Μία ειδικευόμενη κλαίει γυρνώντας σπίτι έπειτα από εφημερία. Ενας άλλος έχει στο μυαλό του τους εκατοντάδες αρρώστους – μία εξ αυτών είναι η 55χρονη μητέρα του. Η διευθύντρια μονάδας εντατικής θεραπείας δεν έχει λόγια για να περιγράψει αυτό που συμβαίνει. Μία άλλη λέει πως έχουν όλοι ξεπεράσει τα όριά τους – αναφέρει πως τρεις αίθουσες χειρουργείου στο ΑΧΕΠΑ έχουν γίνει μονάδες εντατικής θεραπείας. «Αυτό δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε», λέει στην «Κ» – «μόνο σε πόλεμο». Αυτή είναι η πραγματικότητα στα δημόσια νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, όπως τη βιώνουν καθημερινά οι γιατροί της.
Η Ελένη Γκέκα (φωτ.), διευθύντρια της ΜΕΘ στο ΑΧΕΠΑ, δηλώνει στην «Κ» πως οι μονάδες έχουν 100% πληρότητα. Τα κρεβάτια εντατικής του νοσοκομείου ήταν 26 – τώρα είναι 43 καθώς διάφοροι χώροι, όπως μονάδες μετεγχειρητικής φροντίδας ή τα τρία προαναφερθέντα χειρουργεία, έχουν μετατραπεί σε εντατικές. Το ΑΧΕΠΑ, λέει, λειτουργεί σχεδόν εξ ολοκλήρου σαν νοσοκομείο COVID, καθώς τις τελευταίες περίπου 10 μέρες έρχονται ασθενείς για εκτίμηση από ειδικούς, αλλά τα χειρουργεία μπαίνουν στην ιδιωτική κλινική Κυανούς Σταυρός ή στο 424. Ολο το προσωπικό που έχει σχετικές γνώσεις, έχει μεταφερθεί στην εντατική, αλλά υπάρχουν εκεί και άτομα που δουλεύουν στην εντατική για πρώτη φορά. «Η κατάσταση είναι τραγική», δηλώνει. Την Τετάρτη εισήχθησαν στο ΑΧΕΠΑ 130 ασθενείς με κορωνοϊό – τρεις από αυτούς μπήκαν κατευθείαν σε ΜΕΘ. Τονίζει πως προσπαθούν να διαμορφώσουν κι άλλους χώρους που έχουν υποδομές για αναπνευστήρες – «θα τους υποστηρίξουμε όπως μπορούμε και όπως ξέρουμε», λέει, «για να μην πεθάνουν στα φορεία». Η Θεσσαλονίκη, συμπληρώνει, έχει γίνει το Μπέργκαμο της Ελλάδας.
Στο νοσοκομείο Παπανικολάου λειτουργούν μονάδες εντατικής θεραπείας σε τέσσερις χώρους, δηλώνει στην «Κ» η Μηλίτσα Μπιτζάνη, η διευθύντρια της μιας εκ των δύο μονάδων εντατικής θεραπείας που υπήρχαν στο νοσοκομείο προ κορωνοϊού. Την Τρίτη, το νοσοκομείο είχε γενική εφημερία. Το πρωί της Τετάρτης, και οι 43 κλίνες στις τέσσερις μονάδες ήταν καλυμμένες. «Είχαμε εκκενώσει κάποια κρεβάτια, μετά είχαμε 7 εισαγωγές – 2 από επαρχιακά νοσοκομεία», αναφέρει. Η ίδια λέει πως άτομα που δεν είναι πλέον μολυσματικά αλλά χρειάζονται ακόμα αναπνευστική υποστήριξη, πολλές φορές πάνε σε ιδιωτική ΜΕΘ ή σε άλλους χώρους του νοσοκομείου. Το θέμα με τις ΜΕΘ στις οποίες νοσηλεύονται ασθενείς θετικοί στον κορωνοϊό είναι πρώτον το προσωπικό, το οποίο πρέπει να είναι εξειδικευμένο και τονίζει πως οι ιδιωτικές ΜΕΘ δεν διαθέτουν προσωπικό όπως αυτό των μονάδων στα δημόσια νοσοκομεία, δεύτερον ο εξοπλισμός. «Ο εξοπλισμός των μηχανημάτων είναι ο ίδιος αλλά ο προστατευτικός εξοπλισμός είναι διαφορετικός», λέει η κ. Μπιτζάνη, τονίζοντας πως ό,τι ελλείψεις είχαν σε εξοπλισμό έχουν καλυφθεί από δωρεές που βρίσκονται στην αποθήκη του υπουργείου Υγείας, το οποίο τους στέλνει επιπλέον εξοπλισμό.Δέχονται ασθενείς με κορωνοϊό εδώ και 8 μήνες, οπότε κάποια πράγματα τα έχουν συνηθίσει. «Οταν ξεκινήσαμε τον Απρίλιο, υπήρχε φόβος», δηλώνει. Τώρα ξέρουν πώς να ντυθούν, πώς να ξεντυθούν, πώς ακριβώς να τηρήσουν τους κανόνες για να μην κολλήσουν και οι ίδιοι –«είναι πολύ μεγάλο στρες αυτό»–, όπως και τι ενέργειες να ακολουθήσουν όσον αφορά τους αρρώστους. Αλλά η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από το πρώτο κύμα, όταν είχαν πολύ λιγότερους ασθενείς και σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες.
