τότε μία περίοδος ιδιαίτερης έντασης στην Κύπρο μέχρι και το 1967. Προς ενίσχυση της άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας για αντιμετώπιση της εντεινόμενης τουρκικής απειλής, το 1964 η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου απέστειλε στην Κύπρο μία μεραρχία στρατού και Ελληνες αξιωματικούς για στελέχωση της Κυπριακής Εθνοφρουράς, η οποία ιδρύθηκε το ίδιο έτος, με αρχηγό τον Γεώργιο Γρίβα. Στις 7 Αυγούστου ξέσπασαν στην περιοχή της Τηλλυρίας αιματηρές συγκρούσεις, όταν η Εθνοφρουρά προσπάθησε να εξουδετερώσει τον θύλακα Μανσούρας – Κοκκίνων, που είχαν συγκροτήσει οι Τούρκοι με απώτερο στόχο τη δημιουργία προγεφυρώματος για μια ενδεχόμενη απόβαση στην Κύπρο. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, που κράτησαν τέσσερις μέρες, αεροσκάφη της Τουρκίας επιτέθηκαν με βόμβες ναπάλμ εναντίον θέσεων της Εθνοφρουράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και κατοικημένων περιοχών, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας δεκάδες άτομα, ενώ ακρότητες δεν έλειψαν και από την ελληνική πλευρά. Στις μάχες αυτές έλαβαν μέρος και δύο ακταιωροί, που είχαν αποσταλεί παράλληλα με τη μεραρχία, στο πλαίσιο της ίδιας πολιτικής. Μόλις έφτασαν στο νησί, τα δύο πλοία ανήρτησαν την κυπριακή σημαία και αποτέλεσαν τη μοναδική ναυτική δύναμη της Κύπρου. Στις 8 Αυγούστου 1964 τουρκικά μαχητικά βομβάρδισαν την ακταιωρό «Φαέθων» στο καραβοστάσι «Ξερός», σκοτώνοντας έξι μέλη του πληρώματος. Ο κυβερνήτης του πλοίου, ανθυποπλοίαρχος τότε του Βασιλικού Ναυτικού, Δημήτριος Μητσάτσος δέχθηκε πυρά στο δεξί του χέρι, το οποίο στη συνέχεια και έχασε. Με αυταπάρνηση και ηρωϊσμό, ο καπετάνιος και τα μέλη του πληρώματος που τελικά σκοτώθηκαν, έσωσαν τη ζωή 15 συναδέλφων τους. Στις 8 Αυγούστου 2007 τελέστηκε για πρώτη φορά μνημόσυνο στο κοιμητήριο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στη Λευκωσία, εις μνήμην των έξι αυτών Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους.
Ο Δ. Μητσάτσος αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο το 1970 και στη συνέχεια απασχολήθηκε στην Ελληνική Ναυπηγική Βιομηχανία. Το 1983 ανέλαβε γενικός διευθυντής της Ελληνικής Ενωσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος (HELMEPA – Hellenic Marine Environment ProtectioAssociation) και το 2006, γραμματέας της INTERMEPA (Διεθνής Ενωση Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος). Σαραντα τρία χρόνια μετά την επίθεση των τουρκικών βομβαρδιστικών στον Ξερό, ο κυβερνήτης του «Φαέθων» φωτίζει, μέσω της «Κ», μία άγνωστη -για πολλούς- σελίδα του Κυπριακού.
Από τους 23 στο πλοίο σκοτώθηκαν οι επτά
Στην Κύπρο πήγα σαν αξιωματικός του ναυτικού το 1964, ως κυβερνήτης ενός πολεμικού πλοίου και διοικητής δύο. Τα πλοία λέγονταν «Φαέθων» και «Αρίων», και δωρήθηκαν από τον Αναστάση Λεβέντη στην Κυπριακή Δημοκρατία το 1964, με σκοπό να προασπίσουν τα βόρεια παράλια της Κύπρου από τυχόν τουρκικές αποβάσεις και άλλες παράνομες πράξεις, διότι η Κύπρος δεν είχε προστασία από τη θάλασσα. Εκεί έπρεπε να ενταχθώ υπό τις διαταγές της κυπριακής κυβέρνησης. Η τελευταία αποστολή ήταν να υποστηρίξω από τη θάλασσα τη μάχη που έδιναν οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις στη στεριά. Τα πληρώματα των πλοίων ήταν Ελληνες. Στο καράβι μου ήμασταν τρεις μόνιμοι από τους 23, εγώ που ήμουν αξιωματικός, απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, και δύο υπαξιωματικοί. Οι υπόλοιποι ήταν ναύτες που έκαναν τη θητεία τους.
