Διαβάζοντας το άρθρο του κ. Σταύρου Θεοδωράκη «ποιος λοιπόν θέλει και άλλους φαντάρους;» στην ηλεκτρονική έκδοση της Καθημερινής της 13 Ιανουαρίου 2021, πρέπει να αναγνωρίσω την αγωνία του για αύξηση της αμυντικής μας ισχύος μέσω της δημιουργίας ενός καλά εξοπλισμένου, ευέλικτου, επαγγελματικού στρατού. Απόλυτα θα συμφωνήσω και με την ανάγκη ορθολογιστικής αναδιάταξης στρατοπέδων και μονάδων, μείωση «εξωστρατιωτικών» δραστηριοτήτων και πλήρη εξοβελισμό κάθε ρουσφετολογικής – μικροπολιτικής παρέμβασης. Ορθή και η παρατήρηση της ύπαρξης ανορθολογικά μεγάλου αριθμού ανωτάτων αξιωματικών. Έχω μάλιστα προ και καιρού επισημάνει ότι ο ανεπίτρεπτα χαμηλά χρόνος πραγματικής στρατιωτικής εκπαίδευσης των κληρωτών μας σε αντίθεση με την υπερβολική ενασχόληση σε καθήκοντα φύλαξης και «αγγαρειών» αποτελούν βασική αιτία ενδεχόμενης απαξίωσης του θεσμού της θητείας και κατά συνέπεια και της εφεδρείας.
Επιτρέψτε μου όμως να διαφωνήσω με ορισμένα σημεία της επιχειρηματολογίας του κ. Θεοδωράκη αρχίζοντας από την έκλειψη των πιθανοτήτων ενός γενικευμένου πολέμου. Η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αυτό και μάλιστα η Ελλάδα ευρισκόμενη σε μερικώς μειονεκτική επιχειρησιακά θέση (λόγω εδαφικής διαμόρφωσης και ενός αντιπάλου έχοντος την πρωτοβουλία), οφείλει να επισείει αξιόπιστα την απειλή διεξαγωγής ενός αμφότερα καταστροφικού γενικευμένου πολέμου. Επιπρόσθετα, παρατηρώντας τα πρόσφατα γεγονότα στο Nagorno-Karabakh, την από τους Αζέρους επιτυχή μαζική χρήση μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις χερσαίων δυνάμεων, αποτελούμενων σε μεγάλο μέρος από οπλίτες θητείας για αμφότερους τους αντιπάλους. Η νίκη των Αζέρων ολοκληρώθηκε όταν οι δυνάμεις αμύνης του Nagorno-Karabakh, έχοντας υποστεί σημαντικότατες απώλειες και χωρίς πλέον εφεδρείες, αδυνατούσαν να αποκρούσουν τις συνεχόμενες και επίμονες «κλασσικού τύπου», αζέρικες επιθέσεις.
Σφόδρα όμως θα διαφωνήσω με την παρατήρηση σας ότι η Τουρκία δεν διεκδικεί ελληνικά εδάφη. Η Τουρκία άμεσα και απροκάλυπτα δεν αναγνωρίζει την ελληνικότητα δεκάδων μικρονήσων (ορισμένων εξ αυτών κατοικημένων) και βραχονησίδων ενώ έμμεσα θέτει σε αμφιβολία το σύνολο της Συνθήκης της Λωζάννης με αποκορύφωμα τις κατά καιρούς αναφορές στην Θράκη. Σε τελευταία ανάλυση δεν μπορεί να αποκλειστεί η προσπάθεια κατάληψης ελληνικού εδάφους για χρήση του ως ανταλλάγματος για απόκτηση κερδών της Τουρκίας σε λοιπά ζητήματα (πχ έκταση ΑΟΖ όπως αναφέρετε). Η περίπτωση της Κύπρου εκτιμώ ότι αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση των τακτικών στις οποίες η Άγκυρα διαχρονικά και ανεξαρτήτως καθεστώτος, καταφεύγει.