«Είναι νέοι ασθενείς, έχουμε και κάτω από 40 χρόνων, αλλά η πλειοψηφία είναι 40 με 60, με περισσότερους προς τα 40 – ένα μεγάλο μέρος δεν έχουν υποκείμενα νοσήματα», λέει η κ. Μπιτζάνη, αναφέροντας όμως πως κάποιοι από αυτούς ανταποκρίνονται γρήγορα στη θεραπεία. «Απλώς έχει πιεστεί το σύστημα πάρα πολύ», συμπληρώνει.
«Αυτή η ασθένεια είναι κάτι εξωπραγματικό»
Ο Δημήτρης Γιαννακίδης είναι στο τέταρτο έτος της ειδικότητάς του στη γενική χειρουργική του ΑΧΕΠΑ. Στα νοσοκομεία, αναφέρει, έχουν συγχωνευθεί οι περισσότερες κλινικές, το εξουθενωμένο προσωπικό δουλεύει χωρίς ρεπό και κάνει ό,τι μπορεί αλλά δεν υπήρχε καλή οργάνωση. «Δεν υπήρχε ένα σοβαρό σχέδιο, όλα έγιναν τελευταία στιγμή», λέει στην «Κ». Τονίζει πως έπρεπε από το καλοκαίρι να είχε ξεκινήσει εκπαίδευση του προσωπικού και όχι να γίνει τώρα ένα σεμινάριο μιας ώρας από το ΕΚΑΒ – ούτε ο ίδιος ούτε άλλοι ειδικευόμενοι ειδικά μη παθολογικών ειδικοτήτων, όπως οφθαλμίατροι ή ωτορινολαρυγγολόγοι, θυμούνται πολλά από παθολογία, αναφέρει. «Ρίχνεις προσωπικό στη μάχη που δεν έχει εμπειρία», τονίζει. Δεν φοβάται για τον εαυτό του –«πηγαίνω με το ηθικό ψηλά και αισιοδοξία για το ότι θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση»– μόνο ανησυχεί ότι δεν θα έχουν κλίνες και δεν θα μπορέσουν να νοσηλεύσουν έναν άνθρωπο που το χρειάζεται. Φοβάται επίσης για την 55χρονη μητέρα του που νοσηλεύεται με κορωνοϊό. «Πρώτη φορά τη βλέπω τόσο καταβεβλημένη – αυτή η ασθένεια είναι κάτι εξωπραγματικό, λες και είναι ταινία, λες και θα ξυπνήσεις και δεν θα είναι πραγματικότητα», λέει, τονίζοντας πως πολλοί ασθενείς δυσκολεύονται τόσο πολύ να αναπνεύσουν που δεν μπορούν να μιλήσουν. Και σε αυτή τους την πάλη είναι μόνοι τους, οπότε το προσωπικό παίρνει και τον ρόλο των ακούσια φυσικά απόντων συγγενών. «Ολα τόσο ψυχρά»Αναφέρει πως παλιά έλεγαν στους συγγενείς να βγαίνουν έξω – «τώρα έχουν γίνει όλα τόσο ψυχρά». «Βλέπουν συνεχώς ανθρώπους με στολές, δεν υπάρχει άνθρωπος να τους πει μία κουβέντα». Κι έτσι, το προσωπικό πρέπει εκτός των άλλων να τους ταΐσει, να τους καθαρίσει, να τους δώσει φάρμακα, να τους πει μια εμψυχωτική κουβέντα.