Τα καράβια ήταν γερμανικά, του 1935 και σε άσχημη κατάσταση. Δεν είχαν δύναμη να σταματήσουν κάποιο στόλο. Προσπάθησαν να τα επισκευάσουν εδώ στην Ελλάδα πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ζημιές φεύγοντας, κυρίως στο «Φαέθων», αυτό στο οποίο ήμουν εγώ. Φύγαμε χωρίς σημαία, με ψεύτικα ονόματα, χωρίς ταυτότητα. Το πλοίο δεν είχε ταυτότητα. Φτάσαμε στην Κύπρο, όπου εγκαταστήσαμε τα πυροβόλα και αρχίσαμε περιπολίες στο βόρειο μέρος, για προστασία των ακτών.
Προπομπός επίθεσης
Τον Αύγουστο έγιναν μάχες μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων, στις οποίες συμμετείχαν ελληνικές και τουρκικές δυνάμεις. Λάβαμε και εμείς μέρος, στη Μανσούρα και στα Κόκκινα. Μία από τις ζημιές που είχα στο καράβι μου ήταν στη μία μηχανή, η οποία, από την ώρα που φύγαμε από τον Ναύσταθμο, χάλαγε συνέχεια. Χάλασε και στο τέλος των επιχειρήσεων· είχε πέσει η Μανσούρα, όταν έσπασε πάλι ένα κομμάτι της μίας αντλίας και σταμάτησε η μία μηχανή. Πήρα διαταγή να πάω σε έναν όρμο δίπλα, να μείνει και το άλλο πλοίο εκεί μέχρι να επισκευάσουμε τη μηχανή και να πάρουμε εντολές, να δούμε πού θα πηγαίναμε. Ενώ ταξίδευα από τη Μανσούρα για τον όρμο, πέρασε από πάνω ένα αεροπλάνο, του οποίου την εθνικότητα δεν είδαμε, αλλά ψυλλιάστηκα ότι είναι τουρκικό. Οταν φτάσαμε στο λιμάνι και το πρωί βγήκα έξω, είδα στις εφημερίδες ότι είχαν επέμβει τα τουρκικά αεριωθούμενα.
Το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου περιμέναμε το ανταλλακτικό και πυρομαχικά. Είχε έρθει μία βενζινάκατος να μας φέρει εφόδια, όταν είδα πάνω από τον όρμο ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο. Επειδή ήμουν αξιωματικός πυροβολικού, είχα υπόψη μου τον τρόπο που γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Οταν πετάει ένα αναγνωριστικό αεροπλάνο για φωτογραφίες, αυτό είναι ο προπομπός επίθεσης, δηλαδή όπου να ‘ναι θα έρθουν τα μαχητικά. Τότε έδιωξα το άλλο πλοίο, που δεν είχε ζημιά, να πάει στη Λεμεσό, όπως του είχε πει και ο αντιπλοίαρχος, τότε, Αραπάκης από τη Λευκωσία, φώναξα το πλήρωμα και είπα ότι όποιοι έχουν υποχρεώσεις ή θέλουν να φύγουν, να μπουν στη βάρκα και να φύγουν, διότι έκαναν τη θητεία τους. Δεν είχαν λόγο να πολεμήσουν αν δεν ήθελαν, διότι η Ελλάδα δεν είχε πόλεμο, ήταν σε ειρήνη. Αυτή ήταν αποστολή σε άλλο κράτος, για την προστασία του ελληνισμού εκεί. Μάλιστα, οι δύο υπαξιωματικοί που σκοτώθηκαν, του ενός η γυναίκα είχε γεννήσει πριν από ένα μήνα και του άλλου η γυναίκα ήταν έγκυος. Τους είπα: «Φύγετε, γιατί έχετε παιδιά και σε λίγη ώρα μπορεί να ». Δυστυχώς, δεν έφυγε κανείς και έμειναν όλοι.
Μόλις έφυγε η βενζινάκατος και ανέβασαν την άγκυρα, έστειλα σήμα στη Λευκωσία ότι αναμένω τουρκική προσβολή. Η απάντηση ήταν: «Αναμείνετε να βληθείτε πρώτα και εν συνεχεία να απαντήσετε με τα πυροβόλα σας». Πράγμα που έγινε με ένα πυροβόλο ουσιαστικά,διότι είχε γίνει λάθος από εδώ και μου είχαν δώσει πέντε κάνες και μόνο για τη μία πυρομαχικά. Οι άλλες τέσσερις είχαν πυρομαχικά, αλλά για άλλου είδους πυροβόλα. Και δοκιμές δεν είχαν γίνει, παρά μόνο στη Μανσούρα, όπου διεπιστώθη αυτό, αλλά δεν μπορούσε να λυθεί, γιατί τα πυρομαχικά πρέπει να έρθουν από την Ελλάδα.
