Ο,τι και αν λεχθεί για τα προβλήματα της εκπαίδευσης, είναι πλέον κοινότοπο. Επί χρόνια, όλοι εστιάζουν στη σημασία των μεταρρυθμίσεων ως έναν από τους πυλώνες για την ανάπτυξη της χώρας. Ομως επί χρόνια τα νερά παραμένουν στάσιμα – το τέλμα είναι δεδομένο. Η ελληνική εκπαιδευση έχει ανάγκη από στρατηγικό σχεδιασμό ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος, όπως η άκριτη ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης η οποία προκάλεσε τη σημερινή απαξίωση των περιφερειακών ΤΕΙ.
Η ελληνική εκπαίδευση έχει, επίσης, ανάγκη και από καλή διαχείριση ώστε να δίνονται λύση στα καθημερινά προβλήματα, τα οποία, καθώς επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, ενισχύουν την εικόνα της ήσσονος προσπάθειας, της αναξιοκρατίας, του ωχαδελφισμού. Εικόνες από τη σημερινή ελληνική εκπαίδευση: στα νηπιαγωγεία, οι μαθητές στοιβάζονται και αναγκάζονται να φιλοξενηθούν σε αίθουσες δήμων. Στα ολοήμερα δημοτικά σχολεία οι δάσκαλοι κάνουν απλώς τις «μπέιμπι-σίτερ» των μαθητών, αφού δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί για να καλύψουν τις επιπλέον ώρες του ολοήμερου προγράμματος.
Στα γυμνάσια, οι μαθητές έχουν επτά ώρες μάθημα την ημέρα και κατόπιν είναι υποχρεωμένοι να τρέχουν από τα αγγλικά στα γαλλικά… Στα λύκεια, ουδείς ενδιαφέρεται για τις εγκύκλιες γνώσεις. Ολοι μελετούν τα 6 μαθήματα στα οποία θα εξεταστούν για να περάσουν στο λύκειο. Και απαιτείται μεγάλη προσπάθεια. Ενδεικτικά, για την Ιατρική Αθηνών απαιτήθηκε 19,38 μέσος όρος στα μαθήματα των πανελλαδικών και 18,93 για το Παιδαγωγικό Θεσσαλονίκης.
Εάν ο υποψήφιος δεν πετύχει σε κάποια καλή σχολή, ίσως αναγκαστεί να επιλέξει από τον σωρό των περιφερειακών ΤΕΙ με τα ισχυρά προβλήματα και με αντικείμενο σπουδών χωρίς επαγγελματική ζήτηση. Αλλιώς, ο 18χρονος μπορεί να αναζητήσει λύση σε κάποιο ιδιωτικό κολέγιο, το καθεστώς λειτουργίας των οποίων είναι επίσης θολό.
Πολύ μελάνι χύθηκε στα πρόσφατα συνταχθέντα προγράμματα των κομμάτων για την Παιδεία. Το ίδιο συμβαίνει και στο πλαίσιο του εθνικού διαλόγου. Η εμπειρία έχει δείξει ότι από τη σύνταξη των προγραμμάτων και την έκθεση των πορισμάτων διαλόγου έως την υλοποίηση η απόσταση είναι μεγάλη. Και τα οξύτατα προβλήματα της Παιδείας παραμένουν.
ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΑ – ΔΗΜΟΤΙΚΑ
Μεγάλο πρόβλημα με υποδομές-προσωπικό
Τα νηπιαγωγεία και τα δημοτικά πάσχουν σε υποδομές, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εκπληρώσουν τον παιδαγωγικό τους ρόλο. Ενδεικτικά, η καθιέρωση της υποχρεωτικής φοίτησης των πεντάχρονων στο νηπιαγωγείο το σχολικό έτος 2008-09 εκτίναξε τον αριθμό των μαθητών των ιδιωτικών νηπιαγωγείων κατά 77,8% σε σύγκριση με το 2007-08, σύμφωνα τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος. Αντίθετα, η αύξηση των μαθητών στα δημόσια νηπιαγωγεία ήταν 2,8%. Οι γονείς αναγκάστηκαν να στείλουν τα παιδιά σε ιδιωτικά, αφού τα δημόσια δεν επαρκούν -σε αρκετές περιπτώσεις νηπιαγωγεία λειτουργούν σε αίθουσες δήμων- με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υλοποιηθεί μια απόφαση απολύτως, σύμφωνα με τους παιδαγωγούς, ορθή.