Μία ειδικευόμενη μη παθολογικής ειδικότητας στο «Παπαγεωργίου», η οποία δεν ήθελε να ονομαστεί, λέει στην «Κ» πως είναι χάλια ψυχολογικά γιατί νιώθει ανεπαρκής. Η ίδια δηλώνει πως σε μία εφημερία είναι τρία άτομα για 50 ασθενείς –δύο ειδικευόμενοι και ένας ειδικός– και ο ειδικός σε κάποιες από τις καλύτερες περιπτώσεις είναι ογκολόγος, σε άλλες μπορεί να είναι μέχρι και δερματολόγος. Λέει πως κάθε νοσοκομείο κάνει ό,τι μπορεί γιατί δεν υπάρχουν κλίνες, και το ίδιο κάνει και το προσωπικό.«Εγώ δεν ξέρω καν απλή νοσηλεία να κάνω, μπαίνω στους θαλάμους, βλέπω ασθενείς, αν έχουν πυρετό, πώς είναι το οξυγόνο τους, γράφω εξιτήρια, έχω τρομερό στρες επειδή είμαι εκτός πεδίου, διαβάζω ό,τι μπορώ από πνευμονολογία και λοιμωξιολογία, αλλά κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό γιατί δεν ξέρω τι πρόκειται να συμβεί και αν θα μπορώ να το αντιμετωπίσω», λέει η ίδια. Αυτή την εβδομάδα ένας ασθενής έπαθε κρίση πανικού, πέταξε μάσκες και ορούς και έλεγε πως θέλει να πηδήξει από το μπαλκόνι. Τις προάλλες σε μία πρωινή επίσκεψη στον θάλαμο, βρήκαν δύο ασθενείς που είχαν πεθάνει. «Σήμερα γυρνούσα από το νοσοκομείο και έκλαιγα σε όλη τη διαδρομή», αναφέρει η ίδια. «Από το άγχος, την πίεση όλης της βραδιάς». Αυτό που τους εξοργίζει όμως όλους είναι πως ένα τμήμα της κοινωνίας ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. «Μάλωναν όλοι για τις πορείες του Πολυτεχνείου», λέει η ειδικευόμενη – «καθίστε σπίτι, γιατί αν πάτε στο νοσοκομείο μπορεί να σας δει οφθαλμίατρος ή δερματολόγος».«Ολοι αυτοί οι ανεύθυνοι που βγαίνουν και κάνουν εξυπνάδες, στις πλάτες των άλλων τα κάνουν», δηλώνει η κ. Μπιτζάνη. «Ολοι προειδοποιούσαν ότι θα έρθει δεύτερο κύμα, και ο κόσμος το πήρε πολύ αψήφιστα όλο αυτό», λέει ο κ. Γιαννακίδης. «Αν φορούσαν όλοι μια απλή μασκούλα από το καλοκαίρι και μετά δεν θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε». Ο Θανάσης Εξαδάκτυλος, πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, σημειώνει πως κάποια μέτρα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί πιο νωρίς. Στη Θεσσαλονίκη, λέει, υπάρχει μείωση του ρυθμού αύξησης των κρουσμάτων αλλά όχι σταθεροποίηση ή επιβράδυνση, ενώ το προσωπικό λειτουργεί χάρη στην αδρεναλίνη. «Και αυτή κάποια στιγμή εξαντλείται», τονίζει.Μόνη λύση τα μέτρα
Η κ. Γκέκα, η διευθύντρια της ΜΕΘ του ΑΧΕΠΑ, αναφέρει πως η καλή έκβαση ενός ασθενούς είναι το μόνο πράγμα που της δίνει λίγη αισιοδοξία – τίποτε άλλο. Συμπληρώνει πως νοσηλεύονται τόσοι ασθενείς, που αν κάποιος γνωστός της ζητήσει να ρωτήσει για την κατάσταση ενός εξ αυτών, είναι δύσκολο να βρουν σε ποια κλινική είναι μέσα στο νοσοκομείο. «Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που πιστεύουν ότι όλα αυτά είναι για τρομοκρατία, είναι φοβερό, φτάνει να μην έρθουν στη θέση αυτή», δηλώνει. Η ίδια λέει πως η μόνη λύση, όσο δύσκολη κι αν είναι, είναι να κρατήσουμε τα μέτρα.