Η μάχη
Ηρθαν τα αεροπλάνα και άρχισαν τις επιθέσεις. Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα, διότι έκανα ελιγμούς ανάμεσα από κάτι αμερικανικά φορτηγά που ήταν εκεί για να φορτώσουν μετάλλευμα. Φαντάστηκα ότι οι Τούρκοι δεν θα χτυπούσαν γιατί θα έβλεπαν τις αμερικανικές σημαίες, αλλά οι επιθέσεις ήταν αγριότατες. Ρίξαμε ένα αεροπλάνο και χτυπήσαμε ένα άλλο, που, νομίζω, προσγειώθηκε στην Τουρκία. Με μία μηχανή δεν μπορείς να χειριστείς το πλοίο καλά, γιατί δεν στρίβει εύκολα. Χάνει τις ελικτικές του δυνατότητες και την ταχύτητά του, η οποία δεν ήταν υψηλή, αλλά άλλο αν πηγαίνεις με οκτώ μίλια, και άλλο με δεκαεπτά. Οχι ότι θα γινόταν τίποτα σοβαρό, αλλά θα ήταν πιο εύκολες οι κινήσεις μου για να αποφύγω περισσότερες ζημιές.
Αρχισαν να σκοτώνονται άνθρωποι. Στην προσπάθειά μου να σώσω το υπόλοιπο πλήρωμα, σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να το κάτσω πάνω στην άμμο. Εκεί υπήρχε μια προβλήτα, όπου πουλούσαν το μετάλλευμα στα καράβια που περίμεναν να φορτώσουν. Την ώρα που έδινα τη διαταγή να στρίψουμε, το καράβι δεν έστριβε. Κοίταξα στην τιμονιέρα και είδα ότι ο πηδαλιούχος είχε σκοτωθεί. Πήρα το πηδάλιο και μετά ήρθε δίπλα μου ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και κάποιοι άλλοι. Ενα αεροπλάνο, που ερχόταν πολύ κοντά με το νερό και δεν το είδε κανείς, έριξε μία ριπή στη γέφυρα και σκοτώθηκαν ο ύπαρχος, ο νοσοκόμος και ένας Κύπριος που ήταν μαζί μας, τραυματίστηκε κάποιος άλλος και πέρασαν οι σφαίρες μέσα από το χέρι μου. Οπότε, στην έξαψη και με ένα χέρι, το έριξα στην παραλία και διέταξα εγκατάλειψη πλοίου.
Οι άνθρωποι πήδηξαν στο νερό για να κολυμπήσουν κάτω από την προβλήτα, αλλά τα αεροπλάνα συνέχισαν τις επιθέσεις και στους ναυαγούς στη θάλασσα. Τελικά βγήκαμε έξω. Είπα στο πλήρωμα να βρουν αυτοκίνητο να μας πάνε σε νοσοκομείο. Πήγαμε. Οι Τούρκοι έκαψαν το καράβι με βόμβες ναπάλμ, όπως και πολλούς ανθρώπους στις παραλίες εκεί στο καραβοστάσι «Ξερός». Από τους 23 μέσα στο πλοίο, σκοτώθηκαν οι δύο υπαξιωματικοί, τέσσερις ναύτες και ο Κύπριος. Είμαι ο μόνος επιζών αξιωματικός, που είμαι ανάπηρος, με κομμένο το δεξί χέρι.