Από την άλλη, τα ίδια προβλήματα επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο στα ολοήμερα δημοτικά σχολεία, τα οποία φέτος κλείνουν μια δεκαετία. Τα παιδιά παραμένουν στα ολοήμερα δημοτικά έως τις 4 το απόγευμα με αποτέλεσμα να εξυπηρετούνται οι εργαζόμενοι γονείς. Κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι δημιουργούνται περί τα 5.500 τμήματα ολοήμερων δημοτικών σχολείων. Τους δύο πρώτους μήνες της χρονιάς -το ίδιο συμβαίνει φέτος- υπάρχουν κενά σε εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων, με αποτέλεσμα χάνονται αρκετές από τις ώρες. Οι φετινές εκτιμήσεις της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΔΟΕ) κάνουν λόγο για απουσία περίπου 7.000 ωρομισθίων εκπαιδευτικών. Επίσης, σημαντικά είναι τα προβλήματα σε υποδομές (ελλείψεις χωρών εστίασης κ.ά.). «Δεν μπορείς να θεσμοθετηθείς χωρίς να προηγουμένως να έχεις εξασφαλίσεις υποδομές και προσωπικό» παρατηρεί, μιλώντας στην «Κ», ο πρόεδρος της ΔΟΕ κ. Δ. Μπράτης.
ΓΥΜΝΑΣΙΑ – ΛΥΚΕΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ
Καθόλου φιλικά προς τον μαθητή
Ολοι παραδέχονται ότι το ελληνικό σχολείο δεν είναι ελκυστικό και ότι οι περισσότεροι μαθητές αντιμετωπίζουν τη σχολική πράξη ως… αγγαρεία, ενώ το πρόβλημα επιβαρύνεται με την υποκατάσταση του σχολείου από τα φροντιστήρια για βασικές δεξιότητες που απαιτείται να κατέχει ένας νέος άνθρωπος (π.χ. ξένες γλώσσες, πληροφορική), με σημαντικό κόστος για την ελληνική οικογένεια. Τα προβλήματα ξεκινούν από το Γυμνάσιο και οξύνονται στο Λύκειο, το οποίο έχει μετατραπεί σε «προθάλαμο» των ΑΕΙ, καθώς οι μαθητές δίνουν βάρος στα μαθήματα που εξετάζονται στις Πανελλήνιες Εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το βασικό πρόβλημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις ελλιπείς υποδομές των σχολείων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη) είναι η αδυναμία του σχολείου να «κρατήσει» τον μαθητή. «Πώς ένα παιδί θα ενδιαφερθεί για τα σχολικά του μαθήματα, όταν τα βιβλία είναι μέτρια και όταν υποχρεώνεται σε ένα καθημερινό 7ωρο βαρύ ωράριο για να καλύψει στα φροντιστήρια, όσα δεν μαθαίνει στο σχολείο;» σχολιάζει, μιλώντας στην «Κ», ο καθηγητής – εκπαιδευτικός ερευνητής κ. Στράτος Στρατηγάκης. «Το παιδί έχει τα ερωτήματα ενός εφήβου, τα οποία το σημερινό σχολείο δεν του τα απαντά», προσθέτει ο ίδιος.
Υποβαθμισμένη είναι και η επαγγελματική εκπαίδευση. Τα Επαγγελματικά Λύκεια μειονεκτούν έναντι των Γενικών Λυκείων, πρώτον, διότι δεν προσφέρουν επαγγελματικές διεξόδους στους αποφοίτους τους (εκκρεμεί η χορήγηση επαγγελματικών δικαιώματων στους αποφοίτους τους που δεν έχουν εισαχθεί σε ΤΕΙ) και δεύτερον, διότι είναι ευκολότερη η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μέσω των Πανελληνίων Εξετάσεων των Γενικών Λυκείων. «Ο θεσμός της επαγγελματικής εκπαίδευσης έχει αφεθεί στην τύχη του» αναφέρει στην «Κ» το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΟΛΜΕ κ. Θέμης Κοτσυφάκης.
ΚΟΛΕΓΙΑ
Θα επανεξετασθούν οι άδειες ίδρυσης
Δύσκολα θα κλείσει το θέμα της αναγνώρισης των ιδιωτικών κολεγίων, που επί μια 20ετία προκαλεί έντονες αντιδράσεις στην πλευρά των ΑΕΙ. Η Ελλάδα οφείλει να υιοθετήσει την ευρωπαϊκή Οδηγία 36/05, η οποία ορίζει ότι κάθε μέλος της Ε.Ε. πρέπει να χορηγεί επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους των ευρωπαϊκών ΑΕΙ. Αρα, οι απόφοιτοι των ελληνικών ιδιωτικών κολεγίων, που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά ΑΕΙ (ως παραρτήματά τους στην Ελλάδα), πρέπει να αποκτήσουν ίδια επαγγελματικά δικαιώματα με τους απόφοιτους των ελληνικών, δημόσιων πανεπιστημίων και ΤΕΙ.