«Εχουμε κάθε μέρα άγχος»
Η Γλυκερία Βλαχογιάννη (φωτ.) δουλεύει ως γιατρός τα τελευταία 35 χρόνια, ενώ από το 2011 είναι η διευθύντρια της ΜΕΘ του νοσοκομείου «Αγιος Δημήτριος» στη Θεσσαλονίκη. «Δεν έχω λόγια, δεν τα έχουμε ξαναζήσει αυτά», λέει στην «Κ». Τονίζει πως τον τελευταίο καιρό έχουν διασωληνώσει μέχρι και έναν 35χρονο, μία 27χρονη και μία 17χρονη, κανείς εκ των οποίων δεν είχε τίποτα επιβαρυντικό στην υγεία του. «Η πνευμονία που γίνεται από τον ιό αυτό είναι πολύ βαριά, μπορεί μέσα σε λίγες ώρες να χάσεις τον άνθρωπό σου», συμπληρώνει. «Εχουμε κάθε μέρα άγχος».Εκτός από τη σωματική κόπωση, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό έχει κουραστεί και ψυχολογικά. Η αγωνία των ίδιων, η αγωνία του περιβάλλοντος των αρρώστων που είναι απομονωμένοι, μακριά από δικούς τους ανθρώπους, οι θάνατοι, η πίεση, ακόμα και η στολή –«ιδρώνεις, διψάς, δεν μπορείς να πιεις νερό, δεν μπορείς να πας τουαλέτα, τα ρούχα είναι μολυσμένα»–, είναι όλοι παράγοντες που συμβάλλουν σε μία καθημερινή ψυχική φόρτιση που το προσωπικό δεν μπορεί να αποβάλει. Αυτή την εβδομάδα στον «Αγιο Δημήτριο» θα ανοίξουν τρεις ακόμα ΜΕΘ – «πιέζουμε να μας δώσουν ό,τι προσωπικό έχουν, από οπουδήποτε μπορεί να περισσέψουν 3, 4, 5 άτομα», λέει η κ. Βλαχογιάννη, συμπληρώνοντας πως υπάρχει «ανοιχτή γραμμή» με όλα τα νοσοκομεία Βορείου Ελλάδος.
«Είναι στα κόκκινα τα νοσοκομεία μας», λέει στην «Κ» ο Νίκος Νίτσας, πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, αναφέροντας πως πολλοί από το προσωπικό νοσούν, ενώ έχουν και τις πρώτες απώλειες μεταξύ συναδέλφων – «απώλειες πάνω στη μάχη».
To υπάρχον προσωπικό δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτούς τους ρυθμούς
«Είναι θέμα χρόνου οι κλίνες να εξαντληθούν», λέει στην «Κ» ο Θανάσης Εξαδάκτυλος, πρόεδρος του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου. Στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης, τα οποία τονίζει πως λειτουργούν σε πολεμικές συνθήκες, δημιουργούνται κάθε μέρα κλίνες που δεν υπήρχαν την προηγουμένη για να υποδεχθούν ασθενείς με κορωνοϊό. Ο ίδιος αναφέρει πως πολύ σύντομα άνθρωποι που νοσούν θα πρέπει να μεταφερθούν σε χώρους εξωνοσοκομειακούς, οι οποίοι θα διαμορφωθούν αντιστοίχως. Χρειάζεται όμως επειγόντως επιπλέον προσωπικό, καθώς το υπάρχον «δεν μπορεί να ανταποκριθεί ούτε σε αυτούς τους αριθμούς, ούτε σε αυτούς τους ρυθμούς, ούτε σε αυτή τη διάρκεια», συμπληρώνει. Πέραν των σοβαρών ελλείψεων σε διαθέσιμο εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο να μπορεί να προσληφθεί –«δεν υπάρχουν 180 άνεργοι εντατικολόγοι», λέει η κ. Μπιτζάνη– υπάρχει και το θέμα της αμοιβής. «Στην Ελλάδα οι αμοιβές των γιατρών είναι πάρα πολύ χαμηλές», τονίζει ο κ. Εξαδάκτυλος, ζητώντας αύξηση και ένα ισχυρότερο επίδομα πανδημίας για τους γιατρούς του εθνικού συστήματος υγείας, και συμπληρώνοντας πως ιδιώτες γιατροί που θα βοηθήσουν πρέπει να μπορούν να το κάνουν υπό αξιοπρεπείς συνθήκες – και για τα πάγια έξοδα του ιατρείου που προσωρινά θα εγκαταλείψουν και για τον χρόνο που θα εργαστούν. «Αυτή τη στιγμή είναι η πιο δύσκολη δουλειά που θα χρειαστεί να κάνει ένας γιατρός», δηλώνει.