Βαρύτατη απόφαση καταδίκης για την εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής εξέδωσε το δικαστήριο, επισφραγίζοντας με τον πλέον εμφαντικό τρόπο τη βούληση Πολιτείας και Δικαιοσύνης να αντιμετωπιστεί στη χώρα μας η ανάπτυξη του ναζιστικού μορφώματος, που είχε εκδηλώσει ποικίλες έκνομες δραστηριότητες.
Η εμβληματική πρόεδρος της δίκης, Μαρία Λεπενιώτη, ανακοίνωσε την τελική απόφαση των δικαστών χθες το μεσημέρι (η απόφαση υπήρξε ομόφωνη) με την οποία τελικώς 38 από τους συνολικά 50 καταδικασθέντες οδηγήθηκαν στη φυλακή, ενώ μόνον για 12 από αυτούς δόθηκε από το δικαστήριο αναστολή στην έκτιση της ποινής τους.
Οι δικαστές δεν χορήγησαν αναστολή και έστειλαν στις φυλακές πρωτίστως την ηγετική πολιτική ομάδα της Χ.Α., Νίκο Μιχαλολιάκο, Ηλία Κασιδιάρη, Χρήστο Παππά και λοιπούς που είχαν καταδικαστεί σε 13 χρόνια για διεύθυνση της εγκληματικής οργάνωσης, μαζί με τον Αρτέμη Ματθαιόπουλο που είχε καταδίκη σε 10 χρόνια.
Και οι επτά, επώνυμα πολιτικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, πήραν τον δρόμο για τη φυλακή, καθώς το δικαστήριο έπειτα από ακροαματική διαδικασία 5,5 χρόνων τους καταδίκασε ως το πολιτικό διευθυντήριο, εκείνη την πολιτική ομάδα που είχε την ευθύνη του πολιτικού σχεδιασμού για τις επιθέσεις και τις εγκληματικές δράσεις της Χ.Α.
Ομως οι δικαστές δεν έμειναν μόνον στην ηγετική πολιτική ομάδα της Χρυσής Αυγής. Στη φυλακή έστειλαν και τους πρώην βουλευτές της, που καταδικάστηκαν σε ποινές έξι ή επτά χρόνων κάθειρξη για ένταξη στην εγκληματική οργάνωση και για τους οποίους το δικαστήριο δεν είχε αναγνωρίσει ελαφρυντικό. Ανάμεσα σε αυτούς είναι οι Αντώνης Γρέγος, Πολύβιος Ζησιμόπουλος, Παναγιώτης Ηλιόπουλος και άλλοι.
Εκτός φυλακής έμειναν μόνον πέντε πρώην βουλευτές, ορισμένοι από αυτούς είχαν εξασφαλίσει από το δικαστήριο ελαφρυντικό, ανάμεσά τους και η σύζυγος του Νίκου Μιχαλολιάκου, Ελένη Ζαρούλια.
Η δικαστική απόφαση με την οποία φυλακίστηκαν, πλην πέντε, όλοι οι πρώην βουλευτές και τα επώνυμα πολιτικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, εκτιμάται ότι υπήρξε απόφαση θεσμικού παραδειγματισμού, καθώς το δικαστήριο έστειλε «μέσα» όχι μόνον τα πολιτικά στελέχη με τις βαριές ποινές, πάνω από δέκα χρόνια και τους άλλους με μικρότερες ποινές έξι ή επτά χρόνια, σηματοδοτώντας με την απόφασή του τη μεγίστη απαξία των πράξεών τους που ουσιαστικά είχαν στραφεί κατά του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Οι δικαστές, πέραν των πολιτικών στελεχών, μαζικά έστειλαν στη φυλακή όλους όσοι είχαν προσωπική συμμετοχή ως επιχειρησιακά στελέχη ή απλά μέλη της Χ.Α., σε εγκλήματα, δολοφονίες, βίαιες επιθέσεις και λοιπά, ξεκινώντας από τον Γιώργο Ρουπακιά που καταδικάστηκε σε ισόβια και 14 χρόνια για τη στυγερή δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ενώ μαζί με αυτόν στη φυλακή οδηγήθηκαν πρωτοκλασάτα επιχειρησιακά στελέχη της Χ.Α. με δράση σε περιοχές του Πειραιά, όπως ο Γιώργος Πατέλης, Αναστάσιος Πανταζής και Κωνσταντίνος Καζαντζόγλου.
Στη φυλακή επίσης οδηγήθηκαν όσοι μετείχαν στην ανθρωποκτόνο επίθεση κατά των Αιγυπτίων ψαράδων, αλλά και στη στυγερή δολοφονία του πακιστανικής καταγωγής Σαχζάτ Λουκμάν, έστω κι αν οι συγκεκριμένοι είχαν καταδικαστεί ήδη για τη δολοφονία, είχαν εκτίσει την ποινή τους και στη δίκη για τη Χ.Α. καταδικάστηκαν μόνον για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης.
Η βαρύτατη απόφαση καταδίκης που κατέληξε στην κρίση των δικαστών (Μαρία Λεπενιώτη, Γεσθημανή Τσουλφόγλου, Ανδρέας Ντόκος) να πάνε φυλακή συνολικά 38 άτομα ακόμα και για ποινές πέντε χρόνων, κάτι που δεν συνηθίζεται, εκτιμάται, ότι στηρίχθηκε στην παραδοχή πως η συγκεκριμένη εγκληματική οργάνωση είχε στόχο την κατάλυση του πολιτεύματος και της Δημοκρατίας.
Πάντως, η δικαστική απόφαση ήταν εντελώς αντίθετη από την εισαγγελική πρόταση και δεν επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις παραγόντων της δίκης που θεωρούσαν ότι το δικαστήριο θα προχωρήσει στη χορήγηση αναστολής για τις ποινές περισσότερων κατηγορουμένων.
Για τον λόγο αυτό η ιστορικότητα αυτής της δίκης, που θα αναφανεί με τον καιρό, ξεπερνά κατά πολύ τα ελληνικά σύνορα και αποτελεί την πρώτη καταδικαστική απόφαση ναζιστικού πολιτικού μορφώματος στην Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Και κάτι ακόμα, είναι μία απόφαση που συγκρίνεται, ως προς το θεσμικό της βάρος, μόνον με εκείνη την απόφαση του 1975 με τον αείμνηστο Ντεγιάννη, στη δίκη των πρωταιτίων του απριλιανού πραξικοπήματος.