Η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου Παιδείας χορήγησε άδειες λειτουργίας σε 40 κολέγια (συνεργαζόμενα ή μη με κάποιο ξένο ΑΕΙ). Ομως, το θέμα παραμένει ανοιχτό, καθώς πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι η νέα ηγεσία θα επανεξετάσει όλες τις άδειες, διότι θεωρείται ότι δόθηκαν με αδιαφανείς διαδικασίες. Από την άλλη, η πανεπιστημιακή κοινότητα έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ζητώντας την ακύρωση των αδειών ίδρυσης και λειτουργίας, αλλά και στον Αρειο Πάγο κατηγορώντας τα κολέγια ότι παραπλανούν το κοινό διαφημιζόμενα ως «πανεπιστήμια». Αυτές οι κινήσεις προκάλεσαν την αντίδραση της πλευράς των κολεγίων, που προτίθεται να κινηθεί δικαστικά για δυσφήμηση κατά των ομοσπονδιών πανεπιστημιακών και διδασκόντων ΤΕΙ Την ίδια στιγμή, οι ιδιοκτήτες κολεγίων ζητούν από το ελληνικό κράτος να υοθιετήσει την ευρωπαϊκή Οδηγία 36/05, για χορήγηση επαγγελματικών δικαιωμάτων σε αποφοίτους κολεγίων-παραρτημάτων ευρωπαϊκών ΑΕΙ. Ηδη η Ελλάδα έχει καταδικαστεί για πλημμελή εφαρμογή της προηγούμενης σχετικής ευρωπαϊκής Οδηγίας 48, η οποία εκδόθηκε το 1989 και ακόμη το θέμα δεν έχει λυθεί…
ΑΕΙ
Εντάσεις λόγω χρηματοδότησης
Σκηνικό εγκατάλειψης έχει διαμορφωθεί για τα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα προβλήματα είναι οξύτατα τόσο για τα περιφερειακά όσο και για τα κεντρικά πανεπιστήμια.
Το βασικό πρόβλημα των πανεπιστημίων αφορά τη χρηματοδότηση. Οι λειτουργικές ελλείψεις είναι μεγάλες με αποτέλεσμα κάθε τόσο να υπάρχει και μια πηγή έντασης σε κάποιο ίδρυμα. Τελευταία περίπτωση είναι το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο, οι διδάσκοντες του οποίου αποφάσισαν την αναστολή των διδακτικών δραστηριοτήτων των μελών της. «Το εξάμηνο άρχισε, δεν γνωρίζουμε κατά πόσο το μισό περίπου διδακτικό προσωπικό που είναι συμβασιούχοι, προσωπικό που αντιστοιχεί στη διδασκαλία των μισών περίπου μαθημάτων, βρίσκεται στη διάθεση του τμήματος. Ετσι αδυνατούμε να σχεδιάσουμε το ωρολόγιο πρόγραμμα μαθημάτων και λόγω της ανυπαρξίας επαρκών αιθουσών», λένε αποτυπώντοντας τα προβλήματα των περιφερειακών τμημάτων, οι ηγεσίες των οποίων παρουσιάζονται με τα… ίδια αιτήματα με την έναρξη κάθε ακαδημαϊκής χρονιάς. Ενδεικτικό είναι ότι το Ιόνιο Πανεπιστήμιο ζητεί εδώ και δύο χρόνια νέες οργανικές θέσεις πανεπιστημιακών και διοικητικού προσωπικού. Επίσης, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Δαπανά το 50% του τακτικού του προϋπολογισμού σε ενοίκια χωρίς να παρέχει στοιχειώδη εργαστήρια, βιβλιοθήκες ή εγκαταστάσεις φοιτητικής μέριμνας.
Προβληματική είναι η εικόνα και των κεντρικών πανεπιστημίων που βιώνουν ανάλογα την έλλειψη υποδομών, έχοντας τον μεγαλύτερο αριθμό εισακτέων μαζί και με τις ετήσιες μετεγγραφές από την περιφέρεια. Οι λειτουργικές ελλείψεις προστίθενται στις διοικητικές δυσλειτουργίες, αλλά και στα θεσμικά προβλήματα (π.χ. η έλλειψη ουσιαστικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, η προστασία του ασύλου που κάθε τόσο καταλύεται από μικρές, μειοψηφικές ομάδες) και συμβάλλουν στη χρόνια υποβάθμιση των ελληνικών πανεπιστημίων.
