Νωρίτερα και με μεγαλύτερη συμμετοχή των φοιτητών σε σχέση με το lockdown της άνοιξης έγιναν οι δηλώσεις διδακτικών συγγραμμάτων. Την ίδια στιγμή, οι εκδότες διαμαρτύρονται ότι θα επωμιστούν και στο τρέχον εξάμηνο το κόστος διανομής των συγγραμμάτων στους φοιτητές. Από την άλλη, «πυροτέχνημα» αποδεικνύονται όσα περί ηλεκτρονικών συγγραμμάτων έλεγε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας την περασμένη άνοιξη, όταν εφαρμόστηκε πλήρως η τηλεκπαίδευση στα ΑΕΙ.
Ειδικότερα, οι δηλώσεις των διδακτικών συγγραμμάτων του τρέχοντος χειμερινού εξαμήνου ολοκληρώθηκαν την περασμένη Κυριακή 22 Νοεμβρίου. Εφθασαν τις 251.825, ενώ δηλώθηκαν 1.377.788 συγγράμματα. Σε σχέση με το χειμερινό εξάμηνο του 2019-2020, φέτος υποβλήθηκε μεγαλύτερος αριθμός δηλώσεων (τότε ήταν 249.002 και το περασμένο εαρινό εξάμηνο 225.813) σε συντομότερο χρονικό διάστημα και με τη διαδικασία να ολοκληρώνεται δύο μήνες νωρίτερα. «Η ακαδημαϊκή κοινότητα συνεχίζει να αποδεικνύει την προσαρμοστικότητα και την ετοιμότητά της και οι αριθμοί, τόσο για τα ποσοστά της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης όσο και για τη δήλωση συγγραμμάτων, το αποτυπώνουν με τον πιο ξεκάθαρο και εμβληματικό τρόπο», ανέφερε ο υφυπουργός Παιδείας Βασίλης Διγαλάκης.
Kατ’ οίκον διανομή
Ηδη ξεκίνησε η διαδικασία για την κατ’ οίκον διανομή των διδακτικών συγγραμμάτων στους φοιτητές ανά την επικράτεια και την Κύπρο, η οποία θα γίνει και αυτή τη φορά με ευθύνη και δαπάνη των εκδοτικών οίκων. Ωστόσο, στο θέμα αυτό υπάρχει οξύτατη αντίδραση των εκδοτών. Οπως λέει σε επιστολή του στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ο Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων, «την άνοιξη η υπουργός Παιδείας επέβαλε στους εκδότες να διανείμουν τα συγγράμματα στους φοιτητές μέσω εταιρειών ταχυμεταφοράς με την υπηρεσία διανομής κατ’ οίκον. Επιβλήθηκε στους εκδότες να επωμιστούν το κόστος της αποστολής και διανομής, σε όλη την επικράτεια και την Κύπρο, δίχως το κράτος να αναλάβει το παραμικρό οικονομικό βάρος, δίχως να παρασχεθεί στους εκδότες βιβλίων η παραμικρή οικονομική στήριξη. Το κόστος της διανομής ξεπέρασε τα 3 εκατομμύρια ευρώ και επιβάρυνε μόνον τους εκδότες βιβλίων και τις επιχειρήσεις τους.
Ενόψει του χειμερινού ακαδημαϊκού εξαμήνου, το υπουργείο Παιδείας καλεί εκ νέου τους εκδότες βιβλίου να διανείμουν τα συγγράμματα. Δίχως ίχνος έμπρακτης αναγνώρισης στο κοινωνικό έργο που επιτελέστηκε την άνοιξη. Κοινωνική πολιτική θα κάνουν πάλι οι εκδότες-επιχειρηματίες, όχι το κράτος».
Από την άλλη, υπάρχει ο αντίλογος που εστιάζει στην προώθηση του ηλεκτρονικού συγγράμματος. Οπως λέει στην «Κ» η καθηγήτρια Ιστορίας του Παν. Αθηνών Ευγενία Μπουρνόβα, «το γεγονός ότι οι εκδότες υπέκυψαν στην απαίτηση του υπουργείου την άνοιξη πηγάζει από τη μακροχρόνια σχέση ανάμεσα στους δύο, που επέτρεψε, για δεκαετίες ολόκληρες, την οικονομική ευημερία πολλών εκδοτικών οίκων. Τώρα όμως, μια δεύτερη αποστολή με couriers ανεβάζει πάρα πολύ το κόστος, ιδίως σε μια περίοδο που το έντυπο βιβλίο περνάει μεγάλη κρίση. Για άλλη μία φορά λοιπόν, μπαίνει το ζήτημα των συγγραμμάτων για τα οποία ο Ελληνας φορολογούμενος πληρώνει πολλά. Ωστόσο, σε λίγες μόνο επιστήμες και γνωστικά αντικείμενα τα συγγράμματα είναι απαραίτητα (π.χ. Νομική και Ιατρική). Μέρος της λύσης θα ήταν τα ηλεκτρονικά συγγράμματα, και υπάρχουν ήδη αρκετά και συνεχώς αυξάνονται στο αποθετήριο ανοικτής πρόσβασης “Κάλλιπος”.
Ενα άλλο μέρος της λύσης είναι η δημιουργία αναγνωστηρίων με αρκετά αντίτυπα, με στόχο την κατάργησή τους όπου δεν είναι απαραίτητα. Η κατάργηση όμως της δωρεάν διανομής σε κάθε φοιτητή, ενός συγγράμματος για κάθε μάθημα ανεξαρτήτως της αναγκαιότητας, θεωρείται από πολλούς αντιλαϊκό μέτρο και όχι προοδευτικό».ae