Ο νέος φωτισμός της Ακρόπολης έρχεται να μας πει εξαρχής μερικές βασικές αλήθειες. Πρώτον, ότι τα μνημεία της Ακροπόλεως ορίζουν και ελέγχουν την ιδέα της Αθήνας. Δεύτερον, ότι ο συμβολισμός της Ακρόπολης διαρκώς ανανεώνεται πάνω σε ένα μοτίβο συλλογικής προβολής και κοινής αντίληψης περί εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Τρίτον, ότι η διεθνής εικόνα της χώρας είναι άρρηκτα δεμένη με τις αναπαραστάσεις του συνόλου των μνημείων και δη, του Παρθενώνα.
Η εντύπωση του νέου φωτισμού μας παραδίδει τα μνημεία του Ιερού Βράχου με πτυχές φωτοσκιάσεων πάνω σε μία υπογραμμισμένη εντύπωση λευκότητας. Η Ακρόπολη αναδύεται ανεπηρέαστη από την πυκνότητα της αστικής ζωής με μία άσπιλη αυτονομία. Επιβάλλεται με τη φαντασμαγορία των αισθήσεων, υποβάλλει αισθήματα δέους και ανωτερότητας. Η Ακρόπολη είναι η Αθήνα αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι μεγαλύτερο από αυτήν. Ενας τόπος ουτοπίας και σχεδόν ψευδαισθητικής προβολής. Η νέα λευκότητά της ανακαλεί τη «λευκή» Ελλάδα του Βίνκελμαν, ενώ η θέρμη των φωτοσκιάσεων υπενθυμίζει τα αναρίθμητα βλέμματα που έχουν διαχρονικά θωπεύσει τα μνημεία.
Ο νέος φωτισμός ανανεώνει την ψυχική σχέση των Αθηναίων με το έμβλημα της πόλης. Ορίζει εκ νέου μια παλιά συζήτηση και δεν μας αφήνει να λησμονήσουμε για ποιο λόγο η πολίχνη του 1834 έγινε πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Τα παιχνίδια των συμβολισμών που απελευθερώνει ο φωτισμός γίνονται αφορμές για επαναφορά ζητημάτων δημόσιας ιστορίας, εθνικού συμβολισμού, διεθνούς ταυτότητας και αστικής διαχρονίας, ανανεώνοντας τη σχέση των νεότερων γενεών με ζητήματα ανοιχτά στη δημόσια σφαίρα.
Η νέα σχέση της Ακρόπολης με την πόλη και η συζήτηση που προκαλεί μας δείχνει πως κάθε γενιά θα κληθεί να λάβει θέση.