Eκτακτη συνεδρίαση της Συνόδου των Πρυτάνεων αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί την προσεχή Τρίτη, έπειτα από αίτημα της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως με στόχο να γίνει συζήτηση για τα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων βίας και παραβατικότητας στα ΑΕΙ. Επίσης, αναμένεται να συζητηθούν ρυθμίσεις που αφορούν το σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ (θέσπιση βαθμολογικού ορίου, μείωση του αριθμού σχολών που θα μπορεί να δηλώσει ο υποψήφιος). Πληροφορίες της «Κ» αναφέρουν ότι οι αλλαγές θα ισχύουν από τους φετινούς υποψηφίους που θα εξεταστούν τον προσεχή Μάιο.Από την άλλη, πάντως, η ομοσπονδία των πανεπιστημιακών ΠΟΣΔΕΠ διαφοροποιείται ευθέως σε ένα καίριο σημείο των μέτρων που προτείνει η κυβέρνηση για την προστασία των ΑΕΙ. Συγκεκριμένα, η ΠΟΣΔΕΠ είναι θετική στη σύσταση ειδικού ανεξάρτητου σώματος φύλαξης στα ΑΕΙ, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, ωστόσο λέει ότι το ειδικό σώμα φύλαξης «πρέπει να εποπτεύεται από τον πρύτανη και όχι από την ΕΛ.ΑΣ., όπως είναι η κυβερνητική πρόταση». Η Διοικούσα Επιτροπή της ΠΟΣΔΕΠ είναι θετική στην ύπαρξη κάρτας εισόδου στα πανεπιστημιακά κτίρια και δη σε εργαστήρια, χώρους με υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό και διοικητικούς χώρους.
Αντιθέτως, για την πρόθεση της κυβέρνησης να γίνουν πιο αυστηρές οι ποινές για τις πράξεις βίας εντός των ΑΕΙ, η ΠΟΣΔΕΠ δηλώνει ότι ο ισχύων Ποινικός Κώδικας είναι επαρκής, ενώ επισημαίνει ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες «καθορίζονται από τους εσωτερικούς κανονισμούς των ιδρυμάτων, οι οποίοι συντάσσονται από τα ίδια τα αυτοδιοικούμενα κατά το Σύνταγμα ιδρύματα. Αποτελεί ευθύνη της ακαδημαϊκής κοινότητας και των πανεπιστημιακών αρχών ο καθορισμός των διαδικασιών και η εφαρμογή τους».
Γράφουν για το θέμα:
Το τέλος της εθελοτυφλίας
Του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Γ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ*
Σε κάθε χώρο που υπηρετεί την προαγωγή της παιδείας ως βασικής αποστολής του κράτους για τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, η ελευθερία της διδασκαλίας κατοχυρώνεται μεν συνταγματικά, στην πράξη όμως στα πανεπιστήμιά μας, εδώ και δεκαετίες, προσβάλλεται από αντιδημοκρατικές συμπεριφορές, τις οποίες η κοινωνία και όλοι μας συνηθίσαμε να παρακολουθούμε να μένουν ατιμώρητες. Τώρα, λοιπόν, το ζητούμενο είναι η ενίσχυση των ελληνικών ΑΕΙ με θεσμικά μέσα διαφύλαξης της ακαδημαϊκής ελευθερίας και στην κατεύθυνση αυτή ζητούμενο είναι μια τολμηρή και ρεαλιστική προσέγγιση, που θα σηματοδοτήσει τον εξευρωπαϊσμό της εικόνας τους. Οφείλουμε προς την κοινωνία, την οποία υπηρετούμε, να κάνουμε ένα γενναίο βήμα μπροστά από τις συνηθισμένες διαπιστώσεις, τις διαρκείς διαμαρτυρίες και τις πομπώδεις εκφράσεις αποτροπιασμού για τη βία, τις φασιστικές πρακτικές, τους βανδαλισμούς στη δημόσια περιουσία – πομπώδεις όχι γιατί δεν είναι ειλικρινής ο αποτροπιασμός, μα επειδή «ξεφουσκώνει» όταν οι πράξεις αποδεικνύονται αναντίστοιχες των λόγων. Είναι λοιπόν τώρα η ώρα της επίγνωσης ευθύνης, η οποία απορρέει από τον διακριτό θεσμικό ρόλο που έχει ανατεθεί στον καθένα μας. Είναι η ώρα να αναζητήσουμε συναινέσεις και να απαντήσουμε συντεταγμένα και οριστικά ότι έχει τελειώσει η ανοχή στην τρομοκράτηση καθηγητών, εργαζομένων, φοιτητών.
Ακούγοντας την πρόταση για τη σύσταση ενός Σώματος που θα έχει θεσμική αρμοδιότητα την προστασία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, όσο και τις προτάσεις, οι οποίες αφορούν την πρόβλεψη ελέγχου των εισερχομένων στα ιδρύματα και την αναμόρφωση του πειθαρχικού και ποινικού δικαίου σχετικά με περιστατικά βίας και κάθε είδους αντιακαδημαϊκή πράξη, είναι ξεκάθαρο πως έχουμε δύο δυνατότητες: να οχυρωθούμε πίσω από όσα δεν μας βρίσκουν σύμφωνους ή να εργαστούμε από κοινού ώστε οι διατάξεις οι οποίες θα πάρουν τον δρόμο της Βουλής να επιφέρουν ουσιαστική αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος, να είναι πρακτικά εφαρμόσιμες.