Πήρα διαταγή να μη μιλήσω ποτέ…
Η συγκάλυψη έγινε άμεσα. Επέστρεψα από την Κύπρο με δύο χέρια, αλλά για να μη με δουν οι δημοσιογράφοι, με έβαλαν σε νοσοκομείο που δεν λειτουργούσε, και χωρίς ιατρική περίθαλψη, έπαθα γάγγραινα. Γι’ αυτό με βλέπετε με ένα χέρι. Στη συνέχεια, θέλησαν να καλύψουν το γεγονός για τόσα χρόνια, διότι ήμουν μόνιμος αξιωματικός και θα υπήρχε πρόβλημα, εάν απεκαλυπτόταν ότι Ελληνας μόνιμος αξιωματικός συμμετείχε. Το 1964 οι διοικούντες δεν είχαν έτοιμα σενάρια να αντιμετωπίσουν μία κρίση. Σκέφτηκαν: «Να στείλουμε τα καράβια, τι θα γίνει; Δεν θα γίνει τίποτα». Το πράγμα στράβωσε από τη στιγμή που γύρισα ζωντανός. Απόφοιτος της Σχολής Δοκίμων, μόνιμο στέλεχος του Ναυτικού, πώς θα δικαιολογούταν; Πώς βρέθηκα με ένα χέρι, κι από πού; Οι άλλοι απελύθησαν, πήγαν σπίτια τους. Και να μίλαγαν, δεν παίζει ρόλο, γιατί ήταν αρτιμελείς. Εγώ δεν ήμουν και ως μόνιμο έπρεπε να με πάνε κυβερνήτη σε καράβι. Πώς θα ήμουν με ένα χέρι;
«Πώς θα σε εμφανίσουμε;»
Το μόνο που έμενε ήταν να συγκαλυφθεί το πράγμα κι εγώ να λέω ότι έχασα το χέρι σε μια έκρηξη, όπως μου είχαν πει. Πρότεινα να παραμείνω στο Ναυτικό, εν ενεργεία, και να σταδιοδρομήσω με τους συμμαθητές μου. Αλλά μου είπαν οι αρχηγοί: «Πώς θα σ’ εμφανίζουμε; Με το μανίκι στην τσέπη»; Πας σε δεξιώσεις με το μανίκι στην τσέπη; Είναι άσχημο το θέαμα, καταλάβατε; Γι’ αυτό κι εγώ έδωσα εξετάσεις, μπήκα στο Πολυτεχνείο, τώρα είμαι ηλεκτρολόγος – μηχανολόγος κι αυτά είναι απλώς μια ανάμνηση. Σήμερα είμαι πλοίαρχος σε πολεμική διαθεσιμότητα και εργάζομαι στη ναυτιλία, στη ΗΕLΜΕΡΑ.
Μετά το γεγονός, μας έφεραν στην Ελλάδα και η διαταγή που πήρα ήταν να μη μιλήσω ποτέ γι’ αυτό το θέμα. Ακολούθησα τις οδηγίες που μου έδωσαν. Βεβαίως, όλος ο κόσμος το ήξερε. Και στο Πολυτεχνείο, που σπούδασα πέντε χρόνια, και στην Αμερική όλοι οι φίλοι μου από το αμερικανικό ναυτικό το ήξεραν. Ερχομαι σε επαφή με τις οικογένειες, γιατί με έβρισκαν οι μανάδες και με ρωτούσαν πώς πέθαναν τα παιδιά τους. Και σε μία μάνα, κανείς δεν μπορεί να της απαλύνει τον πόνο, άμα χάσει το παιδί της. Προσπαθούσα -μη λέγοντας λεπτομέρειες- να μεταφέρω αυτόν τον πόνο στους εκάστοτε αρχηγούς Ναυτικού και στους εκάστοτε υπουργούς Εθνικής Αμύνης μέχρι που έγινε η Χούντα. Κανείς δεν είχε το σθένος μέχρι τώρα να πει ότι το 1964 το Πολεμικό Ναυτικό της Κύπρου είχε Ελληνες μέσα. «Σε αυτούς που σκοτώθηκαν, δίνουμε αυτές τις ηθικές αμοιβές», ένα παράσημο, ένα μετάλλιο, ένα γράμμα, κάτι, εν πάσει περιπτώσει, που όποιος από τους δικούς τους ζει τώρα, να έχει να λέει ότι «είναι θαμμένος στη Λευκωσία, αλλά η πατρίδα δεν μας ξέχασε». Και καλά η Ελλάδα. Ας πούμε ότι για λόγους απορρήτους κ.τλ. το συγκάλυψαν. Η Κύπρος, για την οποία κι έπεσαν;
Το μνημόσυνο
Το καλοκαίρι έκαναν μνημόσυνο στη Λευκωσία. Είναι θαμμένοι εκεί οι έξι αυτοί άνθρωποι και για πρώτη φορά έγινε έπειτα από 43 χρόνια εθνικό μνημόσυνο για τη μνήμη τους. Με κατέπληξε και με συγκλόνισε αυτό, διότι είναι η πρώτη φορά που πήρα πρόσκληση να πάω σε τέτοια εκδήλωση. Χάρη σε έναν Ελληνα παπά στο νεκροταφείο εκεί, τον Παναγιώτη Τριανταφύλλου, και σε έναν όμιλο Ελλαδιτών που ζουν στην Κύπρο, έγινε το μνημόσυνο, στο οποίο εκπροσωπήθηκε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και υπουργοί και τα κόμματα. Καθαρίστηκαν οι τάφοι. Εστειλαν προσκλήσεις εδώ. Στην Ελλάδα δεν έχει γίνει τέτοιο πράγμα ποτέ, ή, αν έχει γίνει, δεν έχω προσκληθεί. Και στην Κύπρο, όπου έκαναν κάποτε ένα μνημόσυνο υπέρ των πεσόντων γενικώς του ’64 και ’74, δεν πήρα πρόσκληση. Αλλά ούτε από το ελληνικό Ναυτικό, ούτε από πουθενά. Κατάλαβα ότι αυτή η στάση υπάρχει τόσο καιρό διότι κάποιοι κάποτε έτσι θέλησαν, αυτοί οι κάποιοι έφυγαν ή πέθαναν και στη χώρα μας δυστυχώς έτσι γίνεται: όταν ξεκινήσει κάτι, αν δεν έχει κάποιος το σθένος ή την επιθυμία να ψάξει, στο τέλος αυτό το κάτι παραμένει αιώνια. Γιατί δεν πήγα εγώ να το κινήσω; Διότι ζούμε σε μια χώρα, στην οποία ο καθένας θέλει να προβληθεί. Δεν έχω λόγο να προβληθώ μέσω του αίματος άλλων και μάλιστα για έναν τέτοιο σκοπό.