ΤΕΙ
Ιδρύματα δύο «ταχυτήτων»
Επιτακτικές είναι οι αλλαγές στην ανώτατη τεχνολογική εκπαίδευση, και κυρίως στα περιφερειακά τμήματα των ΤΕΙ. Οπως φαίνεται από την πληθώρα των θέσεων που μένουν κενές κάθε χρόνο, έχουν δημιουργηθεί ΤΕΙ δύο ταχυτήτων, με βασικότερο κριτήριο την έδρα του τμήματος και τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους. Πλέον η κατάσταση είναι οριακή και πρόεδροι ΤΕΙ, μιλώντας στην «Κ», παραδέχονται ότι περίπου 30 με 40 τμήματα, δηλαδή σχεδόν ένα στα πέντε, πρέπει να καταργηθούν.
Ειδικότερα, η ιστορία της μεταλυκειακής τεχνολογικής εκπαίδευσης αρχίζει το 1973 όταν ιδρύθηκαν τα Κέντρα Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης (ΚΑΤΕ), ενώ τη δεκαετία του ’80 δημιουργήθηκαν τα ΤΕΙ. Η μαζική ίδρυση νέων τμημάτων ΤΕΙ άρχισε από το 1998 με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση.
Ομως, σταδιακά τα περιφερειακά ΤΕΙ άρχισαν να απαξιώνονται. Κατ’ αρχήν ήταν, η καθιέρωση το 2006 της βάσης του 10 ως όριο εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, είχε ως αποτέλεσμα πολλές θέσεις -σε ΤΕΙ μικρής ζήτησης- να μείνουν κενές ελλείψει υποψηφίων. Από την άλλη, η υποχρηματοδότηση, τα χρόνια προβλήματα, η έλλειψη κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωμάτων για πολλές ειδικότητες σε συνδυασμό με την τρέχουσα οικονομική κρίση οδηγούν όλο και περισσότερους υποψηφίους να αρνούνται να «μεταναστεύσουν» για ένα πτυχίο αμφιβόλου αντικρίσματος στην αγορά εργασίας. Ακόμη και τα νέα τμήματα σε περιφερειακά ΤΕΙ δεν προσελκύουν υποψηφίους. Φέτος τρία από τα νέα 10 τμήματα είχαν μονοψήφιο αριθμό εισακτέων. Παρ’ όλα αυτά ποτέ δεν έγινε ουσιαστική αναδιάρθρωση της ανώτατης τεχνολογικής εκπαίδευσης, έστω κι αν έχει εξαγγελθεί από τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Σύγκλιση σε πολλά σημεία
Συνεχίζεται στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ) ο εθνικός διάλογος για τις αλλαγές στην υποχρεωτική εκπαίδευση και στο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΠΔΕ) του ΕΣΥΠ αναμένεται στις επόμενες συνεδριάσεις του να ολοκληρώσει τη συζήτηση για τις αλλαγές στην υποχρεωτική εκπαίδευση και να περάσει στο σύστημα πρόσβασης. Τα έως τώρα σημεία, στα οποία έχουν συγκλίνει τα μέλη του ΣΠΔΕ, εάν υιοθετηθούν, θα δημιουργήσουν νέο τοπίο. Ενδεικτικά, τα μέλη του ΣΠΔΕ προκρίνουν αλλαγές στα αναλυτικά προγράμματα με άξονα την περιγραφή των μορφωτικών στόχων και όχι την ύπαρξη ενός λεπτομερούς αναλυτικού προγράμματος που θα δεσμεύει τον εκπαιδευτικό. Ως προς τις μεθόδους διδασκαλίας, υιοθετείται η μαθητοκεντρική και συνεργατική μέθοδος. Οι αλλαγές σε αναλυτικά προγράμματα και στη μέθοδο διδασκαλίας θα απαιτήσουν καινούργια βιβλία. Ταυτόχρονα, κρίνεται απαραίτητη η δημιουργία σχολικών βιβλιοθηκών και η αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία. Επίσης, η μείωση της ύλης σε βασικά μαθήματα κρίνεται απαραίτητη. Βέβαια, ο αριθμός των μαθημάτων θα παραμείνει ο ίδιος.
Καθίσταται υποχρεωτική η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου με τη θέσπιση διδακτικών στόχων, στο πλαίσιο και των αλλαγών που θα προωθηθούν σε όλο το σύστημα. Ως προς το σύστημα πρόσβασης στα ΑΕΙ, στόχος του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι να μειωθεί το άγχος των υποψηφίων και να περιορίσει τα έξοδα των οικογενειών για τα φροντιστήρια.