Την εβδομάδα που μας πέρασε, o 45χρονος άνδρας πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο αναφοράς της ευρωπαϊκής πόλης στην οποία ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια. Μετά δύο μήνες –εκ των οποίων οι σαράντα ημέρες στην εντατική– κατάφερε να νικήσει τον κορωνοϊό. Η σύζυγός του –επίσης Ελληνίδα– και τα τρία μικρά τους παιδιά τον περίμεναν έξω από το νοσοκομείο. Εβγαλαν στα γρήγορα όλοι μαζί μια φωτογραφία και ξεκίνησαν για το σπίτι τους. Εκείνος ένιωθε πως είχε μπροστά του μακρύ δρόμο πλήρους ανάρρωσης, στο σπίτι τους όμως όλα θα ήταν πιο εύκολα.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμα, του ήρθαν έντονα στο μυαλό οι τελευταίες στιγμές από εκείνο το βράδυ του Σεπτεμβρίου όταν πήρε την απόφαση να πάει μόνος του στο νοσοκομείο. Ηταν 2 τα ξημερώματα, είχε για δεύτερη συνεχόμενη ημέρα υψηλό πυρετό και δύσπνοια. Οντας ο ίδιος γιατρός ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά, πως δεν ήταν μια απλή ίωση. Πήρε τα κλειδιά, χαιρέτησε τη γυναίκα του, έκλαψαν και οι δύο. «Δεν ξέραμε τη συνέχεια. Κάπως έτσι πήγαν να σβήσουν τα πάντα, τόσο γρήγορα, τόσο απρόσμενα, τόσο απλά, χωρίς να προλάβω να αποχαιρετήσω τους δικούς μου ανθρώπους, να αγκαλιάσω τα παιδιά μου», έγραψε αργότερα.
Στο ίδιο κείμενο, είχε περιγράψει το χρονικό της δύσκολης εκείνης περιόδου αφού διαγνώστηκε με κορωνοϊό: «Ολοι οι γιατροί είμαστε στην πρώτη γραμμή υψηλού ρίσκου και αυτό το τίμημα το πληρώνουμε (…) Το να μπεις σε ένα νοσοκομείο χωρίς υποκείμενα νοσήματα και μέσα σε πέντε μέρες να ετοιμάζονται να σου κλείσουν τα μάτια σίγουρα δεν είναι απλό. Δεν είσαι προετοιμασμένος». Περιέγραφε το πώς ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει, πώς η πνευμονία κάλπαζε κόβοντας κάθε δίοδο για οξυγόνο. Εντρομοι οι γιατροί μετά μερικές ημέρες τον μετέφεραν σε εντατική άλλου νοσοκομείου. Εκεί εισήχθη με βαριά αναπνευστική ανεπάρκεια. Εβλεπε τους συναδέλφους του να συζητούν για το εάν θα τον διασωληνώσουν ή όχι. Τελικά αποφασίστηκε να δοκιμάσουν σε εκείνον τον μη επεμβατικό αερισμό – μια επώδυνη διαδικασία με επίσης μεγάλο ρίσκο. «Εκείνη τη στιγμή “πάγωσε” ο χρόνος μέσα μου, φοβήθηκα ότι δεν θα ξαναγκαλιάσω τα παιδιά μου, τη γυναίκα μου. Στην COVID πεθαίνεις μόνος, κανείς δεν πρόκειται να σε δει, κανείς δεν θα σε αγγίξει. Σε σφραγίζουν και φεύγεις, όπως έκαναν σε δύο διπλανούς μου στο δωμάτιο. Τους έβλεπα μέσα στην παραζάλη της υποξίας μου να τους παίρνουν νεκρούς. Εκανα τον σταυρό μου και αφέθηκα στη μοίρα μου. Είπα ότι δεν πρέπει να τελειώσει εδώ».
Αναπάντεχες επιθέσεις
Μετά μία εβδομάδα συνεχούς μηχανικής υποστήριξης αναπνοής, οι γιατροί του άρχισαν να βλέπουν σημεία βελτίωσης. Είχε ακόμα δρόμο, αλλά πλέον μπορούσε να αναπνεύσει μόνος του. Ενα πρωί, μέσα από το δωμάτιο του νοσοκομείου, έκατσε και αυθόρμητα έγραψε το κείμενο για το τι περνούσε. Πήρε αμέτρητα μηνύματα συμπαράστασης αλλά υπήρχαν και κάποιες αντιδράσεις που τον αιφνιδίασαν. Κάποιοι, άγνωστοι σε αυτόν, τον κατηγόρησαν πως είχε πάρει χρήματα για να ποζάρει για φωτογράφιση και να γράψει τα όσα έγραψε… Εκείνος, που ακόμα έδινε μια δύσκολη μάχη, αποφάσισε να διαγράψει την αρχική ανάρτηση. «Δεν έχω αρκετό οξυγόνο για να ξοδέψω αυτή τη στιγμή», έγραψε στους φίλους του εξηγώντας την κίνησή του.
Η ανακούφιση όλων την ημέρα που του ανακοίνωσαν πως θα επέστρεφε σύντομα σπίτι του ήταν τεράστια. Ο ίδιος, άλλωστε, γνωρίζει πολύ καλά πως μέσα στην απίστευτη περιπέτειά του στάθηκε τυχερός: Οι γιατροί του ήταν ξεκάθαροι – η αναστροφή της κλινικής του εικόνας ήταν ένα θαύμα. Θα μπορούσε να μην τα έχει καταφέρει. Την ημέρα που εκείνος ετοιμαζόταν να πάρει εξιτήριο, ένας συνάδελφός του στην Αθήνα, επίσης γιατρός, πνευμονολόγος, 42 ετών και εκείνος με τρία μικρά παιδιά έχασε την ίδια μάχη. Νοσηλεύθηκε στις αρχές Νοεμβρίου, διασωληνώθηκε και στις 15 Νοεμβρίου πέθανε από κορωνοϊό.
«Ο ιός υπάρχει, εάν δεν είναι επικίνδυνος στον έναν, μπορεί να είναι στον άλλο. Σε όσους δεν πιστεύουν στον κορωνοϊό, θα ευχηθώ να είναι τυχεροί να μην ζήσουν ό,τι πέρασα. Κανείς δεν γνωρίζει αν κάποιος θα τον περάσει ασυμπτωματικός ή όχι. Μην παίζετε πόκερ τη ζωή σας και των δικών σας. Δεν είναι αστείο», είχε καταλήξει στο κείμενό του ο 45χρονος άνδρας που σήμερα αναρρώνει σπίτι του μαζί με τη σύζυγο που επίσης νόσησε –ευτυχώς ελαφρά– και τα παιδιά τους. Ο ίδιος δεν επιθυμεί να μιλήσει επώνυμα. Ο λόγος είναι τα κακεντρεχή σχόλια των αρνητών. Πέρασε ένα γολγοθά και δεν έχει κουράγιο να υποστεί άλλη ταλαιπωρία.