Δεν έχω ενοχές· έχω μετανιώσει…
Επειτα από δέκα χρόνια, στο μέρος που εγώ και το πλήρωμά μου πολέμησαμε, έγινε η προδοσία, και τώρα εκεί ακριβώς βρίσκονται Τούρκοι. Στην Κύπρο με ρώτησαν: «Αισθάνεστε ενοχές που είναι νεκροί αυτοί οι άνθρωποι κι είπατε εσείς πυρ κι αποφασίσατε να πολεμήσετε;». Απάντησα ότι αυτό είναι ένα σοκ μεγάλο, διότι όταν είσαι 27 χρονών και ξέρεις ότι έχουν σκοτωθεί επτά άνθρωποι, χώρια οι άλλοι στη μάχη κ.λπ., που δεν γνωρίζω, πώς νιώθεις μετά; Ενώ σταδιοδρομείς στο Ναυτικό, θα γίνουν ατυχήματα, κάποιοι θα πεθάνουν, κάποιοι θα αρρωστήσουν. Συνηθίζεις στην ιδέα του ότι «όταν δίνω μία διαταγή, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει και θύματα, προκειμένου να επιτύχουμε τον στόχο μας». Οταν είσαι όμως 27 χρονών και δεν έρθει κανείς να σου εξηγήσει μετά και να σου πει: «Ξέρεις τι παιδί μου; Αυτά συμβαίνουν», μένεις μόνος με την αγωνία – στην αρχή- «άραγε καλά έκανα»;
Τα παράσημα και οι ηθικές αμοιβές έχουν σκοπό να πουν: «Μπράβο σου, καλά έκανες, είσαι ήρωας, εντάξει». Ετσι, απαλύνεται και ο πόνος της ζημιάς, αλλά και τα συναισθήματα της αμφιβολίας. Να μην αμφιβάλλει, δηλαδή, ο νέος άνθρωπος: «Καλά έκανα, ρε παιδί μου, και σκοτώθηκαν αυτοί οι άνθρωποι ή τους πήρα στο λαιμό μου»; Σε μένα δεν ήρθε κανείς να μου το πει αυτό. Οπότε, λογικά με ρωτούν: «Εχεις ενοχές»; Και απαντώ: «Εάν γνώριζα τι θα συνέβαινε το 1974, δεν θα πολεμούσα». Αυτό δεν λέγεται ενοχή. Λέγεται μετάνοια για κάτι που έκανα, μπροστά σε αυτά που συνέβησαν εν συνεχεία. Δηλαδή, γιατί να χυθεί αυτό το αίμα, τη στιγμή που στα μέρη που χύθηκε, κάποιοι από εμάς έφεραν τους Τούρκους; Ηταν προδοσία. Εγώ δεν είμαι από τους προδότες, άρα τα συναισθήματά μου δεν είναι ενοχές. Το χειρότερο συναίσθημα είναι της αγανάκτησης, γιατί επί 43 χρόνια είναι απαράδεκτο να έχουν σκοτωθεί άνθρωποι για έναν σκοπό της πατρίδας τους κι αυτή να έχει αδιαφορήσει. Αλλά επειδή η πατρίδα αποτελείται από ανθρώπους, λες: «Δε βαριέσαι τώρα, τι ψάχνεις»; Αυτή είναι η ιστορία. Και φυσικά όλα αυτά χαμένα πήγαν, διότι η Κύπρος εξακολουθεί να είναι διαιρεμένη.