Κατά συνέπεια, το μέγεθος, συγκρότηση, εξοπλισμός και δομή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων πρέπει να είναι ανάλογο της υπάρχουσας απειλής, όπως και συμβαίνει σήμερα. Η εχθρική απειλή προσδιορίζεται από τις -λίγο έως πολύ γνωστές- ικανότητες αλλά και τις προθέσεις του αντιπάλου. Αμφότερες καταδεικνύουν επιθετικό προσανατολισμό και ενδείξεις ετοιμότητας εξαπόλυσης επιθετικής ενέργειας, μικρής ή και μεγάλης κλίμακος και σε μικρό σχετικά διάστημα, περιορίζοντας τους δικούς μας χρόνους αντίδρασης.
Για τους παραπάνω λόγους είναι αναγκαία η ύπαρξη ισχυρών και ετοιμοπόλεμων ενόπλων δυνάμεων. Ευχής έργον θα ήταν οι δυνάμεις αυτές να απαρτίζονται σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος, σε όλα τα επίπεδα, από επαγγελματίες. Προερχόμενος από τον στρατιωτικό χώρο σας διαβεβαιώ ότι το σύνολο των ανωτέρων αξιωματικών των επιθυμούντων, κατά το δημοσίευμα σας, ικανούς αριθμούς στρατευσίμων για ενάσκηση της διοικήσεως τους, θα προτιμούσαν την ύπαρξη λιγότερων αλλά άριστα εκπαιδευμένων και καλά εξοπλισμένων επαγγελματιών. Δυστυχώς όμως το κόστος συγκρότησης και διατήρησης υψηλού αριθμού επαγγελματιών είναι απαγορευτικό για την οικονομία μας. Πέραν όμως της πραγματικότητας της υπεροχής των επαγγελματιών έναντι των κληρωτών, προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι πρέπει να διατηρηθεί η συνταγματική προβλεπόμενη υποχρέωση στράτευσης, όχι μόνο ως επιτακτικής λύσης κάλυψης των αμυντικών μας αναγκών αλλά και ως σημαντικότατου τρόπου ενίσχυσης της αίσθησης συμμετοχής όλων των Ελλήνων (και γιατί όχι και των γυναικών) στην άμυνα και κατά συνέπεια στο σύνολο των «κοινών» και της πολιτικής ζωής (με την ευρεία έννοια του όρου).
Αδυνατώντας λοιπόν οικονομικά να προχωρήσουμε στη συμπλήρωση των Μονάδων μας με τους απαιτούμενους αριθμούς επαγγελματιών, είμαστε αναγκασμένοι να βασιστούμε στους κληρωτούς. Αντιμετωπίζοντας όμως μια συνεχή πτώση της απόδοσης των κλάσεων (συνέπεια κυρίως του φλέγοντος δημογραφικού προβλήματος) και με τη θητεία στους 9 μήνες, διαπιστώσαμε εδώ και χρόνια ότι παρά το σχετικό περιορισμό στρατοπέδων και Μονάδων, αδυνατούμε να πετύχουμε τον επιθυμητό βαθμό επάνδρωσης (στελέχωσης) του στρατεύματος. Δυστυχώς τα αριθμητικά στοιχεία είναι αμείλικτα και μη διαψεύσιμα. Η χαμηλή αυτή επάνδρωση επιφέρει τα άσχημα αποτελέσματα που πολύ σωστά επισημάνετε. Η κατάσταση όμως δεν θα βελτιωθεί με την περαιτέρω μείωση της διάρκειας της θητείας που απλά θα επιδεινώσει το πρόβλημα της επάνδρωσης καθιστώντας αδύνατη την παραγωγή εκπαιδευμένης εφεδρείας. Ούτε όμως η -μέχρι ορισμένων ορίων δυνατή- μείωση Μονάδων και συγχώνευση στρατοπέδων θα επιφέρει την επιζητούμενη λύση.
Αναμφίβολα σημαντικό μέρος των επισημάνσεων και προτάσεων σας είναι απολύτως ορθές και η μη εφαρμογή τους βαρύνει πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι παρούσες όμως καταστάσεις επιβάλλουν την άμεση αύξησης της θητείας κατά 3 μήνες, ενέργεια η οποία για να μεγιστοποιήσει τα θετικά της αποτελέσματα θα πρέπει να συνοδευτεί και με αρκετές από τις δικές σας επισημάνσεις.
*Ο Ιπποκράτης Δασκαλάκης είναι Αντιστράτηγος (εα), Διδάκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής Μελετών του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ), Διαλέκτης στη Σχολή Εθνικής Αμύνης (ΣΕΘΑ), Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (fainst.eu)