Η συνεργασία μας με τις Αρχές της πολιτείας που είναι επιφορτισμένες με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν είναι και δεν μπορεί να αποτελεί ταμπού. Ούτε και η συζήτηση περί αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων είναι η «ιερή αγελάδα» πίσω από την οποία μπορούμε να κρύβουμε παθογένειες και αδυναμίες. Υπερασπιζόμαστε το πραγματικό και ουσιαστικό αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων στην πράξη όταν αποδεικνύουμε πως μπορούμε να φροντίσουμε τα «του οίκου μας» μόνοι μας και όταν συνεργαζόμαστε με την πολιτεία σε εκείνα που ξεπερνούν τις δυνατότητές μας.
Υπάρχουν θέματα ουσίας στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει, είναι όμως σαφές ότι τα σημεία προβληματισμού ή διαφωνίας που αναδεικνύει καθένας από τους συμμετέχοντες στη διαβούλευση δεν θα πρέπει να γίνουν άλλοθι ώστε να μην αλλάξει τίποτε. Δεν είναι εποικοδομητική η άρνηση ως στάση, ανεξαρτήτως ιδεολογικοπολιτικών προσεγγίσεων και αναφορών.
Ενα εμμονικό «όχι σε όλα» είναι απλώς κατώτερο των περιστάσεων. Οι πολίτες μάς παρακολουθούν και περιμένουν να ακούσουν από εμάς όχι βολικές δικαιολογίες, μα ακόμη και τις άβολες αλήθειες. Περιμένουν από εμάς ειλικρινείς και ρεαλιστικές απαντήσεις σε πραγματικά ζητήματα και όχι ακαδημαϊκού τύπου διατυπώσεις που θα παραπέμψουν τη συζήτηση σε ένα μέλλον το οποίο η ίδια η εθελοτυφλία υπονομεύει. Εχουμε τη δύναμη, το προνόμιο να μπορούμε να γίνουμε μέρος μιας θετικής αλλαγής. Αν επιλέξουμε να είμαστε φοβικοί, θα συμβάλουμε απλώς στη διαιώνιση ενός άτυπου καθεστώτος ομηρίας της βίας.
* Ο κ. Νικόλαος Γ. Παπαϊωάννου είναι πρύτανης ΑΠΘ.
Μη χρεωθεί η βία στους φοιτητές
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΥΛΟΥΡΗ*
Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα υποφέρει από χρόνια προβλήματα τα οποία έχουν επιδεινωθεί λόγω της οικονομικής και εν συνεχεία της υγειονομικής κρίσης. Πιεστικά είναι τα προβλήματα της υποχρηματοδότησης, του πληθωρισμού φοιτητών σε συνδυασμό με τη μείωση του προσωπικού και της δυσκίνητης γραφειοκρατίας που δεν επιτρέπει ευέλικτες αποφάσεις και γρήγορες δράσεις. Πηγή πολλών δυσλειτουργιών είναι το υπουργοκεντρικό σύστημα, που δεν επιτρέπει στα πανεπιστήμια βασικές αποφάσεις για τη λειτουργία τους παρά το περίφημο αυτοδιοίκητο, όπως και η αλλαγή της νομοθεσίας σχεδόν με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, ακόμα και υπουργού.
Η ασφάλεια και η φύλαξη αποτελούν επίσης ζητήματα που έχουν απασχολήσει την πανεπιστημιακή κοινότητα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ακραίας βίας και παραβατικότητας. Ωστόσο, η δυσανάλογη έμφαση σε αυτά τα περιστατικά από τα ΜΜΕ δημιουργεί στρεβλή εικόνα για το έργο που επιτελείται στα ελληνικά πανεπιστήμια, το οποίο είναι υψηλού επιπέδου. Η αντιμετώπιση της παραβατικότητας και της βίας απαιτεί οπωσδήποτε αποφασιστικότητα και σωστά επεξεργασμένο θεσμικό πλαίσιο, αλλά πρόκειται για φαινόμενα που δεν περιορίζονται στον χώρο των πανεπιστημίων και δεν χρειάζεται νέα ειδική ρύθμιση για αστυνομική επέμβαση. Κατηγορούμαστε συχνά εμείς οι πανεπιστημιακοί για ατολμία και για ταμπού απέναντι στα περιστατικά βίας στα πανεπιστήμια, δεν κατανοούμε όμως γιατί η αστυνομία τόσα χρόνια δεν έχει συλλάβει κανέναν από τους δράστες και μάλιστα μετά την κατάργηση του ασύλου.
Τις περισσότερες φορές η βία οφείλεται σε εξωπανεπιστημιακά στοιχεία που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με την υπάρχουσα ποινική νομοθεσία και τη δέουσα αστυνομική δράση. Δεν θα πρέπει να πληρώσουν οι φοιτητές ως σύνολο και η ακαδημαϊκή κοινότητα για μια παραβατικότητα που δεν τους ανήκει.
* Η κ. Χριστίνα Κουλούρη είναι πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου.